Αλκυόνη Παπαδάκη: Και έναν άνθρωπο να βοηθήσεις, ο κόσμος αλλάζει..
Ποιο είναι το απόσταγμα σοφίας μιας γυναίκας που γνώρισε εκκωφαντική επιτυχία, με βιβλία που οι πωλήσεις τους ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο αντίτυπα; Ότι «στα μικρά και τα απλά κρύβεται τελικά η ευτυχία», μια αλήθεια που η συγγραφέας κατέκτησε διανύοντας τα χιλιόμετρα της ζωής της χωρίς να κρύβεται πίσω από τις λέξεις.
Του Πιερή Παναγή
Ρωτάω: Αν ξεκινούσε η ιστορία της ζωής σας με το «Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα μικρό κορίτσι…» τι θα μεσολαβούσε πριν το «και έζησε αυτή καλά και εμείς καλύτερα»;
Περνάει ένα τρένο. Ανάβει τσιγάρο, ανακατεύει τον καφέ που έχει μπροστά της.
Απαντά: Πολλά θα μεσολαβούσαν. Η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η τάση μου για φυγή. Πάντα ήθελα να φύγω. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου… Για να μπορέσει όμως ο αναγνώστης, να δει που βρισκόμουν, θα πρέπει να οριοθετήσουμε το χώρο. Όλα ξεκίνησαν απ’ το Κοκκίνο σπίτι, στην Κρήτη.
Ήμουν 4 χρονών. Μπορεί και πιο μικρή. Από τότε θυμάμαι δύσκολα χρόνια. Και έχω εικόνες. Πολλές εικόνες. Σκόρπιες… Θυμάμαι άντρες να μεταφέρουν τη μαμά μου στα χέρια τους. Λίγο πριν είχε κλειστεί στο δωμάτιο της και έκοψε τις φλέβες της. Αυτή ήταν μια απ’ τις πρώτες δικές της εικόνες που έχω στο μυαλό μου. Να την κουβαλάνε έξω, να κρέμονται τα χέρια της και να τρέχει αίμα…
Η μαμά μου είχε έναν αδελφό στο βουνό και εξαιτίας αυτού του παιδιού όλοι μπήκαν στη φυλακή. Τότε στον Εμφύλιο… Ήρθε ένα φορτηγό και τους πήρε όλους για να τους ασκήσει πίεση να πούνε πού κρύβεται ο θείος Δημήτρης. Του διαμήνυαν ότι βασανίζουν τη μάνα του, την αδελφή του για να τον αναγκάσουν να κατέβει απ’ το βουνό. Τη μέρα που τους συνέλαβαν είχα μείνει, θυμάμαι, στην αυλή του σπιτιού για ένα ολόκληρο βράδυ γιατί κανείς δεν ήταν ελεύθερος να με βάλει στο σπίτι…
Ο θείος Δημήτρης ήταν ηγετικό στέλεχος στο αντάρτικο. Τον είχαν επικηρύξει και τελικά τον σκοτώσανε. Του έκοψαν το κεφάλι και το γύριζαν στα χωριά κάτω στην Κρήτη προς παραδειγματισμό. Ήμουνα πιτσιρίκα, δεν έχω εικόνες απ’ αυτό αλλά η δολοφονία του πλανιόταν πάντοτε πάνω απ’ το σπίτι μας. Υπήρχε ένα πένθος στο σπίτι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Κάθε άλλο παρά παιδική και αθώα ήτανε η παιδική ηλικία…
Ζούσαμε στο κόκκινο σπίτι, όχι για λόγους ιδεολογικούς αλλά για αισθητικούς περισσότερο… Ο πατέρας μου ήταν πολύ προοδευτικός, πολύ μοντέρνος για την εποχή του και το είχε βάψει κόκκινο. Είχε βάλει γύψινα, μαργαρίτες απ’ έξω. Έτσι, στο Νιο Χωριό, ένα μικρό χωριό έξω απ’ τα Χανιά, όλοι ήξεραν το σπίτι μας ως το Κόκκινο σπίτι.
