Αυτός ο δάσκαλος όταν είδε πόσα παιδιά μπαίνουν στην τάξη του πεινασμένα έκανε το πιο όμορφο πράγμα
Μεγαλώνοντας σε μια φτωχογειτονιά του Αλμπουκέρκη, στο Νέο Μεξικό, ο Μάρβιν Κάλαχαν γνώρισε από πρώτο χέρι τι σημαίνει να μεγαλώνεις χωρίς να υπάρχουν στο σπίτι ούτε τα στοιχειώδη. Ο πατέρας του έφευγε κάθε πρωί για την δουλειά και γυρνούσε το βράδυ ενώ η μητέρα του έμενε στο σπίτι για να φροντίσει τα παιδιά. Η οικογένεια μόλις και μετά βίας μπορούσε να αγοράσει τα απαραίτητα με τον πενιχρό μισθό του πατέρα.
Ο Κάλαχαν πήγε σε καθολικό σχολείο για το οποίο έπρεπε να πληρώνει δίδακτρα κάθε μήνα. Η οικογένεια του όμως αδυνατούσε να πληρώσει όλο το χρηματικό ποσό.
“Το θυμάμαι αυτό ευδιάκριτα … Τα δίδακτρα ήταν 29 δολάρια το μήνα και η μαμά μου τους έστελνε μέσα σε ένα φάκελο 1 δολάριο, 2, 3, 5, όσα μπορούσε να βρει” είπε ο Κάλαχαν στη Huffington Post.
Παρά τις τρομερές οικονομικές δυσκολίες όμως, φαγητό υπήρχε πάντα στο τραπέζι, και ας ήταν το ίδιο με τις προηγούμενες μέρες. Άλλωστε πολλές οικογένειες που ζούσαν στην ίδια γειτονιά δεν είχαν καν αυτή την πολυτέλεια.
Ο Κάλαχαν, παρά τις τρομερές αντιξοότητες, τελικά τα κατάφερε στην ζωή του και έγινε δάσκαλος. Σήμερα κλείνει 21 χρόνια διδασκαλίας στα δημοτικά σχολεία του Αλμπουκέρκη, στα οποία έχει δει πολλά παιδιά να μπαίνουν στην τάξη του πεινασμένα.
Όταν ξεκίνησε να διδάσκει για πρώτη φορά δεν είχε ιδέα ότι υπάρχουν τόσα πολλά παιδιά στην περιοχή του που υποφέρουν. Τόσοι άστεγοι αλλά και τόσοι άνεργοι που αδυνατούν να προσφέρουν στα παιδιά τους τουλάχιστον ένα πιάτο φαγητό.
“Όταν τα παιδιά που μπαίνουν την τάξη μου είναι πεινασμένα το βλέπεις στα πρόσωπα τους” λέει ο Κάλαχαν.
“Τα κοιτάζω στα μάτια και αυτό που βλέπω είναι θλίψη, ανησυχία και μια δυσβάσταχτη ταλαιπωρία. Τα παιδιά γενικά είναι ανεξάντλητα, όχι όμως εκείνα που δεν τρέφονται σωστά και δεν ξεκουράζονται όσο πρέπει”
Ο Κάλαχαν όμως δεν έμεινε μόνο στην διαπίστωση του προβλήματος. Κάθε μέρα προσπαθεί να προσφέρει ότι μπορεί στους μικρούς μαθητές του, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του σχολικού ωραρίου.
Κάθε πρωί, μπαίνει στην τάξη και αρχίζει την ημέρα του ζητώντας από τους μαθητές του να του πουν αν έχουν φάει πρωινό. Όσα παιδιά δεν έχουν, τα στέλνει στο κυλικείο να αγοράσουν κάτι, το οποίο στη συνέχεια θα πληρώσει ο ίδιος, ή τους δίνει κάτι από την ντουλάπα του.
Μερικές φορές, το μεσημεριανό, το οποίο παρέχεται από το σχολείο, είναι το τελευταίο γεύμα της ημέρας για τα παιδιά αυτά. Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο αυτό, είναι και το τι τρώνε αυτά τα παιδιά τα σαββατοκύριακα.
Πριν από δύο χρόνια ο Κάλαχαν, γνωρίζοντας το πρόβλημα, είχε μια πολύ όμορφη ιδέα. Αγόρασε αρκετά σακίδια και κάθε Παρασκευή τα γέμιζε με τρόφιμα. Δύο πρωινά, δύο γεύματα και δύο δείπνα. Όταν χτυπούσε το τελευταίο κουδούνι και τα παιδιά ετοιμάζονταν να φύγουν για τα σπίτια τους, τους τα έδινε για να έχουν να φάνε μέχρι τη Δευτέρα το πρωί.
“Είναι δύσκολο για μένα να πάω σπίτι μου τα Σαββατοκύριακα, όταν ακούω τα παιδιά να λένε ότι δεν θέλουν να πάνε σπίτια τους γιατί εκεί δεν έχουν τίποτα” λέει ο Κάλαχαν. “Αποφάσισα λοιπόν ότι πρέπει να κάνω κάτι. Βρέθηκα με κάποιους ανθρώπους, συζητήσαμε και πήρα ιδέες για να υλοποιήσω την ιδέα με το σακίδιο”
Το πρόγραμμα με τα σακίδια, το οποίο ο Κάλαχαν τρέχει με τη βοήθεια της σχολικού συμβούλου Κάρεν Μεντίνα αλλά και με άλλα ευαισθητοποιημένα μέλη της κοινότητας, σήμερα στέλνει κάθε Σαββατοκύριακο 37 παιδιά στο σπίτι με σακίδια γεμάτα τρόφιμα.
Συνταξιούχοι καθηγητές έρχονται κάθε Πέμπτη για να γεμίσουν τα σακίδια με είδη διατροφής όπως γάλα, πλιγούρι βρώμης, μακαρόνια και τυρί, ζαμπόν και φέτες γαλοπούλας, πράγματα δηλαδή που τα παιδιά μπορούν εύκολα να πάρουν μαζί τους. Την Παρασκευή το απόγευμα, οι εθελοντές μοιράζουν τα σακίδια στα παιδιά που έχουν εγγραφεί στο πρόγραμμα.
«Είναι μια κίνηση” λέει ο Κάλαχαν. “Ένα από τα πράγματα που είπαμε όταν ξεκινήσαμε ήταν ότι δεν ξέρουμε αν θα τα καταφέρουμε, αλλά θα κάνουμε ότι χρειαστεί για να το πετύχουμε”
Για τον Κάλαχαν η μεγαλύτερη επιβράβευση είναι να βλέπει τους μαθητές του να μεγαλώνουν, να μαθαίνουν και να αναπτύσσονται.
“Αυτά τα παιδιά είναι και αυτά ανθρώπινα όντα. Μακάρι να μπορούσα να τα πάρω όλα στο σπίτι μου, αλλά δεν μπορώ. Ελπίζω μόνο ότι όπως εγώ όταν φτάνω σπίτι μου, ανοίγω το ψυγείο μου και βρίσκω μέσα φαγητό, έτσι και τα παιδιά μου όταν ανοίγουν τα δικά τους ψυγεία να βρίσκουν το ίδιο πράγμα” .