Επιστολή του Κώστα Καρυωτάκη στη Μαρία Πολυδούρη
Για τον Κώστα Καρυωτάκη και τη Μαρία Πολυδούρη οι δρόμοι ήταν παράλληλοι και μοιραίοι, ή όπως γράφει και ο Σταύρος Κουγιουμτζής στην αφιερωμένη γι΄αυτούς μπαλάντα: «στο συρτάρι μια παλιά φωτογραφία κι η ζωή μας δυο παράλληλες γραμμές».
Ήταν δύο νέοι άνθρωποι με πολύ ταλέντο, που από διαφορετικούς δρόμους αγγίξανε την ευτυχία, καταξιωμένοι ποιητές και ερωτευμένοι.
Η συνάντηση των δύο ποιητών στη ζωή θα μπορούσε να πει κανείς ότι τους οδήγησε πιο γρήγορα στον θάνατο. Ο Γ. Κορωναίος σε άρθρο του στη δεκαετία του ‘50 αναφέρει σχετικά: «Αν ο Καρυωτάκης δεν απαρνιόταν τον άνθρωπο και αν η Πολυδούρη μπορούσε να συμφιλιώσει τον πληθωρικό εσωτερικό της κόσμο με την πραγματικότητα της εποχής της, ίσως και οι δύο τους να βρισκόντουσαν ανάμεσά μας και η προσφορά τους στα ελληνικά γράμματα να ήταν πολύ μεγαλύτερη. Δυστυχώς αντί να διαλέξουν τον φαρδύ δρόμο που οδηγεί στον άνθρωπο προτίμησαν το σκοτεινό δρομάκι που οδηγεί στον θάνατο».
Αδιαμφισβήτητα, οι δύο μεγάλοι ποιητές του έρωτα και του θανάτου έζησαν λίγο, η προσφορά τους όμως στα γράμματα ήταν τεράστια και το έργο τους δείχνει ανάγλυφα την πραγματικότητα.
Ακολουθεί η επιστολή του Κώστα που εκφράζει τη μεγάλη αγάπη του προς τη Μαρία..
Μαρίκα μου,
Έλαβα χθες το γράμμα σου του Σαββάτου. Μου μετέδωσε όλη τη λύπη σου.
Γιατί να υποφέρεις έτσι; Πρέπει να υπομείνεις αυτό το χωρισμό, αφού δε θα διαρκέσει πολύ. Προσπάθησε να διασκεδάζεις. Βγαίνε όσο μπορείς συχνότερα έξω.
Πήγαινε με τις φίλες σου. Θα φύγεις και θα νοσταλγήσεις πάλι την ωραία πατρίδα σου.
Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ` αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ` αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ν` αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη;
Πόσο καλό μου κάνουν τα γράμματά σου, όσο κι αν είναι γεμάτα από τη μελαγχολία σου εκείνη! Και πόσο είναι όμορφα γραμμένα! Ένα «Τάκη!» ή ένα «πού είσαι;», καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει, φτάνουν βαθιά ως την καρδιά μου.
Ήθελα πράγματι να ήμαστε, έστω και πουλιά, στο θαυμάσιο εκείνο τοπίο, όπως ήθελα να `μαστε στο χωριό αυτό των Άλπεων, καλύτερα όμως — το ομολογώ — άνθρωποι, αλλά πιο απλοϊκοί, πιο ελεύθεροι από τώρα. Εν ανάγκη δε και Φρατέλοι. Τότε τουλάχιστο θα είχαμε την όμορφη αυτή γλώσσα σα να λέμε την αγάπη μας.
Με χίλια φιλιά
Κ.
01-06-1922