Το πρώτο συναίσθημα που ένιωσα ήταν φυγή. Ήθελα να φύγω απ’ όλο αυτό. Είχαμε έναν μεγάλο κήπο και εξαφανιζόμουν με τις ώρες… Μιλούσα με τα δέντρα, έκανα παρέα με τα ζώα και τα πουλιά… Έπρεπε κάτι να βρω να κάνω για να ξεφύγω απ’ την πραγματικότητα που ζούσα. Η καλύτερή μου φίλη ήταν μια ελιά που είχε έναν κορμό τεράστιο με μια ακόμα πιο μεγάλη κουφάλα. Κρυβόμουνα εκεί και προσευχόμουν στην Παναγιά όταν μεγαλώσω να φύγω. Να με βοηθήσει να φύγω.
Ήθελα πάντα να κάνω μια οικογένεια όπου όλοι θα γελάνε. Να καθόμαστε σε μια μεγάλη τάβλα, να τρώμε και να γελάμε. Εμείς στο σπίτι καθόμασταν στο τραπέζι και το μόνο που άκουγες ήταν τους ήχους απ’ τα μαχαιροπήρουνα. Κουβέντα δεν έλεγε κανείς. Για να κάνω κάποιον να μιλήσει έκανα ό,τι μπορείς να φανταστείς. Έβαζα φωτιά στο τραπεζομάντηλο για να γίνει κάτι, να σπάσει αυτή η σιωπή. Δεν την άντεχα αυτή τη σιωπή. Θα μου πεις και ποιο παιδί αντέχει τη σιωπή;
Το μόνο που δεν είχαμε στο σπίτι ήταν φτώχια. Ζούσαμε σε ένα χωριό αλλά ήταν ένα αστικό σπίτι. Είχαμε φαγητό στο σπίτι, είχαμε υπηρέτριες. Είδα λοιπόν τη φύση απ’ την ποιητική της πλευρά και όχι σαν βιοπορισμό. Υπήρχε πείνα τότε στην Κρήτη… Οι φιλενάδες μου στο σχολείο πηγαίνανε ξυπόλυτες γιατί δεν είχαν παπούτσια. Εγώ έκρυβα τα δικά μου σε ένα δέντρο καθοδόν για το σχολείο για να μην ξεχωρίζω απ’ αυτές.
Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος, ένας πολύ καλός δάσκαλος. Αυτός μου δίδαξε το πιο σημαντικό μάθημα στη ζωή μου, όχι όμως με την έννοια του κηρύγματος. Είχαμε ένα κορίτσι στο σπίτι για τις δουλειές. Θα ήταν 12-13 χρονών. Την είχαν για να σκουπίζει τις αυλές, να κάνει τα θελήματα. Όταν πήγαινε ο πατέρας μου να πάρει ύφασμα για να το πάμε στη μοδίστρα να μας κάνει τα ρούχα μας, έπαιρνε και εμένα και σε εκείνο το κοριτσάκι το ίδιο ύφασμα και έτσι φοράγαμε τα ίδια φορέματα. Αυτό ήταν μια έμπρακτη διδασκαλία που μου άλλαξε τη ζωή.
Μετά το δημοτικό ήθελα να μπω εσωτερική για να φύγω απ’ το σπίτι. Ήταν ένα γαλλικό σχολείο, οι Καλογριές. Και έτσι έφυγα για πρώτη φορά απ’ το σπίτι. Όταν ήταν οι διακοπές ήταν το χειρότερό μου. Τα άλλα παιδιά χαιρόντουσαν που θα έβλεπαν και πάλι τους δικούς τους, εγώ απ’ την άλλη… κατέβαζα πλερέζες.
Ήμουν κακή μαθήτρια. Δεν έγραφα έκθεση παρά μόνο αν μου άρεσε το θέμα, έπαιρνα αποβολές, έκανα ζαβολιές, πείραζα τους καθηγητές. Εμείς ως μαθητές όμως περνάγαμε καλά! Για τους δασκάλους δεν ξέρω… Όταν μας έβγαζαν βόλτα τις Κυριακές έλεγαν «βγήκαν οι γαλοπούλες…». Μαζευόντουσαν όλοι οι νεαροί και μας έπαιρναν από πίσω.
