Σκέψεις

Έλλη Αλεξίου: Θα μπορούσα να ερωτευτώ και στα 90 μου

advertisement

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος που προσέγγιζε τον έρωτα η μεγάλη παιδαγωγός και συγγραφέας Έλλη Αλεξίου, στα 90 της χρόνια, και, μοιάζει, όταν μιλούσε γι’ αυτόν, να ήταν νεότερη και πιο φρέσκια από πολλούς άντρες και γυναίκες που κουβαλούν στην πλάτη τους πολύ λιγότερα χρόνια από την ίδια.

Ακολουθούν μικρά αποσπάσματα από το βιβλίο «Εκμυστηρεύσεις της Έλλης Αλεξίου” (Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Νικολαΐδου Εύα)

—Ο έρωτας αλλάζει τον άνθρωπο;

—Ο έρωτας είναι ένα από τα ωραιότερα αισθήματα του ανθρώπου. Όταν γνωρίσω ένα νέο και μου πει ότι δεν ερωτεύτηκε νιώθω οίκτο γι’ αυτόν. Γιατί δεν έχει νιώσει το πιο ωραίο αίσθημα του ανθρώπου. Μας γεμίζει, μας απασχολεί όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας. Θέλουμε να γίνουμε καλύτεροι για το χατίρι του, θέλουμε να γίνουμε σημαντικότεροι για το χατίρι του, θέλουμε ν’ αρέσουμε και για ν’ αρέσουμε πρέπει να είμαστε διαρκώς στο δρόμο της βελτίωσής μας.

 Έλλη Αλεξίου: Θα μπορούσα να ερωτευτώ και στα 90 μου

Δεν είναι απλώς ένα γέμισμα ζωής, αλλά είναι και μια μέθοδος ζωής, είναι πορεία ζωής, είναι είδος κινητήριας δύναμης.

advertisement

Όπως έχουμε τις δυνάμεις της κίνησης -κινείται, λέμε, με τον ατμό, κινείται με τον αέρα, κινείται με τον ηλεκτρισμό, με το μαγνητισμό. Ο αισθηματίας άνθρωπος κινείται με τον έρωτα. Ζει, υπάρχει με τον έρωτα. Και είναι ένα αίσθημα, ευτυχώς, που δεν εξαντλείται και ούτε καν έχει ηλικία. Νομίζω μάλιστα ότι όσο ωριμάζεις τόσο καλύτερα τον καταλαβαίνεις τον έρωτα. Ο έρωτας του ανώριμου ανθρώπου δεν είναι τίποτα. Είναι κι αυτός ανώριμος, τίποτα απολύτως. Δεν είναι ουσία της ζωής του, είναι ψιμύθιο της ζωής του.

(…) Όταν βλέπω ανθρώπους που είναι απογοητευμένοι απ’ τον έρωτα, προσπαθώ να τους πείσω ότι είναι ευτυχείς, ότι αυτόν τον πλούτο που νιώθουνε, δε θα τον ξανανιώσουνε. Δεν έχει σημασία αν πάσχουνε. Είναι σαν τον καλλιτέχνη. Όταν κάνει ένα καταπληκτικό έργο τέχνης και βρίσκεται κάτω από την επήρεια της συγκίνησης της μεγάλης τέχνης είναι δυστυχής; Ο ίδιος δεν καταλαβαίνει βέβαια τι είναι, δεν μπορεί να το χαρακτηρίσει.

Αλλ’ αυτό είναι ευτυχία, είναι πλούτος ζωής. Όταν σου περάσει αυτό το αίσθημα το ερωτικό, θ’ αντιληφθείς ότι είσαι ένα ον παρόμοιο προς το φυτό, προς το ζώο. Υπάρχεις όταν είσαι ερωτευμένος.

(…) Όταν ο άνθρωπος χάσει τον έρωτα, αποξηραίνεται, απλώς ζει, απλώς υπάρχει, όπως λένε για τα μέταλλα που απλώς υπάρχουν. Ε, το ίδιο και ο άνθρωπος.

—Μπορεί ν’ αναπτυχθεί μία σχέση ερωτική όταν υπάρχει χάσμα πνευματικό;

—Μα ο έρωτας δε φαντάζομαι να ζυγιάζεται με τα εκατέρωθεν βάρη ικανοτήτων ή κοινωνικής θέσης, βέβαια επηρεάζεται, αλλά δεν εμποδίζεται. Μπορεί να γίνεται πιο δύσκολος, κάποτε και ανυπέρβλητος.

Νομίζω ότι εις τον έρωτα εξυπακούεται ότι υπάρχει και κάποια άλλη δύναμη, στο πρόσωπο που ερωτευόμαστε. Θέλεις να ’ναι μια ανωτερότητα πνευματική, διανοητική, να έχει ηρωική στάση απέναντι στη ζωή. Ν’ αντιλαμβάνεσαι δηλαδή ότι σε συγκινούνε πολλές πλευρές.

Αν γνωρίσεις έναν άνθρωπο, διανοητικά, πνευματικά, οπωσδήποτε συναισθηματικά κατώτερο, δεν μπορείς να συγκινηθείς. Βέβαια οι κοινωνικές τοποθετήσεις δημιουργούν εμπόδια στον έρωτα. Είναι γεγονός. Εάν κάποιος θέλει να μείνει στο ύψος του ως διοικητής, διευθυντής, ως υπεύθυνος μιας θέσης, δεν μπορεί να κάνει δεσμό με μια υπάλληλό του. Είναι γεγονός αυτό και σωστό είναι. Έτσι πρέπει να γίνεται. Εκτός αν, βέβαια, νιώσει ένα τόσο ισχυρό έρωτα, οπότε εγκαταλείψει και τις θέσεις και τα μεγαλεία και…

(…) Ο έρωτας δεν εξαρτάται απ’ την ανταπόκριση. Ο άνθρωπος δεν ερωτεύεται όταν στον έρωτά του υπάρχει ανταπόκριση. Μπορεί να ερωτευτεί χωρίς ανταπόκριση, όπως μπορεί να έχει ανταπόκριση και ο ίδιος να μην ερωτεύεται, να τον αγαπούν χωρίς ν’ αγαπά.

—Δεν υποφέρει όμως αυτός που δεν έχει ανταπόκριση;

—Σίγουρα, αλλά βέβαια το να τον αγαπούν κι αυτός να μην αισθάνεται τίποτα είναι μηδέν γι’ αυτόν, το ανύπαρκτον. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει ανταπόκριση. Νομίζω ότι πιο πολύ αγαπά όταν δεν υπάρχει.

—Και πώς το εξηγείτε αυτό;

Διότι σου λείπει κάτι και το επιθυμείς. Όταν το έχεις, δεν το επιθυμείς. Όταν έχεις κάτι δεν πάσχεις. Πάσχεις όταν δεν το έχεις. Έτσι λέω εγώ…

(…)

—Πιστεύετε ότι υπάρχει όριο ηλικίας στον έρωτα;

—Στο ρομαντικό έρωτα δεν υπάρχει όριο.

—Θα μπορούσατε να ερωτευτείτε ρομαντικά εσείς που πλησιάζετε τα ενενήντα;

—Βεβαίως. Σ’ όλη μου τη ζωή υπήρχαν άνθρωποι που τους αγάπαγα. Αλλά όλα τ’ άλλα νταραβέρια ήτανε πάντοτε ξένα από μένα.

(…)

—Προτιμάτε τη λογική ή το πάθος στις σχέσεις;

—Όταν έχει κάποιος προκαθορισμένη πορεία ζωής, τότε δε δεσμεύεται ερωτικά, μένει ελεύθερος από ερωτικά αισθήματα, γιατί κυριαρχούν μέσα του τα προγράμματα ζωής.

Ο έρωτας είναι ζωή. Εγώ θα προτιμούσα να χάσει κάποιος τη γραμμή του την προγραμματική χάριν του έρωτά του. Ο έρωτας είναι πιο συγκλονιστικός από τη φιλοδοξία τη συγγραφική, την κοινωνική ανάδειξη ή την πολιτική. Προτιμώ την πορεία του αισθήματος.

Τη συναισθηματική σκλαβιά των ανθρώπων εκτιμώ περισσότερο από την προγραμματισμένη ζωή.

Δύο ειδών είναι η πορεία της ζωής μας, ή πάσχουμε ή λογικευόμεθα.

