«Βιώσιμο χρέος»: Ο Γ. Μπαμπινιώτης διορθώνει όλα τα καθημερινά γλωσσικά λάθη που κάνουμε όλοι μας
Σύμφωνα με άρθρο του Γεώργιου Μπαμπινιώτη στο Βήμα, υπολογίζεται ότι ένας μορφωμένος ομιλητής μιας γλώσσας γνωρίζει περί τις 20.000 λεξικές οικογένειες τής μητρικής του γλώσσας.
Αυτό σημαίνει ότι ο ομιλητής μιας γλώσσας όπως είναι η Ελληνική που κάθε λεξική της οικογένεια– από τη φύση, την παράδοση και την καλλιέργεια τής γλώσσας αυτής –έχει ένα πλήθος παραγώγων και συνθέτων λέξεων, δηλ. ο μέσος μορφωμένος Έλληνας γνωρίζει (χρησιμοποιεί και καταλαβαίνει) τριπλάσιο τουλάχιστον αριθμό λέξεων. Ό,τι συνήθως αποκαλούμε «πλούτο» τής ελληνικής γλώσσας, δεν έχει μόνο να κάνει με την καλλιέργεια που ευτύχησε να έχει η Ελληνική λόγω τής μακραίωνης, αδιάκοπης και ποιοτικής για μεγάλα διαστήματα χρήσης της, αλλά και με την ίδια τη δομή της, με τους υψηλούς βαθμούς παραγωγής και σύνθεσης λέξεων που αυξάνουν τη συνοχή, τη διαφάνεια και τη δηλωτική της ικανότητα και αποτελούν κύρια πλευρά τής δύναμής της.
Ο ίδιος ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης στον ιστόχωρό του προσπαθεί να διορθώσει τα πιο κοινά λάθη που κάνουμε όλοι μας στον καθημερινό μας λόγο. Εμείς τα συγκεντρώσαμε και σας τα παρουσιάζουμε:
Όχι και «βιώσιμο χρέος» !
«Βιώσιμος» = «αυτός που έχει τη δυνατότητα ή μεγάλες πιθανότητες να επιζήσει, να επιβιώσει»
Παλεύουμε ως χώρα και δοκιμαζόμαστε και εκλιπαρούμε τους δανειστές να δείξουν κατανόηση ώστε να γίνει το χρέος μας βιώσιμο; Μα βιώσιμος σημαίνει (ο ορισμός που δίνω στο λεξικό μου) «αυτός που έχει τη δυνατότητα ή μεγάλες πιθανότητες να επιζήσει, να επιβιώσει». Με αυτή την έννοια ζητάμε λ.χ. «να βρεθεί μια δίκαιη και βιώσιμη λύση για το Kυπριακό». Μ’ αυτό το πνεύμα μιλάμε και για «βιώσιμες επιχειρήσεις» ή για «βιώσιμη κυβέρνηση». Αυτό, λοιπόν, ζητούμε γλωσσικά και για το χρέος μας; Να επιβιώσει (μη τυχόν και μάς λείψει) και να μακροημερεύσει (βοήθειά μας…); Προφανώς, εννοιολογικά, σημασιολογικά και πραγματολογικά μιλάμε για άλλο αίτημα : να γίνει το χρέος μας διαχειρίσιμο, να μπορούμε να το διαχειριστούμε σύμφωνα με τις δυνατότητες που έχουμε και, κυρίως, να μειωθεί και να πάψει να είναι εθνικός βραχνάς. Δεν θέλουμε επ’ ουδενί να είναι βιώσιμο· θέλουμε να είναι εξυπηρετήσιμο, να μπορούμε να ανταποκριθούμε κατά το δυνατόν στις υποχρεώσεις που επιβάλλει και, τελικά, προσδοκούμε και επιδιώκουμε με τις απαραίτητες ρυθμίσεις να γίνει αντιμετωπίσιμο.
Όχι και «ένοικος τάφου» !
Επειδή λέγεται, γράφεται και ακούγεται κατά κόρον ο χαρακτηρισμός «ένοικος τού τάφου» στην Αμφίπολη και πιθανολογείται σωρεία «ενοίκων» τού έξοχου ταφικού αυτού μνημείου, ας σημειώσουμε –για να μη εντείνουμε το θρίλερ και από γλωσσικής πλευράς– ότι προκειμένου για τάφους δεν μιλούμε για «ένοικο τού τάφου»! Πάσης μορφής τάφος δεν «ενοικείται» από κάποιον. Ενοίκους έχει –ευτυχώς– μόνο ένα δωμάτιο, ένα σπίτι, μια πολυκατοικία, ένα ξενοδοχείο κ.λπ., δηλ. ζωντανούς που διαμένουν και ζουν μέσα. Με τους τάφους είναι, δυστυχώς, διαφορετικά τα πράγματα. Ο τάφος έχει νεκρό ή νεκρούς, έστω και μεγαλόσχημους («πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα…»), αλλά όχι ενοίκους. Ένας τάφος επίσης μπορεί να ανήκει σε κάποιον, όχι ως μακάβρια ιδιοκτησία, αλλά ως αναφορά στο όνομα τού ταφέντος, ως αναφορά σε κάποιον νεκρό, θαμμένο εκεί.