Δεν ήταν κανείς στο σπίτι κομματικά οργανωμένος. Η γιαγιά μου και ο παππούς μου ήταν άνθρωποι πολύ κοντά στο Θεό, η μαμά μου ήταν του ρομαντισμού, ένας ευαίσθητος άνθρωπος όπου άκουγε ραδιόφωνο και μάζευε λουλούδια και ο πατέρας μου ήταν ένας δημοκράτης. Όλα αυτά περάσαν και σε μένα, διαμορφώνοντάς με.
Η μαμά μου ήταν ένας πολύ συναισθηματικός τύπος που ζούσε στο δικό της κόσμο. Αργότερα, όταν επήλθε κάπως η ηρεμία στο σπίτι, τη λέγαμε Παξινού. Διηγείτο πολύ ζωντανά, πολύ παραστατικά. Είχε μια θεατρικότητα. Είχε πάντα χιούμορ και μια μυθοπλασία απίστευτη. Ήταν ένας εργαλείο γραφής, χωρίς να το θέλω. Και εγώ στα πιο δύσκολα κάνω χιούμορ.
Ο πατέρας μου επειδή πήγαινα καλά στις εκθέσεις ήθελε να σπουδάσω Φιλολογία, να ακολουθήσω το δικό του επάγγελμα. Εγώ από αντίδραση δεν ήθελα να πάω πανεπιστήμιο. Τότε δίδασκαν Καθαρεύουσα στο πανεπιστήμιο και εμένα είχαν φουσκώσει τα μυαλά μου με τη Δημοτική. Έπρεπε όμως και να φύγω. Είπα ότι θα δώσω εξετάσεις, πέρασα και ήρθα στην Αθήνα.
Το Πάντειο ήταν η μόνη σχολή που δίδασκαν δημοτική και σ’ αυτήν πήγα. Ο πατέρας μου στην Κρήτη νόμιζε ότι παρακολουθούσα μαθήματα κανονικά. Εγώ όμως σπούδαζα δημοσιογραφία, απ’ την Πάντειο δεν πέρασα ποτέ ξανά, ούτε απ’ έξω. Δούλεμα κανονικό δηλαδή. Ο πατέρας μου ήταν τρομερά υπομονετικός άνθρωπος. Όταν έβγαινε τελείως έξω απ’ τα ρούχα του το μόνο που έλεγε ήταν «Ω! Πού βαδίζομεν βρε;». Αυτό το άκουγα συχνά.
Ξεκίνησα ως μαθητευόμενη στα Νέα και παράλληλα έγραψα το «Κόκκινο Σπίτι». Εκεί γύρω στα 20. Το πήρα σε διάφορες εφημερίδες, το πήγα και στην Αυγή. Εκεί ήξεραν από ποιο σπίτι προέρχομαι, ήξεραν τον θείο μου και μου έκαναν πρόταση να δουλέψω κοντά τους. Έτρωγα φακές ούτε εγώ ξέρω για πόσο καιρό έτσι ώστε να καταφέρω να φυλάξω τα χρήματά μου και να βγάλω 500 αντίτυπα του πρώτου μου βιβλίου. Μετά το πήρε το Θεμέλιο αλλά έγινε η δικτατορία και δεν κυκλοφόρησε ποτέ παρά χρόνια μετά απ’ τις εκδόσεις Καλέντη.
Σε εκείνα τα χρόνια υπήρχαν πολλά ιδανικά… Νόμιζες πως θα κάνεις πράγματα που πραγματικά μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Πως θα αγωνιστείς για να γίνει ο κόσμος καλύτερος. Υπήρχε μια άλλη αθωότητα…. Κατάλαβα ότι αυτό δεν γίνεται… Ή μάλλον το επαναπροσδιόρισα. Και έναν άνθρωπο να βοηθήσω ο κόσμος αλλάζει. Κάνοντας κάτι καλό βοηθάς στο να αλλάξουν κάποια πράγματα. Δεν θα αλλάξω όμως τον εαυτό μου επειδή δεν αλλάζει ο κόσμος.
