Έτσι ήταν η Σαντορίνη πριν τα εκατομμύρια των τουριστών
Στο κέντρο του νησιού βρίσκεται κρυμμένο ένα «χωριό» των αρχών του 20ου αιώνα
Χιλιάδες τουρίστες συρρέουν κάθε χρόνο στη Σαντορίνη, φέρνοντας το κυκλαδίτικο νησί στην κορυφή του ελληνικού τουριστικού χάρτη. Χρόνια τώρα, το ιδιαίτερο τοπίο προσελκύει ανθρώπους που φτάνουν από τα πέρατα του κόσμου για να θαυμάσουν τα εντυπωσιακά χωριά που κρέμονται θαρρείς στην άκρη της Καλντέρας με φόντο το ηφαίστειο και το βαθύ μπλε του Αιγαίου. Η Σαντορίνη είναι δίχως αμφιβολία το πετράδι του στέμματος της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας.
Σαντορίνη, αποστολή: Ματθαίος Παπαοικονόμου-Σιδέρης
Φωτογραφίες-βίντεο: Γιάννης Κέμμος
Ενώ όμως η τουριστική εκμετάλλευση είναι σήμερα η βασική ασχολία του νησιού, η εικόνα της Σαντορίνης ήταν κάποτε πολύ διαφορετική και απείχε μάλιστα αρκετά από αυτήν μιας ελληνικής φτωχικής επαρχίας. Για την ακρίβεια, η Σαντορίνη διέθετε μεγάλες βιομηχανίες, έκανε σημαντικές εξαγωγές, είχε προξενεία ευρωπαϊκών χωρών, ενώ ο πλούτος δεν συγκεντρωνόταν στα σημερινά τουριστικά «διαμάντια» των Φηρών και της Οίας, αλλά στα ενδότερα του νησιού.
Το άγνωστο αυτό παρελθόν της Σαντορίνης μπορεί να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι όποιος επισκεφτεί το μουσείο της ποτοποιίας – αποσταγματοποιίας «Κάναβα Σαντορίνη» του Λουκά Λυγνού.
Το «μικρόβιο» με τη συλλογή αντικειμένων που εξελίχτηκε στην ανέγερση… ολόκληρου χωριού
Ο Λουκάς είχε από μικρό παιδί το «μικρόβιο» της συλλογής ιστορικών αντικειμένων. Αν και πλέον η κύρια ασχολία του είναι η παραγωγή ούζου και τσικουδιάς στην οικογενειακή βιοτεχνία, δεν σταμάτησε ποτέ να συγκεντρώνει πειστήρια της ιστορίας του τόπου του. Κάποια στιγμή αποφάσισε μάλιστα να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, αναπλάθοντας ένα ολόκληρο χωριό της Σαντορίνης των αρχών του προηγούμενου αιώνα!
Μπαίνοντας στο μουσείο-χωριό, ο επισκέπτης καλά θα κάνει να κλείσει το κινητό του. Όχι, μόνο για να μην διακόψει την ξενάγηση, αλλά και επειδή ο ήχος μιας κλήσης θα είναι τουλάχιστον ξένος και αταίριαστος σε ένα χώρο όπου το πιο μοντέρνο αντικείμενο δεν χρονολογείται πολύ μετά από τα μέσα του 20ου αιώνα. Και δεν είναι μόνο τα εκθέματα. Ολόκληρος ο χώρος, ολόκληρο το χωριό δηλαδή, έρχεται κατευθείαν από μια άλλη εποχή, μια εποχή που έχει προ πολλού περάσει.
«Είναι η αναπαράσταση μιας γειτονιάς από το χωριό μου, τη Μεσαριά, όπου υπήρχαν και τα βιομηχανικά κτίρια. Υπήρχε το οινοπνευματοποιείο, λίγο πιο πάνω το μπακάλικο, το καφενείο», εξηγεί ο Λουκάς Λυγνός. Γιατί η Μεσαριά; «Διέθετε πολλά αρχοντικά, όντας ένα από τα πλουσιότερα χωριά».
Πώς μπορείς να αναπλάσεις ένα ολόκληρο χωριό;
Διαβάζοντας κάποιος για αναπαράσταση ολόκληρου χωριού, πιθανόν να αμφιβάλει κατά πόσον κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Κι όμως αυτό ακριβώς έφτιαξε ο Λουκάς. Ο μουσειακός χώρος περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το αρχοντικό σπίτι, τις λαϊκές κατοικίες, το καφενείο, το μπακάλικο, το αποστακτήριο και φυσικά την κάναβα. Άλλωστε κάναβα χωρίς αρχοντικό δεν γίνεται, αφού συχνά ήταν χτισμένες κάτω από το καπετανόσπιτο.