Επειδή (κατά τη γνωστή ρήση), όλοι θέλουμε να πάμε στον παράδεισο, αλλά κανείς δεν βιάζεται, ας αποφεύγουμε την αναφορά σε «ενοίκους τάφου», έστω και τής Αμφιπόλεως… Θεός φυλάξοι!
«Το ασήμι διαπραγματεύεται» «Σε υψηλό πενταμήνου»
Το ρήμα διαπραγματεύομαι είναι αποθετικό, δεν έχει δηλ. τύπο ενεργητικής φωνής (δεν υπάρχει *διαπραγματεύω !), παρά το ότι έχει σημασία και σύνταξη ενεργητικού ρήματος. Είναι «ενεργητικής διαθέσεως», όπως είναι και πολλά άλλα (αποθετικά) ρήματα τής Ελληνικής: δέχομαι, διαχειρίζομαι, εμπιστεύομαι κ.τ.ό. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν τα ίδια αυτά ρήματα στον ίδιο τύπο να χρησιμοποιηθούν και με «παθητική διάθεση». Συγκεκριμένα στο παράδειγμα:
«Σε υψηλό πενταμήνου ανήλθε την Τρίτη η τιμή του χρυσού, ενώ το ασήμι διαπραγματεύεται στο υψηλότερο επίπεδο από τον Απρίλιο»
είναι σαν το ασήμι να λειτουργεί σαν επενδυτής που διαπραγματεύεται τον εαυτό του! Θα μπορούσαμε σωστά να διατυπώσουμε την πληροφορία λ.χ. ως εξής:
«… ενώ η τιμή για το ασήμι είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης / είναι διαπραγματεύσιμη / την διαπραγματεύονται στο υψηλότερο επίπεδο από τον Απρίλιο».
«θα βάλουμε πίσω μας» «απολύτως συγκεκριμένος»
α) «Μόνον έτσι θα αποκατασταθεί η δημοσιονομική πειθαρχία και θα βάλουμε πίσω μας τον εφιάλτη.»
Ο συντάκτης θέλει προφανώς να πει «θα απαλλαγούμε ή θα γλυτώσουμε από τον εφιάλτη». Το «να βάλουμε πίσω μας τον εφιάλτη», αυτός ο αγγλισμός, κάνει τον εφιάλτη ακόμη πιο οδυνηρό και επικίνδυνο… .
β) «…οφείλει να καταθέσει απολύτως συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο στόχος».
Η σημασία που δηλώνει το μετοχικό επίθετο συγκεκριμένος, λογικά και γλωσσικά (για τον προσεκτικό χρήστη τής γλώσσας), δεν επιδέχεται κλιμάκωση ή διαβάθμιση. Ο συγκεκριμένος δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται λίγο ή πολύ ή απολύτως συγκεκριμένος. Η έννοια «συγκεκριμένος» δεν ποσοτικοποιείται. Ο λίγο ή ελάχιστα συγκεκριμένος (που θα δικαιολογούσε και το απολύτως συγκεκριμένος) παύει απλώς να είναι συγκεκριμένος..
Κανείς δεν - Ουδείς δεν
Ο προσεκτικός χρήστης τής ελληνικής γλώσσας πρέπει να αποφύγει διατυπώσεις όπως «Ουδείς δεν ανέφερε ότι το ύψος τού δανείου ῆταν πολύ μεγαλύτερο». Αντ’ αυτού θα πρέπει να πει είτε «Ουδείς ανέφερε ότι …» είτε «Κανείς δεν ανέφερε ότι…». Αυτό συμβαίνει γιατί στο ουδείς (ουδεμία, ουδέν) ενυπάρχει άρνηση που δεν επιτρέπει και δεύτερη άρνηση. Έτσι δεν είναι σωστό να πούμε «Δεν επιτρέπεται ουδεμία αντίρρηση επί τού θέματος», αλλά «Ουδεμία αντίρρηση επιτρέπεται επί τού θέματος». Ούτε είναι σωστό να πούμε «Ουδέν μέτρο δεν μπορεί να λύσει από μόνο του το πρόβλημα τής ανεργίας», αλλά «Ουδέν μέτρο μπορεί να λύσει από μόνο του το πρόβλημα τής ανεργίας».
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μπορεί ο ομιλητής να χρησιμοποιήσει την αντωνυμία κανείς (καμία, κανένα), η οποία συνοδεύεται από άρνηση. Έτσι, μπορούμε να πούμε «Καμία αντίρρηση δεν επιτρέπεται επί τού θέματος», καθώς και «Κανένα μέτρο δεν μπορεί να λύσει άπό μόνο του το πρόβλημα τής ανεργίας».