Στην Αυγή έκανα ελεύθερο ρεπορτάζ. Με στέλνανε σε ατυχήματα, σε σπίτια που γκρεμιζόντουσαν… Πάντα ήθελα να είμαι μαζί με τους άλλους, εκεί που συμβαίνουν τα γεγονότα. Γι’ αυτό βρήκα τον εαυτό μου εκεί μέσα. Βέβαια, δεν ήταν ο ιδανικός χώρος που είχα πλάσει στο μυαλό μου… Διπλά σε μένα καθόταν ο Γιάννης Θεοδωράκης, ο αδελφός του Μίκη και του έλεγα κάθε τόσο «Γιάννη εγώ θα φύγω». Μου απαντούσε λοιπόν «άμα σου έρχεται αυτό στο μυαλό θα λες πάντα την άλλη φορά». Αυτό το κράτησα στη ζωή μου, ήταν καλή συμβουλή.
Είχα τόσα πολλά βιώματα που είναι αδύνατο να μην μπαίνουν στα βιβλία μου. Πάντα έκανα ανατροπές και τις πλήρωνα. Και ακόμα τις πληρώνω. Περνάω απ’ το ταμείο, πληρώνω και δεν ρίχνω σε κανέναν ευθύνη. Ό,τι ήθελα το έκανα στη ζωή μου ανεξαρτήτως κόστος.
Θυμάμαι ένα ρεπορτάζ που μου άλλαξε τη ζωή μου. Ήταν ένα ρεπορτάζ στα βρεφοκομεία. Ήμουν 20 κάτι χρονών κοριτσάκι και πήγα σε αυτά τα μωρά που με κοίταζαν με εκείνα τα μικρά ματάκια, μου τραβάγανε το φουστάνι και να μου φωνάζαν μαμά… Αποφάσισα λοιπόν εκείνη τη μέρα πως εγώ δεν θέλω να γεννήσω ένα παιδί και πως θα έπρεπε να μεγαλώσω ένα παιδί του κόσμου, ένα παιδί που να έχει γεννηθεί.
Τον όρκο μου τον κράτησα. Δεν ήταν εύκολο… Ούτε λέω πως αυτό είναι σωστό και το άλλο λάθος. Έτσι αντιλαμβανόμουν τα πράγματα και αυτό έκανα. Αποφάσισα να υιοθετήσω στα 35 μου. Κανείς δεν πίστευε ότι θα προχωρούσα… Βρήκα το πιο κακοπαθημένο μωρό που υπήρχε στο θάλαμο. Ήταν λίγων μηνών και πείναγε συνέχεια. Επειδή όμως οι κανονισμοί του ιδρύματος ήταν να μην τρώνε τα παιδιά το βράδυ του δίνανε ένα χάπι σαν υπνωτικό, σαν κατασταλτικό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κάνουν σακούλες τα μάτια του, να έχει μια ταλαιπωρία γενικά… Δεν το έλεγες και το πιο όμορφο μωρό λοιπόν.
Όταν πήγα κοντά του, άνοιξε δυο πελώρια μάτια και με κοίταξε. Το διάλεξα αμέσως. Μου έλεγαν όμως ότι δεν ήξεραν ποιοι ήταν οι γονείς, από πού προέρχεται, ήταν και λίγο μελαχρινό και θα μπορούσε να ήταν τσιγγανάκι. Καρπούζι ήταν και θα έπρεπε να ξέρουν από πού είναι το παιδί;
Έμαθε την ιστορία του πολύ αργότερα. Είχε μια ανασφάλεια και δεν ήθελα να του την ενισχύσω γι’ αυτό δεν του μίλησα νωρίς για την υιοθεσία του. Κατά βάθος, νομίζω, το ήξερε. Το ότι το έμαθε και από μένα δεν άλλαξε τη σχέση μας. Σήμερα έχουμε μια κλασική σχέση μαμάς-γιου που τσακώνονται συνέχεια και αγαπιούνται πολύ.
Ο έρωτας έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Δεν έχω απωθημένα, έζησα όπως ήθελα να ζήσω. Ήμουν ένα κορίτσι της ανατροπής γι’ αυτό δεν έχω απωθημένα.
Ο πατέρας μου αγόρασε ένα σπίτι στου Ζωγράφου και ο άντρας μου ήταν ο βοηθός του μαραγκού που θα έκανε τα ντουλάπια. Ήταν και ομορφόπαιδο… Με έστειλε ο πατέρας μου να δω τα σχέδια και άρχισε το φλερτ… Η οικογένεια μου είχε αντιρρήσεις αλλά αυτό το έκανε ακόμα πιο γοητευτικό… Παντρευτήκαμε σε ένα ξωκλήσι μόνοι μας. Οι γονείς μου είχαν πάει διακοπές και λάβαν ένα τηλεγράφημα όπου τους ανακοίνωνα το γάμο μας!
