“Βλέπαμε τις μπουλντόζες που τους ξήλωναν τα σπίτια”- Και κάπως έτσι ο Θεοδωράκης έγραψε την Δραπετσώνα
Ο Μίκης Θεοδωράκης μας θυμίζει ένα αριστουργηματικό λαϊκό τραγούδι του σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη. Πως γράφτηκε άραγε η Δραπετσώνα; Και τι έκαναν μετά από την πρώτη της ηχογράφηση ο Μίκης και ο Λειβαδίτης;
Ας πάρουμε λίγο τα πράγματα από την αρχή..
Στην Δραπετσώνα από τη δεκαετία του 1910 και κυρίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή με την έλευση μεγάλου κύματος προσφύγων στήθηκε ο μεγαλύτερος προσφυγικός συνοικισμός παραπηγμάτων της Αττικής.
Κατά τα προπολεμικά και μεταπολεμικά χρόνια στη συνοικία αναπτύχθηκαν μικρά κουτούκια που συγκέντρωναν ομάδες λαϊκών μουσικών, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης και για αυτό θεωρείται η περιοχή που αναπτύχθηκε ευρέως το ρεμπέτικο τραγούδι.
Στις αρχές της δεκαετίας του 60 οι πληγές του εμφύλιου πολέμου όχι μόνο δεν έχουν κλείσει οριστικά, αλλά έχουν εξελιχθεί σε σπινθήρα πολιτικού διχασμού. Οι μετακατοχικές κυβερνήσεις επιχείρησαν να “αναμορφώσουν” την παραγκούπολη της Δραπετσώνας προχωρώντας στην ανέγερση οργανωμένης δόμησης πολυκατοικιών, αποσκοπώντας ταυτόχρονα και στην εξασθένηση των “αριστερών” τάσεων της.
Τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο 1960, οι κάτοικοι αντέδρασαν με εξέγερση στην επιχείρηση της κατεδάφισης των παραπηγμάτων. Η “Μάχη της Παράγκας” όπως ονομάστηκε απέτρεψε την εξαφάνιση της παραγκούπολης.
Αυτός ο αγώνας υπήρξε η έμπνευση για τον Μίκη Θεοδωράκη να συνθέσει το εμβληματικό ζεϊμπέκικο “Δραπετσώνα” σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη. Το σχέδιο επεβλήθη τελικά από τη δικτατορία των συνταγματαρχών μετά το 1967, οπότε και εκτάσεις απαλλοτριώθηκαν υπέρ του κράτους και οι παράγκες γκρεμίστηκαν. Το 1968 αρχίζει η ανέγερση μεγάλων οικοδομικών συγκροτημάτων εργατικών κατοικιών στην περιοχή.
Ο Μίκης περιγράφει το πως εμπνεύστηκε την Δραπετσώνα σε κάποια εξομολόγηση..
“Ο Tάσος Λειβαδίτης, θυμάμαι, είχε έλθει στο σπίτι μου στη Nέα Σμύρνη και είχε ακούσει ένα μέρος από ένα κοντσέρτο για πιάνο που είχα αρχίσει να γράφω. Του άρεσε πολύ, έβαλε λόγια στη μουσική και έτσι γράψαμε το «Mάνα μου και Παναγιά».
Για να βγει σε δίσκο όμως, έπρεπε να γράψουμε άλλο ένα τραγούδι, να το «ζευγαρώσουμε» – τότε βγαίνανε οι δίσκοι 45 στροφών, με ένα τραγούδι σε κάθε πλευρά…
Την εποχή εκείνη, η κυβέρνηση ήθελε να διώξει τους πρόσφυγες απ’ τις παράγκες τους, στη Δραπετσώνα, χωρίς να τους δώσει αποζημίωση. Για κείνους ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ένας αγώνας ζωής και θανάτου, καθώς πήγαιναν οι μπουλντόζες και τους ξήλωναν τα σπίτια. Μια μέρα, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο προς την «Kολούμπια» για φωνοληψία, μου ήρθε ξαφνικά η έμπνευση, μπροστά στο θέατρο Kαλουτά. Σταμάτησα απότομα και έγραψα τη μελωδία.
Tο βράδυ τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του τραγούδησα απ’ το τηλέφωνο τη μελωδία, κι εκείνος έγραψε τους στίχους για τη «Δραπετσώνα». Έτσι μπήκαμε στο λαϊκό τραγούδι με τον Λειβαδίτη και μαζί αποφασίσαμε τότε να βγούμε έξω από τα τείχη της Aθήνας, να πάμε στην επαρχία, όπου το ’61 υπήρχε ακόμη απόλυτος σκοταδισμός – και πολιτικός και, φυσικά, καλλιτεχνικός.
Ξεκινήσαμε τις λαϊκές αυτές συναυλίες από την Kαβάλα. Πρώτη φορά ποιητής απήγγειλε ποιήματά του από τις συλλογές του, μπροστά σ’ ένα κοινό που ερχόταν ν’ ακούσει λαϊκή μουσική. Θυμάμαι ότι στους νέους ανθρώπους που έρχονταν, στην Kαβάλα, στις Σέρρες, στη Δράμα, στη Bέροια, στα Tρίκαλα, στη Λάρισα, τους έκανε κατάπληξη το γεγονός ότι ένας ποιητής σηκωνόταν και απήγγελλε αυτή τη μεγάλη ποίηση.
Πραγματικά, εκεί που καθόμασταν με τον Mπιθικώτση και βλέπαμε το κοινό απέναντι, τα μάτια όλων είχαν έναν θαυμασμό και μια απεριόριστη ευγνωμοσύνη, για το ότι, επιτέλους, οι ποιητές άρχισαν να πηγαίνουν στην επαρχία και να παρουσιάζουν την ποίησή τους».
Ήταν η πρώτη συνεργασία του Μίκη Θεοδωράκη με τον Τάσο Λειβαδίτη.
Στον δίσκο «Πολιτεία» υπήρχαν ακόμη τέσσερα τραγούδια σε στίχους του ποιητή, το «Σαββατόβραδο», το «Μάνα μου και Παναγιά», το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» και το «Εχω μια αγάπη».
Η «Δραπετσώνα» δεν ήταν το μοναδικό τραγούδι που έγραψε ο Λειβαδίτης επάνω σε ήδη γραμμένη μελωδία του Μίκη.
Το 1977 έγραψε τους στίχους όλων των τραγουδιών του δίσκου τους «Τα λυρικά», επάνω σε μουσικές που είχε γράψει ο Μίκης το 1976 στην Αθήνα και στο Βραχάτι.
Μάλιστα με τα «Λυρικά» συμβαίνει κάτι εξαιρετικά σπάνιο – αν όχι μοναδικό – στην ελληνική δισκογραφία.
Είναι ένας δίσκος που δεν ηχογραφήθηκε ποτέ σε στούντιο, η μοναδική του ηχογράφηση είναι από συναυλία στο Θέατρο Λυκαβηττού, τον Αύγουστο του 1977.
Αυτή λοιπόν ήταν η ιστορία της Δραπετσώνας.. Ενός αριστουργηματικού τραγουδιού που έχει ψυχή, δύναμη και κλείνει μέσα του ένα κομμάτι της ελληνικής ιστορίας..
ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Στίχοι
Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά
Το `δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.
Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του κι ουρανός
Κι όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά
Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί