Διαβάστε τη έκανε μια μάνα για να δώσει λίγη χαρά στον ετοιμοθάνατο γιο της..
Η 26 Οκταβιάνα Τρουχίλο έσκυψε το το κεφάλι της και κοίταξε τον γιο της που έπασχε από λευχαιμία. Αν και η καρδιά της γέμισε με θλίψη, είχε μια ανεξήγητη αίσθηση αποφασιστικότητας. Όπως και κάθε άλλη μητέρα, ήθελε ο γιος της να μεγαλώσει και να εκπληρώσει όλα του τα όνειρά. Ο 5χρονος Φράνκ “Μπόπσι” Τρουχίλο όμως δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Η λευχαιμία δεν θα τον άφηνε.
Αλλά ακόμα και έτσι, ακόμα και για λίγο, ήθελε να κάνει ένα από τα όνειρα του γιου της πραγματικότητα. Έπιασε σφιχτά το χέρι του και τον ρώτησε, «Φράνκ, έχεις σκεφτεί ποτέ τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις; Έχεις ονειρευτεί ποτέ τι θα ήθελες να κάνεις στη ζωή σου;”
“Μαμά, πάντα ήθελα να γίνω ένας πυροσβέστης όταν μεγαλώσω.”
Η Οκταβιάνα του χαμογέλασε και του είπε, «Ας δούμε τότε αν μπορούμε να κάνουμε την επιθυμία σου πραγματικότητα.”
Αργότερα εκείνη την ημέρα πήγε στην τοπική πυροσβεστική υπηρεσία, στο Φοίνιξ της Αριζόνα, όπου γνώρισε έναν πυροσβέστη, τον Μπομπ, με καρδιά τόσο μεγάλη όσο ολόκληρη η Γη.
Του εξήγησε την τελευταία επιθυμία του γιου της και τον ρώτησε αν θα μπορούσε να χαρίσει στον Φράνκ μια μικρή βόλτα με κάποιο πυροσβεστικό όχημα.
Ο πυροσβέστης της απάντησε, “Κοίτα, μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο από αυτό. Αν ο γιος σου είναι απολύτως έτοιμος στις επτά το πρωί της Τετάρτης, θα τον κάνω επίτιμο πυροσβέστη για μια ολόκληρη μέρα. Μπορεί να κατέβει μαζί μου στον σταθμό, να φάει παρέα με όλους μας και να έρθει μαζί μας σε όλες τις κλήσεις για φωτιά που θα απαντήσουμε.”
Το πιο όμορφο σημείο της απάντησής του; “Αν μου πείτε το μέγεθος ρούχα φοράει θα του βρούμε μια στολή που να του ταιριάζει για να είναι ομοιόμορφα ντυμένος. Θα έχει και κράνος με πραγματικό σήμα μπροστά. Όχι παιχνίδι, αλλά κανονικό με το έμβλημα της Πυροσβεστικής του Φοίνιξ πάνω του καθώς και λαστιχένιες μπότες. Ο ρουχισμός μας κατασκευάζεται εδώ στο Φοίνιξ, και για αυτό μπορούμε να τον προμηθευτούμε πολύ γρήγορα.”
Τρεις ημέρες αργότερα, ο πυροσβέστης Μπόμπ πήρε τον Φράνκ από το νοσοκομείο, ντυμένο με τη στολή των πυροσβεστών και τον συνόδευσε μέχρι το πυροσβεστικό όχημα.
Τον βοήθησε να καθίσει στο πίσω μέρος του οχήματος. Ο Φράνκ πετούσε στα σύννεφα..
Υπήρξαν τρεις κλήσεις για φωτιά στο Φοίνιξ εκείνη την ημέρα και ο Φράνκ πήγε με τους πυροσβέστες και στις τρεις.
Μπήκε σε όλα τα αυτοκίνητα, στο πυροσβεστικό, στο αυτοκίνητο του επικεφαλής, στο τζιπ ακόμη και στο νοσοκομειακό.
Όλη η όμορφη μέρα του βιντεοσκοπήθηκε από ένα τοπικό τηλεοπτικό κανάλι και αποσπάσματα της προβλήθηκαν στις βραδυνές ειδήσεις!
Το ότι έκανε το όνειρό του πραγματικότητα, το ότι ένιωσε τόσο την αγάπη και την προσοχή όλων, βοήθησαν τον μικρό Φράνκ να ζήσει τρεις μήνες περισσότερο από ό, τι οποιοσδήποτε γιατρός θεωρούσε πιθανό.
Ώσπου ένα βράδυ τα ζωτικά του σημεία άρχισαν να ρίχνουν δραματικά τους ρυθμούς τους. Η προϊσταμένη της κλινικής κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί και μη θέλοντας να αφήσει το μικρό αγόρι να πεθάνει μόνο του, είπε στη μητέρα να ζητήσει από όλα τα μέλη της οικογένειας να έρθουν στο νοσοκομείο.
Δεν έκανε όμως μόνο αυτό. Θυμήθηκε εκείνη την όμορφη μέρα που έζησε ο Φράνκ ως πυροσβέστης και τηλεφώνησε στον αρχηγό της πυροσβεστικής. Τον ρώτησε αν θα μπορούσε να στείλει έναν πυροσβέστη με στολή για να είναι μαζί με τον Φράνκ στις τελευταίες του στιγμές.
Ο αρχηγός της απάντησε: «Μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο από αυτό. Θα είμαστε εκεί σε πέντε λεπτά. Θα σας παρακαλούσα όμως να μου κάνετε μια χάρη; Όταν ακούσετε τις σειρήνες να ουρλιάζουν και δείτε τα φώτα να αναβοσβήνουν, μπορείτε να ειδοποιήσετε όλους στο νοσοκομείο ότι δεν πρόκειται για φωτιά; Για να μην υπάρξει πανικός. Πείτε τους ότι οι πυροσβέστες έρχονται να δουν για τελευταία φορά έναν καταπληκτικό συνάδελφο. Και αν μπορείτε, ανοίξτε και το παράθυρο στο δωμάτιό του.”
Περίπου πέντε λεπτά αργότερα ένα μεγάλο πυροσβεστικό όχημα έφτασε με μεγάλη ταχύτητα στο νοσοκομείο. Οι πυροσβέστες σήκωσαν την σκάλα μέχρι τον τρίτο όροφο που βρίσκονταν το δωμάτιο του Φράνκ και 16 από αυτούς, μαζί και ο αρχηγός της πυροσβεστικής, την ανέβηκαν και μπήκαν από το παράθυρο στο θάλαμο.
Με την άδεια της μητέρας του, τον αγκάλιασαν, τον κρατούσαν και του έλεγαν πόσο πολύ τον αγαπούν.
Ο αδύναμος Φράνκ άνοιξε με δυσκολία τα μάτια του και κοίταξε τον αρχηγό:
“Αρχηγέ, είμαι αλήθεια και εγώ πυροσβέστης τώρα;”
«Ναι Φράνκ, είσαι», του απάντησε ο αρχηγός.
Μόλις άκουσε τα λόγια του ο Φράνκ χαμογέλασε και έκλεισε τα μάτια του. Για τελευταία φορά.
“Ο γιος μου δεν πέθανε. Ζει και είναι μια χαρά… Ζει στις καρδιές τόσο πολλών ανθρώπων», είπε συγκινημένη η μητέρα του.