Γιατί χρειαζόμασταν όλοι το happy end της Ταϊλάνδης
Ο πανικός ταιριάζει στη Δύση. Σας έχει τύχει να κλειστείτε σε ασανσέρ μαζί με άλλους πέντε; Να πέσετε σε κενά αέρος κατά τη διάρκεια αεροπορικής πτήσης; Να βρεθείτε στριμωγμένοι σε βαγόνι του Μετρό σε ώρα αιχμής; Ή να είστε παρόντες σε κάτι εντελώς τραγελαφικό, όπως μπροστά από έναν μπουφέ που σερβίρει δωρεάν φαγητό; Τότε ξέρετε πολύ καλά ένα πράγμα: πόση ροπή στις κρίσεις πανικού έχει πλέον, το μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου.
Εχετε νιώσει ποτέ μεταφορικά ή κυριολεκτικά παγιδευμένοι; Σε μια δουλειά που δεν σας καλύπτει; Σε μια σχέση που δεν σας ικανοποιεί; Σε μια συζήτηση με έναν ξερόλα συνομιλητή που δεν σας αφήνει να σταυρώσετε λέξη; Σε ένα πλοίο όπου η οικογένεια που κάθεται δίπλα σας κοντεύει να κάτσει πάνω σας; Σε ένα μίζερο διαμέρισμα επειδή δεν είστε αρκετά πλούσιοι ώστε να μείνετε στη μονοκατοικία των ονείρων σας;
Ο απεγκλωβισμός αυτών των παιδιών, των «Αγριογούρουνων», που έμαθαν αναγκαστικά κολύμπι, έδωσε ένα καλό μάθημα στη Δύση που παθαίνει απανωτές κρίσεις πανικού και πνίγεται σε μια κουταλιά νερό. Οπως λένε και οι ειδικοί αναλυτές, ήταν η υπομονή του Θεού στον οποίο πιστεύουν, του Βούδα, που τους βοήθησε να μην πανικοβληθούν. Αλλά και το ομαδικό τους πνεύμα, καθώς πρόκειται για μια δεμένη ομάδα ποδοσφαίρου-κάτι που επίσης λείπει στην εποχή του «καθένας για την πάρτη του». Ολοι εμείς παρακολουθούσαμε λεπτό προς λεπτό, οπτικοποιημένο, τον πιο αρχέγονο φόβο μας: να είμαστε παγιδευμένοι σε ένα σκοτεινό μέρος στα έγκατα της γης και να μην ξέρουμε από πού να φύγουμε. Αλλά τελικά, το φως στο τούνελ υπήρχε, έλαμψε και σκόρπισε χαμόγελα σε έναν κόσμο που έχει εθιστεί στις δυσάρεστες ειδήσεις.
Οι δώδεκα μαθητές και ο προπονητής-μέντοράς τους, ο οποίος τους είχε μυήσει στον διαλογισμό, κατάφεραν να αντέξουν, να μην πανικοβληθούν και τελικά να βγουν από την τρομακτική σπηλιά. Είναι σχεδόν αστείο, αλλά δείχνει πολλά: στα γράμματα που είχαν γράψει για να δοθούν στους γονείς τους, ήταν τα παιδιά που έδιναν κουράγιο στους «μεγάλους» και όχι το αντίστροφο.
Ανατρέχοντας σε διάφορες σκηνές της καθημερινότητάς μας, συνειδητοποιούμε ότι τέτοιου είδους συναισθηματική νοημοσύνη απουσιάζει πανηγυρικά. Και μόνο στη σκέψη-με το που θα γίνει το πρώτο τράνταγμα-ενός ακινητοποιημένου ασανσέρ, ακούς κραυγές αγωνίας. Περπατάς στον δρόμο και εκείνοι που έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση, σε σκουντάνε γιατί δεν μπήκαν καν στον κόπο να υπολογίσουν σωστά τον όγκο τους. Παραπατάς και πέφτεις και κανείς δεν τρέχει να σε σηκώσει-το πολύ πολύ να γελάσει δυνατά κανά πιτσιρίκι με την ατσούμπαλη πτώση σου. Οι κάτοικοι των πόλεων όλο και πιο συχνά, όλο και πιο εξόφθαλμα, συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι των σπηλαίων. Κι ας μην είναι εγκλωβισμένοι σε σπηλιές.
Η Ταϊλάνδη λοιπόν, γνωστή μέχρι πρότινος στη Δύση κυρίως για το νόστιμο «εξωτικό» φαγητό της, έκανε σε όλους ταχύρρυθμα μαθήματα ψυχραιμίας και διαχείρισης του πανικού. Κάποια από τα παιδιά, βγαίνοντας ξανά στο φως, ζήτησαν «ψωμί και σοκολάτα». Ισως αυτός να ήταν ένας ωραίος τίτλος για την ταινία που ήδη συζητιέται ότι θα γυριστεί και θα βασίζεται στις κρίσιμες ώρες του απεγκλωβισμού. Ψωμί και σοκολάτα λοιπόν, από τα πιο χαρακτηριστικά comfort foods που ζητά ο οργανισμός σου όταν δεν αισθάνεται καλά.
Στην ερώτηση «ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να σου συμβεί;» μία από τις πιο πιθανές απαντήσεις, είναι «να βρεθώ παγιδευμένος σε μια σκοτεινή σπηλιά χωρίς νερό, φαγητό και οξυγόνο». Αντιστρέφοντας το ερώτημα, μπορείς να σκεφτείς: «Εντάξει. Είσαι λοιπόν παγιδευμένος σε μια σκοτεινή σπηλιά. Πού θα ήθελες να ήσουν τώρα, αν θα μπορούσες να είσαι οπουδήποτε;». Και κάπως έτσι, αρχίζει να φαίνεται το φως.
Ο καθένας μας παλεύει να βγει από τη δική του κλειστοφοβική σπηλιά. Μία σοβαρή ασθένεια, μία ιστορία κακοποίησης, ένα οικονομικό χρέος, μία προδοσία από «καλούς» φίλους, ένα βαρύ πένθος. Ας είναι αυτά τα δώδεκα χαμογελαστά μουτράκια, με την αγάπη στη σοκολάτα και την πίστη στον Βούδα, το νέο παγκόσμιο σύμβολο του «όλα θα πάνε καλά…».
Γράφει η Αστερόπη Λαζαρίδου