Πάντα βρίσκω να κάνω πράγματα που μου δίνουν χαρά. Στα μικρά και τα απλά κρύβεται, τελικά, η ευτυχία. Στα λουλούδια που θα βάλεις στο βάζο, σε έναν καφέ με έναν φίλο, σε μια μεγάλη βόλτα που θα κάνεις. Απλά πράγματα που σε κρατάνε. Γι’ αυτό ποτέ δεν ένιωσα πλήξη, βαρεμάρα.
Πρέπει να έχεις τα μάτια της ψυχής σου ανοικτά. Αυτό λέω στα βιβλία μου. Δεν είναι εύκολο. Τίποτα δεν είναι εύκολο. Έδωσα κουτουλιές πολλές για να το καταφέρω αυτό. Λέω πάντα στους νέους πως πρέπει οι πόρτες της ψυχής μας να είναι ανοικτές. Να μπορούν να μπούνε οι άλλοι. Σημαντικό όμως είναι να μην είναι αφύλακτες γιατί μπορούν να μπουν κάποιοι με άρβυλα…. Εγώ δεν το έκανα αυτό, δεν φυλάχτηκα αλλά δεν χρειάζεται να το κάνουν και οι άλλοι.
Ένιωσα προδομένη. Υπήρχε μια εποχή που δεν ήμουν καλά, δεν είχα χρήματα και είδα πόσο λίγοι στάθηκαν εκεί. Και ακόμα μαθαίνω πράγματα… Ζω και μαθαίνω, δεν είμαι ούτε καμιά αναίσθητη ούτε καμιά πεθαμένη. Η προδοσία πάντα πονάει. Είτε το παθαίνεις στα 15 σου, είτε στα 45 σου, είτε στα 75 σου. Όσα και να ζήσεις, όσες εμπειρίες και να περάσεις πάντα θα σε ενοχλούν πράγματα, πάντα θα σε πειράζουν.
Τι με παρακινούσε; Ήτανε μια τόλμη, μια επαναστατικότητα. Θες μια αντίδραση, μια περιέργεια; Νομίζω ήταν όλα αυτά μαζί… Δεν θα πω ότι δεν φοβόμουν. Φοβόμουν αλλά κι αυτό βίωμα δεν είναι; Ακόμα όμως και αν το φοβόμουν, εγώ πάντα σε αυτό πήγαινα για να τον ξορκίσω, να τον διώξω.
Δεν κυνήγησα ποτέ τίποτα. Ό,τι έχει γίνει, έχει γίνει από μόνο του, απ’ την αγάπη των ανθρώπων την οποία εισπράττω σε τόσο μεγάλο βαθμό που με κάνουν να αισθάνομαι λίγη.
Τα βιβλία δεν μπορούν να δώσουν λύσεις. Τις λύσεις θα στις δώσει ο εαυτός σου. Μπορούν όμως να σου φωτίσουν περισσότερο μια γωνιά και να πας προς αυτό. Το έχεις μέσα σου αλλά δεν το ξέρεις. Μπορούν να σου ανασύρουν πράγματα που τα κρύβονται κάπου μέσα στη ψυχή και το μυαλό σου…
Τίποτε δεν μου στέρησε η λογοτεχνία. Και δεν μου στέρησε γιατί δεν την άφησα εγώ να το κάνει. Δεν είμαι απ’ αυτούς που σηκώνονται το πρωί και σκέφτομαι τι θα γράψω και πώς θα είναι το επόμενο βιβλίο. Θα γράψω όταν μαζέψω πολλά πράγματα και θέλω να τα μοιραστώ. Επομένως δεν μου στέρησε κάτι. Αντιθέτως μου χάρισε την αγάπη των ανθρώπων, μου χάρισε ταξίδια, ωραίες εμπειρίες και τον άρτον ημών τον επιούσιον.
