Εγώ δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο: Ποιος ήταν ο παίδαρος και τι σχέση είχε με το Μέγαρο η Σακελαρίου;
To 1993 το όνομα της Ρίτας Σακελλαρίου ήταν συνδεδεμένο με την πολιτική ζωή της Ελλάδας. Οι πριβέ εμφανίσεις που έκανε στο Καστρί κι εκείνο το «Αυτός ο άνθρωπος αυτός» που έκανε τον πρόεδρο να σηκώνεται και να χορεύει ζεϊμπέκικο την έντυναν με τη μυθολογία της αυθεντικής λαϊκής ντίβας που μόνο οι μυημένοι μπορούν να εκτιμήσουν.
Η Ρίτα Σακελλαρίου ήταν το αυθεντικό «αντράκι». Στην ψυχή βέβαια. Εκείνη που πάλεψε από μικρή και τα κατάφερε. Γιατί η εμφάνιση και το ταμπεραμέντο ήταν μια άλλη ιστορία: λαϊκή ντίβα με γκαρνταρόμπα βασίλισσας, κομμωτές, στυλίστες, παρατρεχάμενους, αυλή ολόκληρη που συντόνιζε ο φίλος και πιστός βοηθός της, ο κ. Λάκης (Κορρές).
Στα 14 της άρχισε το τραγούδι – την είχε πάρει μαζί του ο Στέλιος Χρυσίνης που πάντα τον μνημόνευε με αγάπη – και σε λίγο βρέθηκε να κάνει σεγκόντα στον Τσιτσάνη και τον Γιάννη Παπαϊωάννου. Διαδρομή χρόνων στο τραγούδι. Καμία σχέση με το δήθεν της νέας (τηλεοπτικής) δεκαετίας του ’90. Καμία σχέση με το ποπ που ήθελε Ρουβά και Ελίνα Κωνσταντοπούλου να μπαινοβγαίνουν στα ραδιόφωνα και τα τηλεοπτικά πλατό.
Στις αρχές του ’90 η Ρίτα Σακελλαρίου διήνυε τη δεύτερη φάση της καριέρας της – που είχε ξεκινήσει από τα μέσα του ’80 με το «Είναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα» του Νίκου Καρβέλα -, πιο ξανθιά και πιο ντίβα από ποτέ. Και βέβαια αναβαθμισμένη στα μάτια του λαϊκού υποσυνείδητου που κοιτώντας με ένα πιο ψύχραιμο μάτι τα πράγματα μπορούσε να δει πάνω της κάτι από το καλό παρελθόν του λαϊκού αλλά και να αναγνωρίσει και τραγούδια παρεξηγημένα όπως το «Ιστορία μου, αμαρτία μου».
Άρεσε το τραγούδι και στον Ανδρέα (το ’93 είχε εκλεγεί ξανά πρωθυπουργός μετά το τέλος της δίκης για την υπόθεση Κοσκωτά). Και πήγαινε και στο «Can Can» να την δει. Με έναν περίεργο, αδιευκρίνιστο τρόπο, ο στίχος έγραφε – πιο πολύ από ποτέ – εκείνες ειδικά τις μέρες που ήταν ακόμη ζωντανή η εικόνα με το περίφημο νεύμα του προς τη Δήμητρα την ώρα που κατέβαιναν από το αεροπλάνο.
Ιστορία μου, αμαρτία μου, από μια φωνή μπάσα, λαϊκή, ντόμπρα που εξέφραζε τέλεια την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής. Μόνο που η ντίβα (όπως κάθε ντίβα) είχε πάντα το άγχος του νέου σουξέ. Οπως και την κρυφή επιθυμία να αναγνωριστεί από το «καθωσπρέπει» κοινό. Και το κοινό εκείνο τότε πήγαινε Μέγαρο…
Ιδού πώς θυμάται ο Γιώργος Παυριανός – που είναι υπεύθυνος μαζί με τον Νίκο Τερζή για το τελευταίο της σουξέ «Εγώ δεν πάω Μέγαρο» – τι έλεγε η Ρίτα εκείνες τις μέρες που το Μέγαρο έκανε τα πρώτα του ανοίγματα στη λαϊκή μουσική και είχε αφιέρωμα στον Θανάση Πολυκανδριώτη. Ολως τυχαίως ήταν η ίδια εποχή όπου άρχισε να λάμπει – κυρίως σε ανθρώπους του χώρου – το όνομα του νεαρού και ωραιότατου Σάκη Ρουβά.
Ποπ εκείνος, γιατί όχι κι εκείνη (άλλωστε οι διαχωριστικές ήταν πάντα θολές). Εχοντας ζηλέψει λοιπόν την επιτυχία του νεαρού και ξέροντας ότι τους στίχους των τραγουδιών του είχε κάνει ο Γιώργος Παυριανός, κάλεσε ένα βράδυ σπίτι της τον Παυριανό και τον παραγωγό της, τον Νίκο Καραγιάννη, για να μιλήσουν επί του θέματος. Από τον Καραγιάννη έμαθε και για το αφιέρωμα στον Πολυκανδριώτη στο «μοδάτο» (στον καλό κόσμο) Μέγαρο Μουσικής.