Ο προβλήτας ή η προβλήτα ; αρσενικό ή θηλυκό ;
Στην αρχαία Ελληνική, απ’ όπου ξεκίνησε, η λέξη προβλής, προβλῆτος σήμαινε «προεξέχων, προβάλλων» και χρησιμοποιήθηκε ως επίθετο με δύο γένη, αρσενικό (ὁ προβλής) και θηλυκό (ἡ προβλής): ως θηλυκό σε χρήσεις όπως προβλῆτες ἀκταί, προβλῆτες στῆλαι, προβλής ἔπαλξις και ώς αρσενικό σε χρήσεις όπως προβλῆτες ὀδόντες, προβλῆτες πύργοι, προβλῆτες λίθοι. Παλαιότερη και συχνότερη φαίνεται ότι ήταν η χρήση τού θηλυκού γένους (απαντά ήδη στον Όμηρο). Κυρίως από τη συνεκφορά με τη λέξη ακτή (προβλής ἀκτή) επικράτησε τελικά το θηλυκό γένος τής λέξης στη νεότερη χρήση της ως ουσιαστικού. Έτσι, σήμερα λέμε η προβλήτα.
Προσοχή ! Όχι με γενική ! Λάθος ! Σωστό : με αιτιατική !
διαφεύγει τής προσοχής –> την προσοχή
μετέρχεται μέσων –> μέσα
απεκδύεται των ευθυνών –> τις ευθύνες
(δεν) επιδέχεται συζητήσεως –> συζήτηση
Οι λόγιες αυτές φράσεις χρησιμοποιούνται από πολλούς ομιλητές με γενική. Η χρήση αυτή είναι εσφαλμένη και πρέπει να αποφεύγεται. Τα ρήματα αυτά συντάσσονται με αιτιατική.
Δεν μπορεί να διαφεύγει την προσοχή σας ότι λέει ψέματα.
Μετέρχεται καινοφανείς μεθόδους που ξενίζουν.
Συνηθίζει να απεκδύεται τις ευθύνες του. Φταίνε οι άλλοι…
Είναι καθαρή περίπτωση. Δεν επιδέχεται καμιά συζήτηση.
Γενόσημα : ένας ατυχής – ακατάληπτος γλωσσικός όρος
Κοντά στα πρωτότυπα (ή ακριβέστερα πρωτοτυπικά) φάρμακα (χαρακτηρισμός που ισχύει για ορισμένο χρονικό διάστημα), τα φάρμακα που φέρουν ορισμένη εμπορική επωνυμία, κοντά δηλ. στα επώνυμα φάρμακα (“branded drugs”), υπάρχουν και τα generic drugs, που έχουν την ίδια δραστική ουσία, αλλά όχι και την ίδια εμπορική επωνυμία, αφού παράγονται από άλλες φαρμακευτικές εταιρείες.
Αυτά τα ταυτόσημα (identical) ως προς τη δραστική θεραπευτική ουσία φάρμακα που ανήκουν στην ίδια γενική κατηγορία, στην ίδια έννοια γένους (generic) ονομάστηκαν (από κάποιους) γενό-σημα, ως σημαίνοντα γένος και όχι (εμπορικό) είδος φαρμάκου. Ωστόσο, μια ονομασία δεν κρίνεται από το σκεπτικό που οδήγησε στο πλάσιμό της, αλλά από τη δηλωτική ικανότητά της, από τη δηλωτικότητα και τη διαφάνεια που έχει γλωσσικά ώστε να γίνεται αντιληπτή από τους απλούς χρήστες. Αυτό δεν ισχύει με τον όρο γενόσημα. Ο όρος αυτός είναι κρυπτικός, παρασυνδέεται με γένεση ή και γέννηση πραγμάτων και καταλήγει στο να είναι σκοτεινός, ακατάληπτος και παροδηγητικός. Να διερωτώνται και να ρωτούν όλοι τι σημαίνει…
Τα εν λόγω φάρμακα –σύμφωνα με την αντίθεσή τους προς τα πρωτότυπα ή πρωτοτυπικά και βάσει τής ίδιας δραστικής ουσίας που περιέχουν– είναι προτιμότερο να ονομαστούν:
ομοιοδραστικά (αφού έχουν την ίδια δραστική ουσία).
Θα μπορούσαν επίσης να ονομαστούν παράγωγα (ενν. των πρωτοτύπων) ή ακόμη και αντιτυπικά (κατ’ αντίθεση προς τα πρωτοτυπικά).
Οτιδήποτε εκτός από το ακατάληπτο και παροδηγητικό γενόσημα!
Όχι και «τής τρόικα» !
Σε όλα τα αρνητικά τής τρόικας, έχει προστεθεί και η κλίση της. Λένε και γράφουν συμπολίτες μας πολύ συχνά «τής τρόικα» !
Δηλαδή οι ομιλητές αυτοί εκλαμβάνουν τη λέξη τρόικα ως άκλιτη σε μια γλώσσα κατεξοχήν κλιτή που είναι η Ελληνική και προκειμένου για μια λέξη που έχει μπει από πολλά χρόνια πριν στη γλώσσα μας είτε ως «ρωσικό έλκηθρο που σύρεται από τρία άλογα» είτε ως «συνδιοίκηση ή αντιπροσωπία από τρία άτομα».
Επομένως είναι σωστό να λέμε και να γράφουμε «οι επιταγές τής τρόικας» και ότι «φαίνεται ότι θα πληθύνουν οι τρόικες σε διάφορες χώρες τής Ευρώπης».
Αγχώνομαι ή Άγχομαι
Πολλοί διερωτώνται ποιο από τα δύο ρήματα είναι το σωστό. Η απάντηση είναι ότι και οι δύο τύποι είναι σωστοί. Προέρχονται και οι δύο από τη λέξη άγχος, η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την αρχαία λέξη ἄγχω που σήμαινε «σφίγγω – πνίγω». Η λέξη άγχος «ψυχικό σφίξιμο, ψυχική πνιγμονή, αγωνία» είναι νεολογισμός τής Νέας Ελληνικής και αποδίδει ξένους όρους όπως τα αγγλ. anxiety, γερμ. Angst, γαλλ. angoisse.
Από το άγχος σχηματίστηκε το άγχομαι (όπως ψεύδος – ψεύδομαι), πιθανόν με κάποια (παρετυμολογική) επίδραση ρημάτων όπως το μάχομαι ή το αγκομαχώ. Από το άγχομαι σχηματίστηκε με μεταπλασμό και ρήμα αγχώνομαι (απ’ όπου και αγχώνω). Τόσο το άγχος όσο και τα ρήματα έδωσαν παράγωγα, όπως αγχώδης, άγχωση, αγχωτικός.
Εξόφθαλμος ή Εξώφθαλμος ;
Η ορθή γραφή τής λέξης είναι με -ο- διότι προέρχεται από τη σύνθεση των ἐξ + ὀφθαλμός και όχι από το έξω+ οφθαλμός. Η λέξη είναι αρχαία ελληνική (ἐξόφθαλμος), στην οποία το ἐξ έχει και τη σημασία τού «έξω». Από την Ελληνική –μέσω τής νεολατινικής– πέρασε στην ιατρική ορολογία και δηλώσε την πάθηση τής εξοφθαλμίας, ενώ διατήρησε και την ήδη αρχαία σημασία τού «προφανής»
Κύριε καθηγητά ή Κύριε καθηγητή ;
Η κλητική πτώση (για την ακρίβεια η κλητική προσφώνηση, διότι η κλητική δεν είναι συντακτικής λειτουργίας πτώση, όπως είναι οι άλλες) στα πολλά κοινά ή προσηγορικά αρσενικού γένους ουσιαστικά σε -ος διαφοροποιείται :
κύρι-ε πρόεδρ-ε φίλ-ε
Στα ουσιαστικά σε -ας και -ης διαφοροποιείται όχι με άλλη κατάληξη αλλά με την απουσία τού -ς :
πατέρ-α λοχί-α ναύτ-η πατριώτ-η
Μέσα από τη χρήση ορισμένα ουσιαστικά σε -τής και -άρχης που προέρχονται από τη λόγια παράδοση (καθαρεύουσα) εξακολουθούν ακόμη να σχηματίζονται από τους περισσότερους ομιλητές στην κλητική όχι σε -η αλλά σε -ά :
(κύριε) καθηγητ-ά διευθυντ-ά
(κύριε) γυμνασιάρχ-α συνταγματάρχ-α
Μερικά συνήθη ορθογραφικά λάθη
λάθος σωστό
ελλειπής ελλιπής
παληός παλιός
καυγάς καβγάς
ελλιπής Η λέξη σχηματίζεται από το «ασθενές» θέμα λιπ- (το βρίσκουμε στον αρχαίο Αόριστο β΄ ἔ-λιπ-ον) και όχι από το «ισχυρό» θέμα λειπ- (τού Ενεστώτα λείπ-ω)∙ πρβλ. και μανθάνω (μαθαίνω) – ἔ-μαθ-ον (αόρ. β΄) – α-μαθ-ής, χαίρω – ἐ-χάρ-ην (αόρ. β΄) – περι-χαρ-ής, πάσχω – ἔ-παθ-ον (αόρ. β΄) – ευ-παθ-ής, μαίνομαι – ἐ-μάν-ην (αόρ. β΄) – μυθο-μαν-ής κ.τ.ό.
Από το θέμα λιπ- σχηματίζονται και σύνθετα όπως λιποβαρής, λιπόθυμος / λιποθυμώ / λιποθυμία, λιποτάκτης / λιποτακτώ / λιποταξία, λιπόψυχος / λιποψυχώ / λιποψυχία, λιπόσαρκος, λιπομαρτυρία
παλιός Από το αρχαίος παλαιός φωνητικά με συμπροφορά («συνίζηση») τού -αι- και τού -ο- σε έναν φθόγγο (paleós > paljós) προέκυψε σε νεότερα χρόνια ένας ημιφωνικός φθόγγος, κάτι σαν [ i ] που πρέπει να απλογραφηθεί με -ι- και όχι με -η- (το οποίο είναι σαν να αποδίδει το μακρό αι, που όμως ήταν ένα απλό e, όταν έγινε η συνίζηση !). Σε τέτοιες περιπτώσεις έχουμε το ίδιο φαινόμενο που έδωσε το μηλιά από το μηλέα,το γενιά από το γενεά,το φωλιά από το φωλεά κ.ά.
Ό,τι ισχύει για το παλιός ισχύει και για λέξεις όπως : ελιά ( < ελαία), δίκιο( < δίκαιο), πανώριος (< ωραίος) κ.ά.
καβγάς Με δίφθογγο -αυ- γράφονται λέξεις κληρονομημένες από την αρχαία (π.χ. αυγή, αυλή, αυτός, κεραυνός, τραύμα κ.τ.ό.). Λέξεις ξενικής προέλευσης όπως το καβγάς από το τουρκ. kavga, μαβής από τουρκ. mavi, σαβαρέν από το γαλλ. (κύριο όνομα) Savarin, καβουρδίζω από τουρκ. kavur(dum) κ.ά.
Έχω απΗυδήσει ή Έχω απΑυδήσει ;
Ακούγονται συχνά και από πολλούς τύποι όπως έχουν απηυδήσει – θα/να/ας απηυδήσουν, ήτοι τύποι με -η-. Πρόκειται για εσφαλμένους τύπους που κρατούν τήν αύξηση -η- (τού απηύδησα) στον παρακείμενο και στους τύπους με το θα/να/ας, δηλ. σε τύπους που δεν παίρνουν αύξηση, αφού το ρήμα είναι απαυδώ. Οι ορθοί τύποι είναι : απαυδώ – απηύδησα – έχω απαυδήσει – να/θα/ας απαυδήσω (το –η- υπάρχει μόνο στην οριστική αορίστου : απηύδησα).
Είναι τύποι τού αρχαίου ήδη ρήματος ἀπ-αυδῶ «παύω να μιλώ, μένω άφωνος» (< ἀπό +αὐδῶ «μιλώ»), που έφτασε να σημαίνει στον αόριστο απηύδησα «κουράστηκα (από κάτι δυσάρεστο), εξαντλήθηκα, δεν μπορώ άλλο»
Καθεαυτής, Καθεαυτού, Καθεαυτών κ.λπ.
Συχνά χρησιμοποιείται η αντωνυμία αυτή με τον τύπο τής γενικής σε χρήσεις όπως «η λειτουργία τής δημοκρατίας καθεαυτής δεν έχει ανάγκη από προστάτες» ή «η υποστήριξη τέτοιων απόψεων καθεαυτών είναι ανεπίτρεπτη» ή «τα μέλη τού κινήματος καθεαυτού είναι άτομα νεότερης ηλικίας». Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η αντωνυμία χρησιμοποιείται εσφαλμένα κατά τρόπο που να συμφωνεί με το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρεται (τής δημοκρατίας καθεαυτής, απόψεων καθεαυτών, κινήματος καθεαυτού). Ωστόσο, η πρόθεση κατά με την οποία είναι σύνθετη η αντωνυμία, όταν σημαίνει «συμφωνία», όπως σ’ αυτή τη χρήση, συντάσσεται με αιτιατική (πρβλ. κατά τη γνώμη μου, κατά την απόφαση τού δικαστηρίου, κατά κανόνα, κατά τις συνήθειες των κατοίκων).
Χάρις σε
Προσοχή ! όχι χάρις σε για κάτι κακό ή αρνητικό
Ο προσεκτικός ομιλητής τής ελληνικής γλώσσας δεν χρησιμοποιεί τη φράση χάρις σε για να δηλώσει κάτι κακό, δυσάρεστο ή αρνητικό γενικά. Δεν είναι σωστές φράσεις τού τύπου «Τα χρήματα των Ταμείων χάθηκαν χάρις στους κακούς χειρισμούς τής Κυβέρνησης» ή «Εκατομμύρια κατοίκων στη Σομαλία υποφέρουν χάρις στην ξηρασία που μαστίζει τη χώρα». Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιούνται τα εξαιτίας, λόγω ή και το πιο λόγιο ένεκα.
Το χάρις σε (το οποίο εμφανίζεται και ως χάρη σε) χρησιμοποιείται με καλή σημασία, για θετικά ή ευχάριστα γεγονότα : Σώθηκε χάρις στην έγκαιρη επέμβαση τής Πυροσβεστικής (και όχι εξαιτίας τής έγκαιρης επέμβασης…!) – Αυτά τα συσσίτια λειτουργούν χάρις στην οικονομική υποστήριξη τής Εκκλησίας (όχι λόγω τής οικονομικής υποστήριξης…!)
Δεδόμενα ή Δεδομένα ;
Συχνά ακούγεται από ομιλητές τής Ελληνικής ο τύπος δεδόμενα (π.χ. Τα στατιστικά δεδόμενα με τα οποία έλαβαν την απόφαση ήταν ανακριβή). Πρόκειται για λανθασμένο τύπο που πρέπει να αποφεύγεται.
Ο σωστός τύπος είναι (τα) δεδομένα (τα στατιστικά δεδομένα, τα δεδομένα τής έρευνας, πρόσφατα οικονομικά δεδομένα κ.λπ.), διότι είναι ουδέτερο τής μεσοπαθητικής μετοχής Παρακειμένου τού ρήματος δίδω, τής μετοχής δεδομένος – δεδομένη – δεδομένο ( πρβλ. και τα σύνθετα δια-δεδομένος, παρα-δεδομένος, εκ-δεδομένος).
Ελληνική : Με κεφαλαίο ή με μικρό γράμμα ;
Το Ελληνική, όταν χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (επίθετο με χρήση ουσιαστικού), γράφεται ως κύριο όνομα και δη και ως εθνωνύμιο με κεφαλαίο το Ε- : Ελληνική και Ελληνικά (όπως και Έλληνες, Ελλάδα).
Η Ελληνική ομιλείται από πολλές χιλιάδες ομιλητών εκτός Ελλάδος. Πολλοί μετανάστες στην Ελλάδα έμαθαν και μιλούν καλά τα Ελληνικά.
Όταν το ελληνικός χρησιμοποιείται ως επίθετο, γράφεται κανονικά με μικρό το ε- :
Μιλάει άπταιστα την ελληνική γλώσσα. Στο εξωτερικό εξάγονται πολλά ελληνικά προϊόντα.
Ποικίλλω – Ποικίλος, Ποικιλία
→ ποικίλλω (με 2 λ) – ποικίλος και ποικιλία (με ένα λ)
Πολύ συχνό ορθογραφικό λάθος τα 2 ή το 1 -λ- στις λέξεις αυτές. Να θυμόμαστε ότι το ρήμα (στον Ενεστώτα και τον Παρατατικό) είναι αυτό που γράφεται με -λλ- (ποικίλλω- ποίκιλλα), γιατί σχηματίστηκε (στην αρχαία μας γλώσσα) με ένα πρόσφυμα (-j-) που αφομοιώθηκε με το -λ- και προέκυψαν -λλ- : ποικίλ-jω > ποικίλλω. Αυτό δεν συμβαίνει με τα ονόματα, γιατί αυτά δεν σχηματίζονται με πρόσφυμα : ποικίλος – ποικιλία.
Το ίδιο ισχύει με ορισμένα άλλα ρήματα που σχηματίζονται με το ίδιο πρόσφυμα:
αγγέλλω – άγγελος – αγγελία,
θάλλω – θαλερός
στέλλω – στολή, στόλος
σφάλλω – σφαλερός
Επ ευκαιρία
επ’ ευκαιρίας –> Σωστό : επ’ ευκαιρία
επ’αφορμής –> Σωστό : επ’ αφορμή ή (καλύτερα) εξ αφορμής
Το επ’ ευκαιρία (και αναλογικά προς αυτό και το επ’ αφορμή) ανήκει σε μια σειρά από παγιωμένες φράσεις, που έχουν διατηρηθεί στη γλώσσα μας σήμερα προεχόμενες από την αρχαιότητα και που σχηματίζονται από την πρόθεση επί + δοτική (και όχι επί + γενική).
Έλλειπε ή Έλειπε;
με 2 ή με 1 -λ-;
Σε φράσεις με το ρήμα λείπω στον Παρατατικό και στον Αόριστο παρατηρείται συχνά το λάθος να γράφεται ως έλλειπε, έλλειπαν, έλλειψε, έλλειψαν κ.τ.ό.
«Όταν τηλεφωνήσαμε, έλλειπαν όλοι από το σπίτι».
«Δεν τούς έλλειψε το θάρρος, αλλά δεν τα κατάφεραν».
Προφανώς, το ρήμα λείπω σχηματίζει τους χρόνους αυτούς με την κανονική αύξηση ε- χωρίς να διπλασιάζει το -λ- : έλειπε, έλειπαν, έλειψε.
Το λάθος οφείλεται στην οπτική επίδραση που ασκεί το ρήμα ελλείπω ( < εν + λείπω), που χρησιμοποιείται μόνο στον Ενεστώτα (ελλείπει) και σε μια σειρά συχνών παραγώγων με -λλ- : έλλειψη, έλλειμμα, ελλειπτικός, ελλιπής, ελλείψει
Ημερομηνία – Χρονολογία
Πολύ συχνό λάθος είναι η χρήση τού ημερομηνία αντί τού χρονολογία.
Η ημερομηνία πληροφορεί (όπως το λέει η λέξη) για ημέρα και μήνα (π.χ. 10 Απριλίου, 1η Ιανουαρίου), ενώ η χρονολογία για το έτος (π.χ. 1912, 2011)
Λάθος ! «Το 1821 είναι μια ημερομηνία που συμπίπτει με πολλά μεγάλα ιστορικά γεγονότα στην Ελλάδα και στον κόσμο».
Σωστό : «Το 1821 είναι μια χρονολογία που συμπίπτει…»
Λάθος ! «Η ημερομηνία έκδοσης τού έργου το 1954 προηγείται κατά πολύ τού 1965 που εκδόθηκε η βιογραφία τού συγγραφέα».
Σωστό: «Η χρονολογία έκδοσης τού έργου το 1954 προηγείται…».
