Είδε ένα φτωχό αγόρι να μιλάει με τον ιδιοκτήτη ενός παντοπωλείου. Τα λόγια τους άλλαξαν τη ζωή του για πάντα
“Είχα πάει στο παντοπωλείο της γειτονιάς για να αγοράσω λίγες πατάτες και γάλα. Εκεί παρατήρησα ένα μικρό αγόρι, πολύ αδύνατο, με κουρελιασμένα ρούχα. Κοιτούσε επίμονα ένα κουτί με δημητριακά.
Στάθηκα στην ουρά για να πληρώσω αλλά το βλέμμα μου είχε καρφωθεί στο μικρό αγόρι που κοίταζε με λαχτάρα το κουτί με τα δημητριακά. Δεν πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, ο κύριος Μίλλερ, τον πλησίασε και άρχισε να του μιλάει.
“Γεια σου Γκάρι”, είπε ο κύριος Μίλλερ στο φτωχό αγόρι. “Πώς είσαι σήμερα?”
“Γεια σας, κύριε Μίλλερ. Είμαι καλά, σας ευχαριστώ.. Απλά κοίταζα αυτό το κουτί με τα δημητριακά. Φαίνονται πολύ νόστιμα”.
“Είναι νόστιμα Γκάρι. Πώς είναι η μαμά σου σήμερα;”
«Καλύτερα. Κάθε μέρα πηγαίνει όλο και καλύτερα”.
“Πολύ ωραία. Μπορώ να κάνω κάτι για σένα;”
“Όχι κύριε. Όπως σας είπα, απλά κοίταζα αυτό το κουτί με τα δημητριακά”.
“Δεν θέλεις να το πάρεις στο σπίτι;» ρώτησε ο κύριος Μίλλερ.
“Όχι κύριε. Δεν έχω χρήματα να το πληρώσω”.
“Δεν πειράζει. Μπορώ αν θέλεις να το ανταλλάξω με κάτι που θα μου δώσεις. Για παράδειγμα, κάποια άλλα παιδιά στη γειτονιά μου φέρνουν ωραίες μπίλιες και εγώ σε αντάλλαγμα τους δίνω τρόφιμα”.
“Αλήθεια; Έχω ήδη μια μπίλια στη τσέπη μου!” του είπε ο Γκάρι και έχωσε το χέρι του στη τσέπη. “Είναι όμως μόνο μια”.
“Είναι ωραία; Δώστη μου να τη δω”, είπε ο κύριος Μίλλερ.
Το αγόρι έβγαλε το χέρι από την τσέπη και του έδειξε μια όμορφη μπλε μπίλια.
“Αυτή είναι”, είπε με υπερηφάνεια. “Δεν είναι πολύ όμορφη;”
“Σίγουρα είναι”, του απάντησε ο κύριος Μίλλερ. “Το μόνο πρόβλημα είναι το χρώμα της. Αυτή είναι πράσινη αλλά εγώ ψάχνω για κόκκινη. Έχεις καμιά κόκκινη στο σπίτι σου;”
«Μπορεί και να έχω. Αλλά και να μην έχω, μπορώ να βρω και να σας φέρω”.
“Άκου να δεις τι θα γίνει. Πάρε τώρα το κουτί με τα δημητριακά και όταν έρθεις πάλι, φέρε μου τη μπίλια που λες να της ρίξω μια ματιά”, είπε ο κύριος Μίλλερ στο αγόρι.
“Αλήθεια; Φυσικά και θα σας τη φέρω. Σας ευχαριστώ πολύ κύριε Μίλλερ”.
Όταν ήρθε η σειρά μου να πληρώσω, στο ταμείο με περίμενε η σύζυγος του κυρίου Μίλλερ. Είχε ακούσει και εκείνη τη συζήτηση του άντρα της με το αγόρι και χαμογελούσε ικανοποιημένη.
“Υπάρχουν άλλα δυο αγόρια σαν κι αυτόν στη πόλη μας. Τρία φτωχά μικρά πλάσματα. Είναι ντροπή”, μου είπε.