Για το συγγραφέα είναι καλύτερα να πάσχει παρά να λογικεύεται. Βέβαια ο Καζαντζάκης έγινε μεγάλος διά της λογικής, όχι διά του πάθους, αλλά οι άλλοι άνθρωποι έγιναν διά του πάθους.

Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε στις 22 Μαΐου του 1894 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Κόρη του εκδότη και διανοούμενου Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη, είχε τρία μεγαλύτερα αδέρφια, τη Γαλάτεια (σύζυγο του Νίκου Καζαντζάκη και μετέπειτα του Μάρκου Αυγέρη), τον Ραδάμανθυ (ο οποίος παντρεύτηκε την Αναστασία κόρη του Ζορμπά-ήρωα του ομωνύμου μυθιστορήματος του Καζαντζάκη) και τον Λευτέρη.

Η φυλάκιση του πατέρα της για τη συμμετοχή του στην Επανάσταση του Θερίσου και ο αιφνίδιος θάνατος της μητέρας της, προσγειώνουν την Eλλη (Λιλίκα όπως την αποκαλούσαν οι δικοί της) στην πραγματικότητα της ζωής.

Στα τέλη του καλοκαιριού του 1911, αφού τελείωσε το Παρθεναγωγείο του Hρακλείου, έρχεται για ανώτατες σπουδές στην Αθήνα (ήθελε να σπουδάσει δασκάλα) και μένει στο σπίτι της αδελφής της Γαλάτειας η οποία ήταν ήδη παντρεμένη με τον Νίκο Καζαντζάκη.

Ανήσυχη και ελεύθερη φύση καθώς ήταν, τολμά να προσεγγίσει ένα λογοτεχνικό, πλην «ανδρικό» στέκι, το καφενεδάκι «Δεξαμενή» στο Κολωνάκι, στο οποίο συχνάζουν τα πιο ανήσυχα ιδεολογικά, πνευματικά και λογοτεχνικά ονόματα της εποχής. Εκεί η Ελλη Αλεξίου γνωρίζεται και συναναστρέφεται τους λογοτέχνες Καρκαβίτσα, Βλαχογιάννη, Θεοτόκη, Τραυλαντώνη, Φιλήντα, Κονδυλάκη, Καρβούνη, Σ. Μαυροειδή – Παπαδάκη, Λιλίκα Νάκου, Μάρκο Αυγέρη.

Εκεί γνώρισε και άνθισε ο έρωτάς της για τον Κώστα Βάρναλη, που έγινε αρραβώνας για να διαλυθεί αργότερα, λόγω της άρνησης του πατέρα της να παντρευτεί τόσο μικρή και πριν τελειώσει τις σπουδές της.

Το 1913 εξετάστηκε από την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία και αναγνωρίστηκε ως Διπλωματούχος. Το 1914 διορίστηκε στο Γ΄ Χριστιανικό Παρθεναγωγείο της Αγίας Παρασκευής Ηρακλείου (που η εμπειρία της αυτή αποτυπώθηκε στο πρώτο της ομότιτλο μυθιστόρημα), ενώ τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στο Πρότυπο Διδασκαλείο της πόλης. Το 1919 γνωρίστηκε στη «Δεξαμενή» με τον πεζογράφο Βάσο Δασκαλάκη, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1920 στο Παρίσι, έγινε διπλωματούχος του Institut Superieur d’ Etudes Francaises και διορίστηκε στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο Ηρακλείου.Το 1925 αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και το 1934 πήρε μέρος στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Καθώς δεν κρύβει τις ιδεολογικές πεποιθήσεις της, (είχε ήδη γίνει μέλος του ΚΚΕ) συλλαμβάνεται από την Ειδική Ασφάλεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, ανακρίνεται και από τότε οι κινήσεις της παρακολουθούνται.Tα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής, ταυτόχρονα με την ενεργή συμμετοχή της στο «EAM Λογοτεχνών», θα τα περάσει στην Καλλιθέα (στην Αθήνα) αναλαμβάνοντας τα σχολικά συσσίτια έως το 1945 (τιμής ένεκεν το όνομά της έχει δοθεί σε Δημοτικό Σχολείο της Καλλιθέας). Στο μεταξύ, το 1944, ο Βάσος Δασκαλάκης, πεθαίνει.
Το 1945 φεύγει για σπουδές στο Παρίσι ως υπότροφος της γαλλικής κυβέρνησης.Παρακολουθεί στη Σορβόνη μαθήματα ιστορίας και φωνητικής και έρχεται σε επαφή με Γάλλους λογοτέχνες όπως οι Λουί Αραγκόν και Πωλ Ελυάρ. Ήδη όμως της έχει ήδη αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια και της απαγορεύεται η επιστροφή στην Ελλάδα.