«Κάναβες λέγονταν τα οινοποιία. Ήταν υπόσκαφες στοές, θαμμένες μέσα στη Γη, σαν σπηλιές. Εάν μάλιστα το χώμα ήταν πάνω από 10 μέτρα, το μόνο που έκαναν ήταν να φτιάξουν ένα παράθυρο για εξαερισμό».
Ένα χωριό των αρχών του 20ου αιώνα κρυμμένο μέσα στη μοντέρνα Σαντορίνη
Πιστή αναπαράσταση αυθεντικής κάναβας, ο χώρος διαθέτει όλους τους χώρους που χρησιμοποιούνταν κατά την οινοποίηση: από τον ξενώνα όπου έμενε ο επιστάτης ή ο ιδιοκτήτης την ώρα της παραγωγής κρασιού (συχνά η διαδικασία γινόταν βράδυ ώστε το σταφύλι να μην οξειδωθεί, εξ ου και το κρασί «Νυχτέρι»), μέχρι το πατητήρι και το βαρελάδικο.
Όλοι οι χώροι είναι πλήρως εξοπλισμένοι με τα εργαλεία και τα αντικείμενα εκείνης της εποχής. Όλα είναι, μάλιστα, ακόμη λειτουργικά ! «Εάν υπήρχε κανονική είσοδος και έξοδος θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν ένα χωριό», λέει ο Λουκάς. Ένα χωριό μιας άλλης εποχής, δηλαδή, κρυμμένο στο κέντρο της μοντέρνας Σαντορίνης.
Το πιεστήριο χρονολογείται από το 1700, οι ζυγαριές είναι των αρχών του 20ου αιώνα, ενώ ξεχωρίζει ένα συλλεκτικό αλκοολόμετρο του 1900, καθώς και το πρώτο εμφιαλωτικό μηχάνημα που έφτασε στη Σαντορίνη… το μακρινό 1928.
Τα συλλεκτικά αντικείμενα δεν περιορίζονται μόνο στα εργαλεία, αφού και ο διάκοσμος των υπόλοιπων χώρων, όπως του αρχοντικού, ανήκει σε παλιότερους… αιώνες. «Υπάρχουν αντικείμενα ακόμη κι από το 1620», εξηγεί ο άνθρωπος που δημιούργησε το μουσείο. Πολλά από αυτά είναι κατασκευασμένα σε άλλες χώρες, όπως ένα γαλλικό ποδήλατο με δύο θέσεις του 19ου αιώνα.
Όλα φανερώνουν πλούτο που ίσως προκαλέσει απορία για την προέλευσή τους. Ο Λουκάς μάς διαβεβαιώνει ότι όλα προέρχονται από σπίτια και μαγαζιά της Σαντορίνης. «Μόνο το χωριό μου είχε 53 οινοποιία. Όλο το κρασί της Σαντορίνης πήγαινε στη Ρωσία. Τα καπετανόσπιτα είχαν βαριά έπιπλα, τα περισσότερα εκ των οποίων ρωσικής κατασκευής, καθώς έκαναν και ανταλλαγή προϊόντων».
Για την ιστορία, η σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα του νησιού κράτησε περίπου μέχρι τη δεκαετία του ’50.
Ένα μαγαζί βγαλμένο από παλιά ελληνική ταινία
Ακόμη και τα τραπέζια του καφενείου-παντοπωλείου, τα είχε φέρει ένας Σαντορινιός από την Πλάκα, πριν καταλήξουν στα χέρια του Λουκά. Ο εξοπλισμός και ο διάκοσμος του συγκεκριμένου χώρου είναι απολυτά πιστός της εποχής που αναπαριστά μέχρι και στην τελευταία του λεπτομέρεια: ο μισοσβησμένος Άσσος Παπαστράτου, το τάβλι, η ξύλινη μαρκίζα της Singer, η ρόμπα του μπακάλη, ακόμη και το ψυγείο που δούλευε… με πάγο. Ένα μαγαζί βγαλμένο από παλιά ελληνική ταινία.
Όσο για το μουσειακό αποστακτήριο που θα δει ο επισκέπτης είναι ιταλικής κατασκευής του 1885! Εκεί κατέληγαν όσα έμεναν από την οινοποίηση για να βγει η σούμα ή η τσικουδιά. «Στην Σαντορίνη υπήρχαν αποστακτήρια από το 1720», μας πληροφορεί ο Λουκάς. Ο πάτος του βέβαια είναι κομμένος από την αρμόδια κρατική Αρχή.