“Ο Τζόε τους δίνει δημητριακά, ψωμί, τυρί, γάλα, μήλα, ντομάτες και τα “ανταλλάσσει” με μπίλιες. Την πρώτη φορά τους λέει ότι δεν του αρέσει το χρώμα της μπίλιας που θα του φέρουν. Όταν επιστρέψουν (και πάντα επιστρέφουν) για να του φέρουν αυτή που τους ζήτησε, τους λέει ότι άλλαξε γνώμη και ότι θέλει άλλο χρώμα. Τους στέλνει σπίτι για να του τη φέρουν και τους δίνει μαζί και μια τσάντα με τρόφιμα. Και αυτό συνεχίζεται, και συνεχίζεται..”
Έφυγα από το κατάστημα χαμογελώντας. Είχα εντυπωσιαστεί με την καλοσύνη και την ευγένεια αυτού του ανθρώπου.
Λίγο καιρό αργότερα λόγω δουλειάς μετακόμισα σε άλλη πόλη (είμαι δάσκαλος), αλλά ποτέ δεν ξέχασα την ιστορία αυτού του ανθρώπου. Τα μικρά φτωχά αγόρια και το “παζάρι” με τις μπίλιες.
Πέρασαν αρκετά χρόνια, το ένα πιο γρήγορα από το άλλο. Σχετικά πρόσφατα είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ κάποιους παλιούς μου φίλους σε εκείνη τη μικρή πόλη. Εκεί με μεγάλη μου θλίψη έμαθα ότι ο κύριος Μίλλερ είχε πεθάνει πριν μερικές μέρες.
Οι φίλοι μου τον γνώριζαν και είχαν σκοπό να πάνε στην κηδεία του. Τους είπα ότι θα πάω και εγώ μαζί τους.
Μετά την κηδεία μπήκαμε στην ουρά για να πούμε δυο λόγια παρηγοριάς στους συγγενείς του νεκρού. Μπροστά μας στην γραμμή ήταν τρεις νεαροί άνδρες. Ο ένας ήταν στρατιωτικός και οι άλλοι δυο φορούσαν κοστούμι και λευκά πουκάμισα.
Πλησίασαν την κυρία Μίλλερ η οποία στέκονταν ψύχραιμη και όπως πάντα χαμογελαστή. Και οι τρεις την φίλησαν στο μάγουλο, μίλησαν για λίγο μαζί της και προχώρησαν προς το φέρετρο.
Με τα ομιχλώδη γαλάζια μάτια της τους παρακολουθούσε καθώς ένας ένας πλησίασαν τον νεκρό, και ακούμπησαν για λίγο τα χέρια τους στο άψυχο χέρι του κυρίου Μίλλερ. Στη συνέχεια αποχώρησαν και οι τρεις με βουρκωμένα μάτια.
Όταν ήρθε η σειρά μου να μιλήσω στη κυρία Μίλλερ, της είπα ποιος ήμουν και της θύμισα την ιστορία με το μικρό αγόρι και τις μπίλιες. Τα μάτια της έλαμψαν. Με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στο φέρετρο.
“Οι τρεις νέοι άνδρες που μόλις έφυγαν ήταν τα αγόρια που σου είχα πει τότε. Πριν λίγο που μου μίλησαν, μου είπαν πόσο πολύ εκτιμούν την καλοσύνη του Τζόε. Πόσο καλό τους έκανε η σκληρή “διαπραγμάτευση” του με τις μπίλιες. Τώρα, επιτέλους, που ο Τζόε δεν μπορεί να αλλάξει γνώμη για το χρώμα, ήρθαν να ξεπληρώσουν το χρέος τους. Ποτέ δεν είχαμε πλούτη στη ζωή μας”, μου εκμυστηρεύτηκε. “Αλλά αυτή τη στιγμή ο Τζόε πρέπει να είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος σε ολόκληρο τον κόσμο”.
Με απαλές κινήσεις σήκωσε τα άψυχα δάχτυλα του αποβιώσαντος συζύγου της. Κάτω από το χέρι του υπήρχαν τρεις πανέμορφες, κόκκινες μπίλιες.
Φεύγοντας από αυτή τη μικρή πόλη ένιωθα ότι έγινα λίγο πιο σοφός. Είχα μάθει κάτι πολύ σημαντικό.
Όταν φύγουμε από την ζωή κανείς δεν θα μας θυμάται για τα λόγια που είπαμε αλλά από τις πράξεις που κάναμε. Η καλοσύνη γεννάει περισσότερη καλοσύνη”.