Tο 1948 διορίζεται εκπαιδευτική σύμβουλος από την Eπιτροπή Bοηθείας Παιδιού και έναν χρόνο αργότερα συμμετέχει στο πρώτο συνέδριο ειρήνης στο Παρίσι. Tο 1949 αυτοεξορίζεται στη Pουμανία και παίρνει μέρος στο δεύτερο συνέδριο ειρήνης. Mοιράζει τα χρόνια της αυτοεξορίας της μεταξύ Pουμανίας και Oυγγαρίας, όπου συνεχίζει το παιδαγωγικό της έργο, εκπαιδεύοντας δασκάλους, γράφοντας και σχεδιάζοντας σχολικά βιβλία και διδάσκοντας τα Ελληνικά σε παιδιά, νέους και ενήλικες, πρόσφυγες του Εμφυλίου.

Για τις πολιτικές της πεποιθήσεις, το 1952 δικάζεται ερήμην και εκδίδεται παραπεμπτικό βούλευμα και ένταλμα σύλληψής της.Το 1962, λόγω του θανάτου της αδελφής της Γαλάτειας, ζητά και της παραχωρείται ολιγοήμερη άδεια για να έρθει στην Ελλάδα και να παραστεί στην κηδεία.

Έρχεται αλλά δεν φεύγει, παρά το ότι η ζωή στην Ελλάδα την απογοητεύει: «Oλοι τους έχουν κάνει στόχο αυτήν την τιποτένια, δίχως περιεχόμενο, διαβίωση», λέει. Το 1965 επανακτά την ελληνική ιθαγένεια.

Το 1966, κάποιοι θυμούνται το βούλευμα του 1952 και συλλαμβάνεται. Κρατείται στις Φυλακές «Αβέρωφ» και δικάζεται για «αντεθνική δράση και προπαγάνδα». Απαλλάσσεται όμως από την κατηγορία, ύστερα από την αντίδραση της κοινής γνώμης.

Με την επιβολή της δικτατορίας του 1967 απαγορεύονται τα βιβλία της και διατάσσεται να ζει υπό περιορισμό στο διαμέρισμά της. Από το 1962, χρονιά του θανάτου της αδελφής της Γαλάτειας, συζύγου του Μάρκου Αυγέρη, ο Αυγέρης και η Αλεξίου συγκατοικούν στο ίδιο σπίτι.
Σε όλα αυτά τα χρόνια, λόγω της τεράστιας εκπαιδευτικής και λογοτεχνικής προσφοράς της, η Έλλη Αλεξίου καλείται και συμμετείχε σε τρία διεθνή συνέδρια ειρήνης και πλήθος διεθνών συνεδρίων για την εκπαίδευση, τη λογοτεχνία, το παιδί τη γυναίκα. Screen Shot 2014-05-22 at 8.54.08 AM«Κράσι, sweet home..…»

Η γλυκιά ιστορία ενός ζωγραφικού πίνακα της Έλλης Αλεξίου «βαπτισμένου» από τον Νίκο Καζαντζάκη Το 1966 έγραψε τη βιογραφία του Nίκου Kαζαντζάκη με τίτλο «Για να γίνει μεγάλος», όπου αφηγείται – με αγάπη αλλά δίχως να του «χαρίζεται» – τη ζωή του φίλου των νεανικών της χρόνων και συζύγου της αδελφής της. Μέσα στο έργο αυτό των τετρακοσίων σελίδων μας δίνει ανάγλυφη τη ζωή του Καζαντζάκη, με απόλυτο σεβασμό στην αλήθεια, εξιστορώντας το συνεχές ανέβασμά του προς τις απάτητες κορφές του πνεύματος. Επιστρέφει έτσι νοερά στα χρόνια της μεγάλης παρέας μισό αιώνα πριν.

