Αριστούργημα αρχιτεκτονικής: Ένα από τα ψηλότερα μπαρόκ καμπαναριά στον κόσμο βρίσκεται στη Σύμη
Χρειάστηκαν 6 ολόκληρα χρόνια (από το 1905 έως το 1911) για να ολοκληρωθεί η ανέγερση αυτού του καμπαναριού που αποτελεί ένα αριστούργημα αρχιτεκτονικής και βρίσκεται στην Ελλάδα. Αν βρεθείς στη Σύμη, είναι αδιαμφισβήτητα από μόνο του ένα αξιοθέατο που αξίζει να δεις και να θαυμάσεις από κοντά.
Δεν είναι τυχαίο ότι ξεχωρίζει και ότι αποτελεί ένα από τα υψηλότερα καμπαναριά μπαρόκ στυλ σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο λόγος για το καμπαναριό του Πανορμίτη στη Σύμη. Ένα άκρως επιβλητικό και εντυπωσιακό καμπαναριό που όμοιό του δε θα δεις πουθενά αλλού στην Ελλάδα.
Η κατασκευή του καμπαναριού ολοκλήρωσε αυτό τον πίνακα ζωγραφικής, δηλαδή τη μονή του Πανορμίτη στη Σύμη. Είναι το στοιχείο που κάνει τόσο εντυπωσιακή την κεντρική πύλη της εκκλησίας και που μαγνητίζει τα βλέμματα από το πρώτο λεπτό που θα βρεθεί εκεί ο επισκέπτης.
Ο ρυθμός με τον οποίο είναι κατασκευασμένο το καμπαναριό, σύμφωνα με τους ειδικούς στο είδος, είναι ανάμεικτος, δηλαδή Μπαρόκ και Αναγεννήσεως. Πιο συγκεκριμένα, αυτό συνδυάζει μεγάλο όγκο που φτάνει σε ύψος σχεδόν τα 20 μέτρα, αετώματα αλλά και τόξα.
Τη σύνθεση ολοκληρώνει ο πλούσιος κεραμικός διάκοσμος με όλες τις περίτεχνες λεπτομέρειες.
Αρκετοί μελετητές θεωρούν μάλιστα ότι το συγκεκριμένο καμπαναριό αποτελεί αντιγραφή εκείνου της Λαύρας Ζαγκόρσκ, το οποίο βρίσκεται λίγο έξω από τη Μόσχα. Ωστόσο άλλοι θεωρούν ότι αποτελεί αντιγραφή του καμπαναριού της Αγίας Φωτεινής στη Σμύρνη. Συγκριτικά ωστόσο μοιάζει περισσότερο με αυτό της Λαύρας Ζαγκόρσκ.
Η περίφημη μονή του Πανορμίτη και οι αναφορές για θαύματα
Ο Πανορμίτης έχει αποκτήσει παγκόσμια φήμη και τιμάται με μεγάλη λαμπρότητα κάθε χρόνο.
Η μονή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ η οποία βρίσκεται στον κόλπο του Πανόρμου της Σύμης έχει καταστεί εδώ και πολλά χρόνια πανελλήνιο προσκύνημα.
Η αγάπη του δωδεκανησιακού λαού μαρτυρείται και από το λαϊκό δίστιχο:
Επήα και στην Κρεμαστή, επήα και στην Πάτμο
Καλό μ’ Παερμιωτάκι μου, και πώς να σε ξεχάσω;
Για την ιστορία του καμπαναριού του Πανορμίτη διαβάζουμε στο panormitisymis.gr:
Κατά τήν περίοδο τῆς μεγαλειώδους αὐτῆς κατασκευῆς, Ἡγούμενος τῆς Μονῆς ἦταν ὁ ἀκάματος Ἀρχιμανδρίτης Ἰγνάτιος Ἀγγελινίδης πού καταγόταν ἀπό τήν Ἀστυπάλαια. Τήν ἀρχιτεκτονική μελέτη ἐκπόνησε ὁ Συμαῖος Γεώργιος Χατζησταυρίδης ἤ Χατζησταυριός καί στίς οἰκοδομικές ἐργασίες δούλεψαν φιλότιμα οἱ πολυπληθεῖς ἐκεῖνα τά χρόνια, ἐργάτες τῆς Μονῆς. Τό βασικό δομικό ὑλικό ἦταν ἡ ντόπια πέτρα τοῦ νησιοῦ, πού ἀνήκει στά ἀσβεστολιθικά πετρώματα καί μεταφέρθηκε ἀπό κοντινό στήν Μονή ἀκρωτήριο. Γιά τήν ὑπέρβαση τῶν φοβερῶν δυσκολιῶν τῆς μεταφορᾶς της, διασώζεται καί σχετική διήγηση πού καταγράφεται στά θαύματα τοῦ Ἀρχαγγέλου.