Όταν υπάρχουν μαζί μια ημερομηνία και μια χρονολογία, τότε υπερισχύει η χρονολογία, εκτός αν υπάρχει ειδικός λόγος να αναφερθεί η ημερομηνία :
«Η 25η Μαρτίου τού 1821 εορτάζεται πανελληνίως. Είναι η χρονολογία που θυμούνται όλοι οι Έλληνες και δεν αμφισβητείται από κανέναν. Η ημερομηνία έναρξης τής Επαναστάσεως είναι που διχάζει κάποιους ιστορικούς»
Εν πάση περιπτώσει ή Εν πάσει περιπτώσει;
Συχνά παρατηρείται από αρκετούς να γράφουν το πάση ως πάσει (με –ει) στη φράση εν πάση περιπτώσει. Το θεωρούν ότι είναι η σωστή ορθογραφία στη δημοτική, γιατί το συνδέουν μ’ αυτό που συμβαίνει στα ρήματα (να φύγει και όχι να φύγη, θα δώσει και όχι θα δώση κ.ο.κ.). Ωστόσο, δεν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Το πάση στο εν πάση περιπτώσει είναι παλαιά δοτική τού θηλυκού πάσα (πάσα, πάσης, πάση, πάσαν) και γράφεται κανονικά με –η, όπως γράφουμε και εν ανάγκη, εν στολή, εν αμύνη, επί τιμή κ.ά. Επίσης, δεν πρέπει να συγχέεται με πολλές άλλες επίσης δοτικές από παλαιά ουσιαστικά σε –ις («τριτόκλιτα») που γράφονται κανονικά με –ει : εν περιπτώσει, εν τάξει, εν περιλήψει, εν γνώσει, εν σχέσει, εν χρήσει, επί πιστώσει, επί τη βάσει κ.ά.
Με ή χωρίς απόστροφο το εξ;
Εξ’ ανάγκης ή Εξ ανάγκης; Εξ’ όψεως ή Εξ όψεως;
Απόστροφο χρησιμοποιούμε, για να δείξουμε ότι κάτι λείπει: στην έκθλιψη (κατ΄ έτος < κατά έτος) ή στην αφαίρεση (το ΄δωσε < το έδωσε).
Στην περίπτωση τού εξ δεν λείπει τίποτε ! αρα δεν παίρνει απόστροφο. Το εξ είναι άλλος τύπος τού εκ. Και το μεν εκ χρησιμοποιείται με λέξεις που αρχίζουν από σύμφωνο (εκ λάθους, εκ προθέσεως, εκ του πονηρού), το δε εξ με λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν (εξ απίνης, εξ ορισμού, εξ απαλών ονύχων, εξ ολοκλήρου)
Ωρίμανση ή Ωρίμαση ;
Επειδή η λέξη είναι παράγωγο ρήματος σε -άζω (ωριμ-άζω) σχηματίζεται κανονικά χωρίς -ν-, δηλ. ωριμάζω – ωρίμαση, όπως εξετάζω – εξέταση, παρουσιάζω – παρουσίαση, επιβιβάζω – επιβίβαση, κουράζομαι – κούραση κ.τ.ό.
Με -ν- σχηματίζονται παράγωγα από ρήματα σε -αίνω : θερμαίνω – θέρμανση, σημαίνω – σήμανση, ρυπαίνω – ρύπανση, υφαίνω – ύφανση κ.τ..ό.
Διαχείριση ή Διαχείρηση; Μεταχείριση ή Μεταχείρηση;
Το σωστό είναι διαχείρΙση και μεταχείρΙση (με -ι-), αφού παράγονται από ρήματα σε -ίζω : διαχειρίζομαι > διαχείριση μεταχειρίζομαι > μεταχείριση
Παροδηγούμεθα και γράφουμε λανθασμένα τη λέξη με -η- από άλλες λέξεις με β΄ συνθετικό το –χείρηση, όπως επιχείρηση ( και επιχείρημα), που όμως παράγεται από το ρήμα επιχειρώ (όχι σε -ίζω).
εγχείρηση ή εγχείριση ; Με -ι- ή με -η- ;
Δυσκολότερη είναι η περίπτωση τής λέξης εγχείρηση. Κι αυτή παράγεται από (αρχαίο) ρήμα εγχειρώ «χειρουργώ», άρα η ορθή γραφή είναι εγχείρηση (και εγχειρητικός, εγχειρήσιμος και εγχείρημα), όλα με -η-. Επειδή όμως υπάρχει και τύπος εγχειρίζω ( που αρχικά σήμαινε μόνο «δίνω στα χέρια», αλλά μετά απέκτησε και τη σημασία «χειρουργώ»), απαντά και ορθογραφικός τύπος εγχείριση (με -ι-).
Διαπραγματεύομαι ή Πραγματεύομαι ένα θέμα ;
σωστό →πραγματεύομαι ένα θέμα
πραγματεύομαι = μιλώ, εξετάζω, αναλύω (θέμα, ζήτημα, πρόβλημα )
«Ο ομιλητής πραγματεύτηκε το πρόβλημα με μεγάλη διακριτικότητα»
ΟΧΙ «Ο ομιλητής διαπραγματεύτηκε…» !