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου αυτού η Έλλη Αλεξίου περιγράφει στιγμές που έζησε στο Κράσι Ηρακλείου Κρήτης, όπου το καλοκαίρι του 1911 παραθερίζουν, φιλοξενούμενοι σε συγγενικό της σπίτι ο Νίκος Καζαντζάκης με τη Γαλάτεια, ο Κώστας Βάρναλης, ο Μάρκος Αυγέρης, ο φίλος του Καζαντζάκη Χαρίλαος Στεφανίδης και η Έλλη Αλεξίου . «Κάθε τόσο», γράφει, «ερχόταν ο αγωγιάτης από το Ηράκλειο και μαζί με το ρύζι πέφτανε από το αναποδογυρισμένο σακί τα ζητημένα σωληνάρια …», οι μπογιές δηλαδή για τη ζωγραφική, δραστηριότητα που ξεκίνησε κατά την εφηβεία της. «Με αγάπη θυμάμαι το εσωτερικό του σπιτιού μας. Τη γωνιά που ήταν το τζάκι. Και τη μεσιανή καμάρα. Δυο-τρεις μποτίλιες πάνω στο ράφι, μπρος στο τζάκι μιαν ανέμη με νήμα απάνω και το κουβάρι παρατημένο πάνω σε μια χωριάτικη καρέκλα, εκεί δίπλα». Αυτή την εικόνα ζωγράφισε σ’ έναν πίνακα.

Γράφει ακόμα πως «Ο Νίκος (Καζαντζάκης) πολύ ευχαριστήθηκε απ’ αυτό το ταμπλουδάκι. – Πώς να το βγάλουμε, του ‘λεγε η Γαλάτεια, πώς να το βγάλουμε, και το κοίταζε. Κ” εκείνος χωρίς τίποτα να πει, πήρε την πένα του κ’ έγραψε με μελάνι στη δεξιά γωνία «Κράσι, Sweet Home, Ιούλ. Αύγ. Σεπτ. 1911, Λιλίκα » όπως φώναζαν τότε την Έλλη Αλεξίου.

Ήταν τότε η εποχή που ο Βάρναλης τη ζήτησε σε γάμο. Ο πατέρας της όμως ανένδοτος τους ζήτησε να περιμένουν τέσσερα χρόνια ακόμα. Και όπως ξέρουμε ο έρωτας αυτός δεν έμελλε ποτέ να οδηγήσει την Αλεξίου και τον Βάρναλη σε γάμο. Το «ταμπλουδάκι» αυτό με το ιδιόχειρο σχόλιο του Καζαντζάκη, η Έλλη το χάρισε στον αγαπημένο της Κώστα Βάρναλη.

Το 1915 ο Βάρναλης ανέλαβε διευθυντής του σχολαρχείου στην Κερατέα Αττικής. Μαζί του πήρε και το «ταμπλουδάκι» της Έλλης. Όταν το 1985 η Έλλη Αλεξίου είχε κληθεί από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Κερατέας «Χρυσή Τομή», για να παρουσιάσει τη βιογραφία του Καζαντζάκη, την άκουσαν με έκπληξη να λέει ότι έχει «ανοιχτούς λογαριασμούς με την Κερατέα», εννοώντας ότι το «ταμπλουδάκι» της ήταν ακόμα εκεί. Άγνωστο πώς έμεινε εκεί, όταν ο Βάρναλης μετατέθηκε το 1917 και έφυγε από την πόλη.
Η Έλλη Αλεξίου επισκέφτηκε το σπίτι όπου έμενε ο Βάρναλης, το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα και δοκίμασε μεγάλη συγκίνηση όταν αντίκρισε τον πίνακά της 74 χρόνια μετά τη δημιουργία του. Ζήτησε από τον ιδιοκτήτη του σπιτιού να της τον παραχωρήσει, μα εκείνος αρνήθηκε θεωρώντας τον κειμήλιο του σπιτιού του.
Έτσι αρκέστηκε σε ένα πιστό αντίγραφο αυτού του πίνακα, που της προκαλούσε αγαπημένες αναμνήσεις, για να τον τοποθετήσει στην προσωπική της γωνιά στο σπίτι της.

