Έτσι έζησε την πρώτη μέρα στο σχολείο ο Νίκος Καζαντζάκης
“Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο. Μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν. Μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα. Το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.
Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα. Ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαϊδέψει. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
-Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος. Κάμε το σταυρό σου.
Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι. Κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
-Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου
-Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παράδωκε στο δάσκαλο.
-Το κρέας δικό σου του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου. Μη τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάνε τον άνθρωπο.
-Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη. Έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα”.
Για τον Νίκο Καζαντζάκη, ο «Καπετάν Μιχάλης» υπήρξε πολλά: τα παιδικά του χρόνια, ο πατέρας του και η πατρίδα του. Σχεδόν όλα.
Στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα «Αναφορά στον Γκρέκο» αναφέρει επίσης για αυτόν:
«Στη ζωή μου έναν μονάχα άνθρωπο φοβήθηκα, τον πατέρα μου. Οταν ήμουν μικρό παιδί, σήκωνα τα μάτια, τον κοίταζα και μου φαίνουνταν γίγας όσο μεγάλωνα, όλα τα πράματα γύρα μου μίκραιναν, άνθρωποι, σπίτια, δέντρα… μονάχα αυτός απόμενε πάντα, όπως τον έβλεπα παιδί, γίγας πυργώνουνταν μπροστά μου και μου άκρυβε τον ήλιο. Μάταια απόφευγα να μένω στο πατρικό σπίτι, στη σπηλιά του λιόντα… ρεμπέλευα, ταξίδευα, ρίχνουμουν σε δύσκολες πνεματικές περιπέτειες πάντα ανάμεσα εμένα και στο φως ο ίσκιος του… οδοιπορούσα κάτω από ακατάπαυτη έκλειψη ηλίου».
Τον Καπετάν Μιχάλη τον έλεγαν και Καπετάν Ψωμή ή Ψωμάκη, επειδή κάθε Σάββατο μοίραζε ψωμί στη φτωχολογιά του Ηρακλείου, γράφει ο δρ Πάτροκλος Σταύρου, στην εισαγωγή του βιβλίου του Νίκου Καζαντζάκη Καπετάν Μιχάλης:
«Ο άγριος, δράκος και αγέλαστος Καπετάν Μιχάλης, αλλά στο βάθος μάλαμα και ευαίσθητος, άντεξε μόνο εννέα μήνες τον χαμό της συζύγου του, της “Μαριγής” του και επήγε να τη βρει».
Ο Καπετάν Μιχάλης, με τις θυσίες του και την αυστηρότητά του, μεγάλωσε έναν πολεμιστή αδάμαστο, δυνατό, σαν εκείνον, αλλά του πνεύματος. “Κρίμα μεγάλο που δεν είσαι εσύ για τ’ άρματα, είσαι για τα γράμματα” είχε πει στον γιο του, Νίκο Καζαντζάκη. «Τι να κάμουμε; αυτός είναι ο δρόμος σου… ακλούθα τον! Κατάλαβες; Να μάθεις γράμματα, για να βοηθήσεις την Κρήτη να λευτερωθεί… αυτός είναι ο σκοπός!».
Ο πατέρας αυτός, αγέλαστος, σκληρός και τραχύς, όπως υπαγόρευε η σκληρή και τραχιά εποχή της τουρκοκρατούμενης Κρήτης, τη νύχτα της μεγάλης σφαγής του Ηρακλείου, περίμενε τους Τούρκους πίσω από την πόρτα του σπιτιού με γεμάτο το τουφέκι, ακονίζοντας ένα μακρύ μαχαίρι για να σφάξει την οικογένειά του, “μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων”.
Και αυτός ο ίδιος πατέρας, χάρισε στον Νίκο Καζαντζάκη την υδρόγειο σφαίρα που “ταξίδευε” τον μικρό γιο του σε όλη την υφήλιο πριν εκείνος ακόμη απλώσει τα φτερά του και φύγει από την Κρήτη. Ο ίδιος αυτός πατέρας, όταν ο νεαρός Νίκος του ζήτησε να μάθει μια ακόμη γλώσσα, του ζήτησε ως “αντάλλαγμα” να φοράει ακόμη μια μπλούζα για να μην κρυώνει, και ήταν ο ίδιος πατέρας που είπε: “Ας πάει και το παλιάμπελο… η σταφίδα, το κρασί, το λάδι, όλη μου η σοδειά, ας γίνει χαρτί και μελάνι για το γιο μου!”