«Εμένα δεν μπορεί να με καλέσει το Μέγαρο για μια συναυλία;» αναρωτιόταν με φανερό παράπονο μπροστά τους. Για να συμπληρώσει μετά με τον πληγωμένο εγωισμό ντίβας παλαιάς κοπής: «Δεν έχω εγώ ανάγκη αγοράκι μου» (στον Παυριανό). «Γι’ αυτούς το λέω. Αμα έκανα εγώ συναυλία θα το γέμιζα. Θα τους έφερνα κόσμο. Αλλιώς, χέστηκα εγώ για το Μέγαρο. Εγώ έχω τραγουδήσει στην Αμερική, στο Κάρνεγκι Χολ, στα μεγαλύτερα θέατρα».
Και η συζήτηση συνεχίστηκε περί ανέμων και υδάτων πριν έρθει και στο θέμα Ρουβά, που η ντίβα χαρακτήρισε «κούκλο», «παίδαρο» κ.λπ. Δεν άργησε να εκφράσει ανοιχτά και την επιθυμία της.
«Ωραία τραγούδια τού έγραψες» είπε στον Παυριανό. «Να μου γράψεις ένα να το πούμε μαζί. Εγώ κι αυτός ο παίδαρος θα κάνουμε μεγάλο σουξέ».
Τον Φεβρουάριο του ’93 ο Γιώργος Παυριανός μετακομίζει κοντά στο Χίλτον και τη Μεγάλη Παρασκευή, πηγαίνοντας στον Επιτάφιο, περνάει μπροστά από το Μέγαρο Μουσικής.
«Κόσμος πολύς» θυμάται, «άντρες με μαύρα κοστούμια και γυναίκες με γκρι ταγέρ μπαίνουν μέσα για να παρακολουθήσουν τα “Κατά Ματθαίον Πάθη” του Μπαχ. Το θέαμα μού φάνηκε εξωγήινο. Αντί να πάνε στην εκκλησία, πηγαίνουν να χωθούν σε μια αίθουσα για να ακούσουν κλασική μουσική. Το Μέγαρο μού φάνηκε ξαφνικά σαν τεράστιο κενοτάφιο. Γυρίζοντας το βράδυ, έκατσα κι έγραψα ένα “δύστυχο δίστιχο” – στίχους που τις περισσότερες φορές μένουν στο συρτάρι για πάντα. “Δεν πάω κενοτάφιο, θα πάω στον Επιτάφιο”.
Περίεργα τα τερτίπια της μνήμης, της ζωής, των τραγουδιών. Και των «δύστυχων δίστιχων» του Παυριανού.
«Το καλοκαίρι του ’93 στο φιλόξενο σπίτι του Σωκράτη Καλκάνη στη Βουλιαγμένη ψάχνοντας μια μέρα για ιδέες να γράψω κάτι για τη Ρίτα, πέφτω πάνω στο “δύστυχο δίστιχο” και με μια νευρο-χημικο-ψυχολογικο-στιχουργική διαδικασία, γράφω το “Εγώ δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο”. Ο πρώτος που το άκουσε ήταν ο Σωκράτης. “Θα γίνει μεγάλο σουξέ” μου λέει. Το ίδιο είπε και ο Νίκος Τερζής που του έδωσα τους στίχους για μελοποίηση».
Αλλά κάθε πράγμα έχει τον καιρό του και το Μέγαρο επίσης. Η σημασία του στον χώρο των τεχνών και της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα ήταν μεγάλη (είχε γίνει η αρχή μόλις δυο χρόνια πριν), γι’ αυτό κι όταν οι στίχοι έφτασαν στη δισκογραφική εταιρεία, ουδείς αναλάμβανε την ευθύνη να κάνει αστειάκια. «Ωραίο», μου έλεγαν όλοι, «πολύ ωραίο, ρε παιδί μου», θυμάται ο Παυριανός, «αλλά θα σε χτυπήσει ο Λαμπράκης με τις εφημερίδες του». Η δε Ρίτα το αντιμετώπισε και αυτή με επιφυλακτικότητα. «Εγώ σου είπα να γράψεις ένα τραγούδι να το πούμε μαζί με τον Σάκη. Οχι για έναν παίδαρο γενικά».
Η λύση; Πιο απλή απ’ ό,τι φαινόταν.
«Πιάνω μια φίλη μου» λέει ο Παυριανός «και μέσω αυτής στέλνω το τραγούδι στον Χρήστο Λαμπράκη. Η απάντηση ήταν αυτή που περίμενα: τo τραγούδι δεν κοροϊδεύει το Μέγαρο, δεν θα “απαντήσει” με τις εφημερίδες του, αντίθετα το θεωρεί διαφήμιση. Μπορούμε να το κυκλοφορήσουμε». Και έτσι ο «Παίδαρος» έγινε τραγούδι.
Εναν χρόνο μετά γίνεται το απόλυτο σουξέ και σλόγκαν που το ξέρουν όλοι, η Ρίτα λάμπει μέσα στα λαμέ μοντελάκια της στο «Can Can», η Δήμητρα Λιάνη γίνεται Δήμητρα Λιάνη – Παπανδρέου και το ρεπερτόριο των προεδρικών σουαρέ έχει αποκτήσει ένα ακόμη τραγούδι που αρέσει ιδιαίτερα στην οικοδέσποινα του Καστριού. Είναι, λέει, το αγαπημένο της. Μόνο που εδώ Μέγαρο είναι το Προεδρικό και παίδαρος όχι ο Ρουβάς, αλλά ο Ανδρέας. Αυτά έχει η μουσική. Την κάνεις ό,τι θέλεις…
Στο βίντεο που ακολουθεί ο Γιώργος Παυριανός αποκαλύπτει στην ΕΡΤ την ιστορία του τραγουδιού
Πηγή: Ποντίδα Χάρη – tanea.gr