Ὁ ρυθμός τοῦ καμπαναριοῦ σύμφωνα μέ τούς εἰδικούς εἶναι ἀνάμεικτος, Μπαρόκ καί Ἀναγεννήσεως. Εἰδικότερα τό μνημεῖο συνδυάζει ὄγκο πού ἐκτινάζεται σέ μεγάλο ὕψος (περίπου 20 μ.), τόξα, ἀετώματα ἀλλά καί πλούσιο κεραμικό διάκοσμο, πού προβάλει καί τονίζει τήν ὁποιαδήποτε λεπτομέρεια. Τήν διακόσμηση συνθέτουν ἐκατοντάδες ἀκροκέραμα, πολυάριθμοι ρόδακες, ταινίες, προσωπίδες, μαίανδροι, ἀετοί κ. ἄ. Τά δέ ἐπιχρίσματα καί τήν κεραμική διακόσμηση, ἐπιμελήθηκε ὁ Μοναχός Ματθαῖος (Καραμολέγκος) πού καταγόταν ἀπό τήν Σαντορίνη. Ἐπάνω ἀκριβῶς ἀπό τήν Πύλη τῆς Μονῆς, ἐντοιχισμένο στήν πρόσοψη τοῦ Κωδωνοστασίου, βρίσκεται ἕνα μεγάλο ἀνάγλυφο λιοντάρι κατάλοιπο ἀπό τήν ἐποχή τῆς Βενετοκρατίας. Γιά τό σκοπό τῆς ἀνεγέρσεως διέθεσαν μεγάλα χρηματικά ποσά ὁ Ὑδραῖος πλοιοκτήτης Πάνος Τρέκας, ὁ Σπετσιώτης Ἀθανάσιος Μαρουλάκης καθώς καί ἄλλοι ἀνώνυμοι δωρητές.
Πολλοί μελετητές θεωροῦν πώς τό καμπαναριό τοῦ Πανορμίτη, ἀποτελεῖ ἀντιγραφή ἐκείνου τῆς Λαύρας Ζαγκόρσκ, πού βρίσκεται λίγο ἔξω ἀπό τή Μόσχα. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι ἀντιγράφει τό καμπαναριό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς στή Σμύρνη. Συγκριτικά ὅμως φαίνεται ὅτι μοιάζει πολύ μέ αὐτό τῆς Λαύρας Ζαγκόρσκ.
Τό κωδωνοστάσιο σήμερα ἀριθμεῖ συνολικά πέντε καμπάνες, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ τρεῖς παλαιότερες προέρχονται ἀπό τήν Ρωσία. Ἡ μεγαλύτερη καί πλέον βαρύτονη ἐξ αὐτῶν, ζυγίζει χίλια διακόσια κιλά καί εἶναι ἀφιέρωμα τοῦ Ὑδραίου Πάνου Τρέκα. Ἡ τέταρτη εἶναι κατασκευασμένη στό ἐργοστάσιο «Ἀν. Ἀναστασιάδη» στή Σύμη. Ἡ πέμπτη ζυγίζει πεντακόσια κιλά, εἶναι ἀφιέρωμα τοῦ Ἡγουμένου Γαβριήλ καί ἔχει κατασκευασθεῖ τό 1992 στόν Πειραιά στό ἐργοστάσιο τῶν «Ἀ/φῶν Τσιτούρα».
Ὁ ἀρχιτέκτονας Δημ. Βασιλειάδης κατά τήν δεκαετία τοῦ 1970 μελετῶντας τό ἀρχιτεκτονικό ὕφος τοῦ Ἑλληνικοῦ χώρου, ἐπισκέφθηκε τήν Μονή καί ἀναφερόμενος στό καμπαναριό της γράφει μέ γλαφυρότητα: «Τό καμπαναριό πανύψηλο τινάζεται στήν εἴσοδο τοῦ Μοναστηριοῦ. Μπαρόκ καί ἀναγέννηση ἰσοζυγιάζονται ἀπάνω του˙ ὀξύτατη dominente τοῦ Μοναστηριοῦ, τοῦ τοπίου, τοῦ κόρφου, κέντρο καί ἐπίκεντρο μιᾶς εἰρήνης ἀπό θάλασσα καί πεῦκο καί μιᾶς ἰαχῆς ἀπό ἄνεμο».
Η μονή στέκει εκεί δίπλα στη θάλασσα τουλάχιστον από τον 15ο αιώνα και είναι γνωστή για την περίφημη θαυματουργή εικόνα της. Η επιγραφή επάνω στην ασημένια ποδιά αναφέρει ότι φιλοτεχνήθηκε το 1724 από τον τεχνίτη Ιωάννη τον Πελοποννήσιο.
Αποτελεί ένα από τα πλέον διάσημα θρησκευτικά αξιοθέατα όχι μόνο στα Δωδεκάνησα αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Μια εκκλησία που θα σου προκαλέσει δέος και κατάνυξη από τα πρώτα σου λεπτά εκεί.