διαπραγματεύομαι = συζητώ για τη διεκπεραίωση (έργου, συμφωνίας, συναλλαγής), παζαρεύω (την αγορά, την πώληση, την τιμή)
«Οι δύο εταιρείες διαπραγματεύονται με το δημόσιο την ανάληψη τού έργου κατασκευής τού αεροδρομίου»
«Η Τράπεζα διαπραγματεύεται την αγορά των νέων ομολόγων»
Προσοχή στη συνεύρεση !
Μερικοί ομιλητές -και δεν είναι λίγοι- χρησιμοποιούν τη λέξη συνεύρεση με τη σημασία τής συνάντησης !
Επειδή η λέξη αυτή σημαίνει κυρίως ό,τι και το συνουσία (προκαλώντας πονηρά μειδιάματα στους υποψιασμένους ακροατές / αναγνώστες…) είναι καλό να αποφεύγεται.
Αντί να πούμε «στη συνεύρεση με τους εκπροσώπους τής τρόικας θα ζητηθεί να υπάρξουν ευνοϊκότεροι όροι» είναι καλύτερο να πούμε «στη συνάντηση με…..». Είναι που είναι τα πράγματα στην οικονομία δύσκολα, μη τα κάνουμε και λεκτικώς επικίνδυνα !
“Όλους όσους» ή «Όλους όσοι»
Συναντά όλους όσους έρχονται στην πόλη – να αποφεύγεται
Συναντά όλους όσοι έρχονται στην πόλη – να προτιμάται
Όταν η αντωνυμία όσοι είναι υποκείμενο τού ρήματος που ακολουθεί τίθεται σε ονομαστική :
Συναντά όλους όσοι έρχονται στην πόλη.
(πρβλ. και Συναντά εκείνους οι οποίοι έρχονται στην πόλη.)
Όταν η αντωνυμία όσοι είναι αντικείμενο τού ρήματος που ακολουθεί τίθεται σε αιτιατική :
Συναντά όλους όσους αγαπάει.
(πρβλ. και Συναντά εκείνους τους οποίους αγαπάει.)
Εγκύπτω Ενσκήπτω
Πρέπει η Πολιτεία να ενσκήψει στο θέμα για να λυθεί. → λάθος
Πρέπει η Πολιτεία να εγκύψει στο θέμα για να λυθεί. → σωστό
Προσοχή !
εγκύπτω = σκύβω πάνω, εξετάζω προσεκτικά (σκύβω< αρχ. κύπτω)
Πολλοί ερευνητές έχουν εγκύψει στη θεραπεία τού καρκίνου.
ενσκήπτω = πλήττω ξαφνικά και με ορμή (αρχ. ενσκήπτω∙ πρβλ. σκήπτρο)
Στην Ινδονησία ενσκήπτουν καταστρεπτικές καταιγίδες.
Θα παράγει ή θα παραγάγει. Έχουν εισάγει ή έχουν εισαγάγει
Τού χρόνου θα παράγει ή θα παραγάγει ή θα παράξει εσπεριδοειδή.
Τα έχουν εισάγει ή έχουν εισαγάγει ή έχουν εισάξει από το εξωτερικό .
→ τού χρόνου θα παραγάγει → τα έχουν εισαγάγει
Για τα σύνθετα τού άγω (παρ-άγω, εισ-άγω, εξ-άγω, προ-άγω, αν-άγω, προσ-άγω, διεξ-άγω, απ-άγω, υπ-άγω κ.ά.) μετά από θα / να / έχω πρέπει να θυμόμαστε τον απλό μνημονικό κανόνα:
μία φορά = δύο -αγ- (-αγαγ-) ! δηλ. το αντίθετο !
παράγω -> θα/να παραγάγω (τού χρόνου) έχω παραγάγει (πέρυσι)
εισάγω -> θα/να εισαγάγω έχω εισαγάγει
διεξάγω -> θα/να διεξαγάγω έχω διεξαγάγει
πολλές φορές = ένα –αγ- ! δηλ. το αντίθετο !
παράγω -> θα/να παράγω (κάθε χρόνο)
εισάγω -> θα/να εισάγω
διεξάγω -> θα/να διεξάγω
Υπό του μηδενός !
Επειδή πρόκειται για ένα λάθος που ακούγεται συχνά, καλό είναι να θυμόμαστε ότι στη χρήση αυτή το υπό συντάσσεται με αιτιατική. ‘Αρα το σωστό είναι υπό το μηδέν : Η θερμοκρασία θα πέσει στους 2 βαθμούς υπό το μηδέν.
Το υπό + γενική χρησιμοποιείται (στη λόγια γλώσσα / καθαρεύουσα) για να δηλωθεί «από ποιον γίνεται κάτι» (το λεγόμενο «ποιητικό αίτιο») : Ο φόρος καταβάλλεται υπό των ιδιοκτητών των ακινήτων.
«Στις στήλες του Ολυμπίου Διός»
Το σωστό είναι στους στύλους τού Ολυμπίου Διός, γιατί πρόκειται για κίονες, για κολώνες και όχι για πλάκες (στήλες).