Η μητρότητα δεν άλλαξε τον τρόπο που γράφω. Ο γιος μου είναι πολύ κοινωνικός και έχει πολλές παρέες. Έρχονται λοιπόν στο σπίτι και είναι μια επαφή αυτό με τη νέα γενιά. Ξέρω πώς σκέφτονται, τι τους αρέσει. Εξαιτίας του είμαι πολύ κοντά σε αυτή την ηλικία.
Έχω τη μικρή Αλκυόνη, την κόρη του γιου μου, πολλές ώρες μες τη μέρα. Η γιαγιά της είναι αυτή που παίζει μαζί της και τις κούκλες της, που της λέει παραμύθια… Όταν δεν είναι εκεί η μικρή, ασχολούμαι με το σπίτι. Μου αρέσει να μαγειρεύω. Μαγειρεύω και καλά μάλιστα. Σήμερα έφτιαξα μακαρόνια με γαρίδες ενώ η σπεσιαλιτέ μου είναι τα σαλιγκάρια, που είναι κρητικό φαγητό. Τα φτιάχνω με κρεμμυδάκια, στο τηγάνι. Τσιγαρίζω για λίγο το κρεμμύδι, να πάρει ένα ωραίο χρώμα, σαν της καραμέλας, ρίχνω μέσα τα σαλιγκάρια με ένα φύλλο δάφνης, λίγο μπούκοβο, λίγο κρασί και νερό και γίνονται λουκούμι!
Μου αρέσει να ασχολούμαι με το σπίτι, να το στολίζω. Πώς το λέτε εσείς οι νεολαίοι; Τη βρίσκω να κάνω δουλειές. Μου αρέσει να ασχολούμαι με τα απλά πράγματα που δεν απαιτούνε να δώσεις όλη σου τη ψυχή όπως το γράψιμο. Στο γράψιμο τα δίνεις όλα.
Όταν πάω να γράψω, έχω έτοιμα τα πάντα στο μυαλό μου. Εάν δεν ξέρω την τελευταία σελίδα, δεν μπορώ να ξεκινήσω. Αφού ξέρω τους ήρωές μου, έχω τις εικόνες τους στο μυαλό μου πρέπει αυτό να το μεταφέρω στο χαρτί. Να σπαρταράνε οι λέξεις. Αυτό είναι πολύ δύσκολο, είναι ψυχοφθόρο.
Πάντα γράφω 2-3 ώρες την ημέρα, παραπάνω δεν μπορώ… Όταν τελειώσω ένα βιβλίο νιώθω υπέρτατη χαρά. Πάντα γράφω και ένα τεράστιο τέλος με πολύχρωμους μαρκαδόρους για να το ευχαριστηθώ.
Δεν μπορώ να γράψω σε κομπιούτερ η γραφομηχανή. Γράφω χειρόγραφα σε κόλλες αναφοράς. Θέλω να βλέπω το έψιλον να γέρνει λίγο να δω το γιώτα να μαλώνει με το δίπλα γράμμα, θέλω να μουτζουρώνω, να το ζω πολύ. Όταν είναι έτοιμο το βιβλίο, ύστερα από 3 και 4 φορές γραφής έτσι ώστε να ζωντανέψει αυτό που έχω στο μυαλό, τότε το δίνω να το περάσουν στον υπολογιστή και να πάει στον εκδότη.
Ρωτάω: Και πότε θα λέγατε το «και έζησε αυτή καλά και εμείς καλύτερα»; Πότε θα έμπαινε το τέλος;
Ανάβει άλλο ένα τσιγάρο, πίνει την τελευταία γουλιά απ’ τον καφέ που έχει μπροστά της.
Απαντά:
Δεν συμβιβάζεται κανείς με την ιδέα του θανάτου. Είμαι ευάλωτη και τον φοβάμαι. Φοβάμαι την αρρώστια πιο πολύ, μην χάσω το μυαλό μου… Θα μου πεις όλους τους ανθρώπους δεν τους φοβίζει αυτό; Δεν τους φοβίζει το τέλος; Σκέφτομαι καμιά φορά πως θα ήθελα, να ήξερα πότε θα είναι το τέλος και να πάρω μια βαλίτσα να πάω σε ένα σταθμό τρένου και μόλις ανοίξει η πόρτα να μπω, χωρίς να ξέρω πού πάει…