Η Έλλη Αλεξίου εργάστηκε στην εκπαίδευση, σε Ελλάδα και εξωτερικό, συνολικά επί 42 χρόνια. Το συγγραφικό της έργο τεράστιο και πολυποίκιλο, αφού έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα, παιδική λογοτεχνία, θέατρο, εκπαιδευτικά βιβλία, ανθολογίες–αφιερώματα, μεταφράσεις έργων ξένων λογοτεχνών, μελέτες και έκανε την επιμέλεια εκδόσεων.

Όπως έχει πει η ίδια «Από τα πρώτα κιόλας βιβλία μου συμμάχησα με τους αδύνατους και τους αδικημένους. Και τη συμμαχία αυτή την κράτησα πιστά σ” όλη μου τη ζωή». Πραγματοποίησε την πρώτη της εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας το 1923 με τη δημοσίευση του διηγήματος «Φραντζέσκος» στο περιοδικό Φιλική Εταιρεία (του Κόντογλου), μετά από παρότρυνση του συζύγου της Βάσου Δασκαλάκη. Η συλλογή «Σκληροί αγώνες για τη μικρή ζωή» (1931), δημιούργησε αμέσως αίσθηση, που ο πιο αυστηρός κριτικός της εποχής, Φώτος Πολίτης, έγραψε: «Mέσα από αυτές τις απλές ψυχές κατορθώνει η συγγραφεύς να δώσει όλο το ρίγος τής πραγματικής ζωής, είτε χαρούμενη είναι είτε μαύρη και βλοσυρή. Κάτω από τις περιγραφές της υπάρχει η θερμή άχνα της αλήθειας». Το 1934 εκδίδει το Γ” Xριστιανικόν Παρθεναγωγείoν», το 1938 εκδίδει τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Άνθρωποι». Ακολουθούν τα μυθιστορήματα «Λούμπεν» (1940), «Βοηθός νηπιαγωγού» (1952), «Παραπόταμοι» (1955), «Με τη Λύρα» (1959), «Ούτω καθεξής» (1964), καθώς και τέσσερις τόμοι διηγημάτων: «Σπονδή», «Αναχωρήσεις και μεταλλαγές», «Μυστήρια» και «Προσοχή συνάνθρωποι».Ξεχωριστή θέση στο έργο της έχουν τα παιδικά βιβλία: «Χοντρούλης και Πηδηχτή» το 1939 (μεγάλη ιστορία γιά παιδιά) με Βραβείο από την Αρχαιολογική Εταιρεία, «Ήθελε να τη λένε κυρία», «Τραγουδώ και χορεύω», «Παίζω κουκλοθέατρο» και η εγκυκλοπαίδεια γι α έφηβους «Ρωτώ και μαθαίνω».

Η Έλλη Αλεξίου πλησιάζει σχεδόν έναν αιώνα ζωής (94 ετών) όταν φεύγει από τη ζωή στις 28 Σεπτεμβρίου του 1988. Γαλήνια και με το χαρακτηριστικό της χιούμορ αντιμετωπίζει το τέλος. «Eίναι μια φυσική κατάσταση που δεν πρέπει να με ανησυχεί», λέει σε μια από τις τελευταίες τις συνεντεύξεις. «Γεννήθηκα, μεγάλωσα, πρέπει να πεθάνω. Aν μου έλεγες ότι θα μείνω αθάνατη θα το έβλεπα σαν παράδοξο φαινόμενο. Nα μείνω αθάνατη να κάνω τι;»

Κι όμως ο τόπος μας έχει ανάγκη από ανθρώπους του ύφους, του ήθους, της αγωνιστικότητας, της περηφάνειας, της δημιουργικότητας της Έλλης Αλεξίου. Στα έργα της αποτυπώνεται άμεσα ή έμμεσα ο προβληματισμός της για την κοινωνική δικαιοσύνη, τον οποίο αφήνει παρακαταθήκη στους νεότερους.

Πηγές: katiousa, Τεϊοποτείον – Εικόνα Facebook: Ποιητική Βιβλιοθήκη

advertisement

Σχετικά άρθρα

Back to top button