Αυτό το ποίημα 120 ετών του Σουρή για την Ελλάδα είναι πιο επίκαιρο από ποτέ
Κι όμως. Το ποίημα αυτό γράφτηκε πριν από εκατό και πλέον χρόνια. Συνθέτης του ο Γεώργιος Σουρής (1853-1919) με καταγωγή από την Ερμούπολη της Σύρου. Πρόκειται αναμφίβολα για έναν από τους σπουδαιότερους σατιρικούς ποιητές της σύγχρονης Ελλάδας, ο οποίος χαρακτηριζόμενος από πολλούς ως «σύγχρονος Αριστοφάνης», προτάθηκε 5 φορές για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.
Ο Σουρής υπήρξε ένα σπάνιο φαινόμενο για την εποχή του κι’ αυτό γιατί είναι ένας από τους ελάχιστους ποιητές που έτυχε μεγάλης αναγνωρίσεως και εκτιμήσεως όχι μόνο του κόσμου όσο και των λογίων και των κριτικών.
Το ποίημα το έγραψε σατιρίζοντας την περίοδο της πρώτης χρεοκοπίας της Ελλάδας, με τότε πρωθυπουργό το Χαρίλαο Τρικούπη.
Από τότε 120 χρόνια μετά, η πολιτική σκηνή της Ελλάδας έχει δει πολλές αλλαγές, δεκάδες διαφορετικούς πρωθυπουργούς και βουλευτές. Η ίδια η Ελλάδα έχει αλλάξει πλήρως φυσιογνωμία και μέγεθος, αλλά το ποίημα του Γιώργου Σουρή είναι τόσο δραματικά επίκαιρο.
Ο Γιώργος Σουρής σατιρίζει με καυστικό τρόπο την Ελλάδα του «δε βαριέσαι» και «ωχ αδερφέ» που έχει καταφέρει «να ξοδεύει εκατό και πενήντα να μαζεύει» και όλα αυτά για «να τρέφει όλους τους αργούς».
Το ποίημα λέγεται “Δυστυχία σου Ελλάς”. Διαβάστε το και ακούστε το στη συνέχεια μελοποιημένο από τους Μ. Πασχαλίδη, Γ. Κούτρα, Γ. Ζουγανέλη και Λ. Μαχαιρίτσα:
“Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει
στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;”