Στο ερώτημα πώς συνδέονται όλοι αυτοί οι χώροι μεταξύ τους, ο Λουκάς εξηγεί ότι «τα πάντα συσχετίζονται με το αλκοόλ». «Έχουμε την αποθήκη του αγρότη – χωρίς τον αγρότη πώς θα παράγουμε το σταφύλι; Έχουμε τα εργαλεία και το χώρο του καλαθοποιού – πώς θα κουβαλήσουμε τα σταφύλια χωρίς τα καλάθια; Έχουμε το καφενείο – πού θα πουληθεί και θα καταναλωθεί το προϊόν;»
Τα μπλε παράθυρα που εξηγούνται.. από το χρώμα της βάρκας
Βγαίνοντας στην εξωτερική πλατεία της «γειτονιάς» για να περάσουμε στο χώρο που γίνεται η γευσιγνωσία, εντύπωση προκαλεί ο ιδιαίτερος χρωματισμός των κτιρίων. Ο ιθύνων νους πίσω από το μουσείο, έχει και πάλι την εξήγηση: «Το νεοκλασικό αρχοντικό ήταν βαμμένο κεραμίδι ώστε να ξεχωρίζει, καθώς τα περισσότερα σπίτια ήταν λευκά γιατί τα έβαφαν με ασβέστη που ήταν οικονομικό προϊόν. Οι πόρτες και τα παράθυρα είναι βαμμένα σε διάφορα χρώματα, διότι εκείνη την εποχή ο κόσμος έβαφε με ό,τι χρώμα περίσσευε από τη βάρκα. Το γαλάζιο υπερτερεί γιατί οι περισσότερες βάρκες είναι μπλε».
Η επίσκεψη στο μουσείο ολοκληρώνεται στον χώρο της γευσιγνωσίας. Το ταξίδι όμως στον χρόνο δεν έχει τελειώσει ακόμη, καθώς εκεί ο Λουκάς έχει τοποθετήσει μεταξύ άλλων ένα τζουκ-μποξ του ’60, μια ραπτομηχανή του 1886 με το βασιλικό οικόσημο καθώς ήταν δωρισμένες από τη Βασίλισσα Όλγα σε πολυμελείς οικογένειες για να ράψουν οι κοπέλες την προίκα τους, αλλά και μια σπάνια ταχυδρομική μοτοσυκλέτα ελληνικής κατασκευής (ΜΕΒΕΑ) με γερμανική μηχανή Zundapp!
«Προσπαθώ να ξυπνήσω τη μνήμη του κόσμου»
«Προσπαθώ να ξυπνήσω τη μνήμη του κόσμου. Στόχος μου είναι να ξανακάνω παιδιά τους μεγαλύτερους, ενώ ακόμη και οι νεαρότεροι ενθουσιάζονται βλέποντας ένα μηχάνημα του ’60», απαντά ο Λουκάς στην ερώτηση τι θα αποκομίσει ο επισκέπτης του μουσείου, προσθέτοντας μάλιστα ότι «έχουν έρθει εδώ γιαγιάδες και κλαίνε».
Πριν φύγουμε από το μουσείο για να βρεθούμε στη… σύγχρονη Σαντορίνη των χιλιάδων τουριστών από κάθε μέρος του πλανήτη, μοιραία προκύπτει το ερώτημα εάν το μοντέρνο μπορεί να συνυπάρξει με το παραδοσιακό.
«Η Σαντορίνη έχει χάσει τον χαρακτήρα της με τη φοβερή τουριστική ανάπτυξη. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια αυτό δείχνει να το καταλαβαίνει ο Σαντορινιός, αλλά και ο επαγγελματίας που ζει και εργάζεται στο νησί. Ο τουρίστας έρχεται για να νιώσει την παράδοση, να φάει ένα παραδοσιακό φαγητό – ας έχει και γκουρμέ πινελιές. Τουλάχιστον από αισθητικής εικόνα βλέπουμε η Σαντορίνη να ξαναμπαίνει στα παλιά δεδομένα. Δεν θα δεις χώρους με πλακάκια, θα δεις με πατητές τσιμεντοκονίες, θα δεις χτιστά κρεβάτια και χτιστούς καναπέδες. Επανέρχεται η φιλοσοφία ότι πρέπει να διατηρήσουμε την παράδοση για να έχουμε τουρισμό».
Το μουσείο της ποτοποιίας – αποσταγματοποιίας «Κάναβα Σαντορίνη» του Λουκά Λυγνού ανοίγει ξανά για το κοινό τον Απρίλιο. Η είσοδος κοστίζει 7 ευρώ μαζί με τη γευσιγνωσία, ενώ πληροφορίες είναι διαθέσιμες στο canavasantorini.com και στη σελίδα στο Facebook.