Τέχνες

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο, άντε σύμβολο αιώνιο.. Το ποίημα του Βάρναλη που τραγούδησε λεβέντικα ο Ξυλούρης

advertisement

«Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο, άντε σύμβολο αιώνιο», στίχος δυνατός, σαν κραυγή για την φύση μας, σαν αποδοχή και σαν το αντίθετό της.

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο, άντε σύμβολο αιώνιο.. Το ποίημα του Βάρναλη που τραγούδησε λεβέντικα ο Ξυλούρης

Το εξαιρετικό αλληγορικό ποίημα του Κώστα Βάρναλη, που συμπεριλήφθηκε το 1956 στην ποιητική συλλογή «Τα Ποιητικά», μελοποιημένο από τον Λουκά Θάνο το 1974, είναι μία σατιρική αφήγηση, που μιλά για τον σκλαβωμένο άνθρωπο, παρομοιάζοντάς τον με τον κυρ Μέντιο, ένα γάιδαρο – σύμβολο της λαϊκής μας παράδοσης.

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο, άντε σύμβολο αιώνιο.. Το ποίημα του Βάρναλη που τραγούδησε λεβέντικα ο Ξυλούρης

Η υπομονή που κάνει, τα βάσανα που υφίσταται αδιαμαρτύρητα θυμίζουν τον Έλληνα, τον κάθε Έλληνα από παλιά μέχρι και σήμερα και όποιον άλλο αναγκάζεται να υπομένει δεινά και να σκύβει το κεφάλι στην εξουσία.

«Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο, άντε σύμβολο αιώνιο», στίχος δυνατός, σαν κραυγή για την φύση μας, σαν αποδοχή και σαν το αντίθετό της.

advertisement

«Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα, να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ». Για αυτό που όλα τα κανονίζει. Που από αυτό ζεις και για αυτό πεθαίνεις.

Πάντα την επιθυμία για αποτίναξη κάθε ζυγού συνοδεύει ένα ελπιδοφόρο μήνυμα «Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει, άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα άλλη γη» και μία μεταφορά για την επανάσταση είναι φανερότερη από φανερή.

Όμορφο τραγούδι, ιδιαίτερο. Με μία ερμηνεία από τον Νίκο Ξυλούρη, λεβέντικη και αξέχαστη.

Ακούστε το και διαβάστε στη συνέχεια όλο το ποίημα:

Δε λυγάνε τα ξεράδια

και πονάνε τα ρημάδια!

Kούτσα μια και κούτσα δυο,

της ζωής το ρημαδιό.

Mεροδούλι, ξενοδούλι!

Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·

ούλοι: δούλοι, αφεντικό

και μ’ αφήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,

παραβγαίνανε στην παίδεια,

με κοτρώνια στα ψαχνά,

φούχτες μύγα στ’ αχαμνά!

Aνωχώρι, Kατωχώρι,

ανηφόρι, κατηφόρι

και με κάμα και βροχή,

ώσπου μού βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι

σήκωσα όλο το νταμάρι

κ’ έχτισα, στην εμπασιά

του χωριού, την εκκλησιά.

Kαι ζεβγάρι με το βόδι

(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)

όργωνα στα ρέματα

τ’ αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ’ “όλα για όλα”

κουβαλούσα πολυβόλα

να σκοτώνονται οι λαοί

για τ’ αφέντη το φαΐ.

Kαι γι’ αφτόνε τον ερίφη

εκουβάλησα τη νύφη 30

και την προίκα της βουνό,

την τιμή της ουρανό!

Aλλ’ εμένα σε μια σφήνα

μ’ έδεναν το Mάη το μήνα

στο χωράφι το γυμνό

να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι ο παπάς με την κοιλιά του

μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του

και μου μίλαε κουνιστός:

Σε καβάλησε ο Xριστός!

Δούλεβε για να στουμπώσει

όλ’ η Xώρα κ’ οι Kαμπόσοι.

Mη ρωτάς το πώς και τί,

να ζητάς την αρετή!

― Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!

― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!

― Aντραλίζομαι!… Πεινώ!…

― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!

K’ έλεα: όταν μιαν ημέρα

παρασφίξουνε τα γέρα,

θα ξεκουραστώ κ’ εγώ,

του θεού τ’ αβασταγό!

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!

Θα μου δώσουνε μια κόχη,

λίγο πιόμα και σανό,

σύνταξη τόσω χρονώ!

Kι όταν ένα καλό βράδι

θα τελειώσει μου το λάδι

κι αμολήσω την πνοή

(ένα πουφ! είν’ η ζωή),

η ψυχή μου θενά δράμει

στη ζεστή αγκαλιά τ’ Aβράμη,

τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του

να φιλάει τα γένια του!…

Γέρασα κι ως δε φελούσα

κι αχαΐρευτος κυλούσα,

με πετάξανε μακριά

να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω

στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:

-“Xαίρε φως αληθινόν

και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη

απ’ την αδικιά τ’ αφέντη

συ που δίδαξες αρνί

τον κυρ λύκο να γενεί!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε

από λύκο άνθρωπο κάνε!…”

Mα με την κουβέντ’ αφτή

πόρτα μού κλεισε κι αφτί.

Tότενες το μάβρο φίδι

το διπλό του το γλωσσίδι

πίσου από την αστοιβιά

βγάζει και κουνάει με βια:

― “Φως ζητάνε τα χαϊβάνια

κ’ οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια,

μα θεοί κι οξαποδώ

κει δεν είναι παρά δω.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,

με το δίκιο του πολέμου 90

θα το βρείς. Oπού ποθεί

λεφτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου –

τον αφέντη τον κουφό σου!

Kαι στον ίδρο το δικό

γίνε συ τ’ αφεντικό.

Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,

χάιντε Σύμβολον αιώνιο!

Aν ξυπνήσεις, μονομιάς

θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.

Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει

κ’ έχ’ η πλάση κοκκινήσει

κι άλλος ήλιος έχει βγει

σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη”.

Ο σπουδαίος ερμηνευτής γεννήθηκε το 1936 στα Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου από οικογένεια με μουσική παράδοση που ανέδειξε πολλούς λυράρηδες. Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, για να επιστρέψει στο μαρτυρικό χωριό αμέσως μετά την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής, ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και ο Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης).
Από πολύ μικρή ηλικία ανακάλυψε την αγάπη του για τη μουσική και έπεισε τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα. Το ταλέντο του ήταν προφανώς από μικρή ηλικία, όπως και η ιδιαίτερη, δωρική φωνή. Άγουρο ακόμη παλικάρι, άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια, δημιουργώντας σιγά-σιγά μια ιδιαίτερη παρουσία και κάνοντας το όνομά του γνωστό. Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο “Κάστρο”. Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε, γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη “μόδα” της ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο γι’ αυτόν. Τα έσοδά του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές.
Γνώρισε την Ουρανία Μελαμπιανάκη και στις 21 Μαΐου του 1958 παντρεύτηκαν.

Η δισκογραφία

Σιγά-σιγά οι Κρητικοί άρχισαν να τον στηρίζουν και να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστός και τον Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο “Μια μαυροφόρα που περνά”. Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών. Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος και το 1966 η κόρη του Ρηνιώ. Τη χρονιά της γέννησης της κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν Ρέμο, παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο “Ερωτόκριτος” και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωσή του.
Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία τον δίσκο “Ανυφαντού” και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Οι καταστάσεις όμως πλέον είχαν ωριμάσει και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Έτσι μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό, ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στον Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία με τον δίσκο “Χρονικό” και τα “Ριζίτικα”. Παράλληλα γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρείας “Columbia” και έγιναν κουμπάροι.

Ποιος τον  “ανακάλυψε” 


Για το ποιος “ανακάλυψε” τον Νίκο Ξυλούρη, σύμφωνα με τα λεγόμενα της συζύγου του κ. Ουρανίας Ξυλούρη, όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των περιοδικών “Δίφωνο” και “Μονογραφίες”, η άποψή της είναι διαφορετική από αυτήν που συνήθως επικρατεί σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη, ότι τον ανακάλυψε ο Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του “Ανυφαντού” και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας “Columbia” Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια και έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο, ο οποίος ήταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού λυράρη. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για τον Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του “Χρονικού”.
Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στην μπουάτ “Λήδρα” και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης. Συνεργάστηκε στενά, εκείνα τα χρόνια, με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο “Το μεγάλο μας τσίρκο” με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και την Τζένη Καρέζη στο θέατρο “Αθήναιον”.
Ο Νίκος Ξυλούρης στην ακμή της καριέρας του αντιλήφθηκε ότι έχει καρκίνο και πιο συγκεκριμένα όγκο στον εγκέφαλο. Μετά από μεγάλο αγώνα, πολλαπλές εγχειρήσεις και αρκετή ταλαιπωρία, έχασε τη μάχη στο Νοσοκομείο Πειραιώς στις 8 Φεβρουαρίου 1980, δίχως να προλάβει καν να κλείσει τα 44 χρόνια τους. Το αηδόνι είχε σιγήσει πρόωρα και η Κρήτη είχε χάσει τη σπουδαιότερη φωνή της και έναν άνθρωπο που έδωσε το “παρών” σε κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.

Η φωνή της αντίστασης

Με τη φωνή και το ήθος του σημάδεψε τα χρόνια της χούντας, την αντίσταση σε αυτήν, αλλά και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Όπως ο ίδιος έλεγε μετά τη μεταπολίτευση, αναφερόμενος στους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας, «εγώ τους ίδιους ανθρώπους έβλεπα να κανονίζουν επί χούντας, τους ίδιους βλέπω και τώρα».

Ήταν 8 Φεβρουαρίου του 1980 όταν τα μάτια του “Ψαρονίκου” έκλεισαν, και μαζί τους ένα μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας του κρητικού αλλά και του ελληνικού τραγουδιού. Η είδηση του θανάτου του βύθισε στο πένθος ολόκληρη την Κρήτη και προκάλεσε συγκίνηση σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, όπου η φωνή και τα τραγούδια τού πρόωρα χαμένου Νίκου Ξυλούρη είχαν φτάσει.


Είναι ενταφιασμένος στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών.

Πηγές: neakriti ogdoo

advertisement
Back to top button