Τέχνες

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: Όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή..

advertisement

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έλεγε: «Ήθελα γρήγορα να ζήσω. Τη ζωή μου την περπάτησα, όπως ήθελα».  Αντισυμβατική και παρορμητική. Γυναίκα κιμπάρισσα, γεμάτη πάθη. Γυναίκα πέρα απ’ την εποχή της. Πέρα κι απ’ τη δική μας εποχή. Όρισε τη ζωή της, όπως ακριβώς ήθελε. Η λαϊκή ποιήτρια, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, έγραφε με μεγάλη ευκολία. Όπως χτυπάει η καρδιά του ανθρώπου. Όπως κλαίει ένα μωρό που ψάχνει τη μητρική αγκαλιά. Έγραφε στίχους σε πακέτα τσιγάρων, στους λογαριασμούς του σπιτιού, σε χαρτιά που έβρισκε παραπεταμένα. Κι όταν δεν είχε σπίρτα, έπαιρνε ένα απ’ αυτά τα χαρτιά και τα έβαζε στη σόμπα για να ανάψει το τσιγάρο της. «Σιγά, θα γράψω άλλους στίχους», έλεγε.

πηγή εικονας: sansimera.gr

Κάθε στιγμή, την έκανε στίχο… «μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό», τραγούδησε. «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά, χωρίς αγάπη και χαρά», ψιθύρισε. «Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα», είπε και μπήκε στα σπίτια όλων των Ελλήνων. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έζησε με πάθος. Έπαιξε την τύχη της στα ζάρια και άπλωσε όλη της τη ζωή στη πράσινη τσόχα. Μια ζωή ακροβατώντας στα όρια που μπορούσε να αντέξει η κοινωνία τότε. Δεν την ενδιέφερε ούτε η δόξα, ούτε η υστεροφημία. Όλα πρόσκαιρα. Μέχρι να σβήσει το τσιγάρο που είχε πάντα στο χέρι και να γίνει στάχτη…

Τα παιδικά χρόνια στο Αϊδίνι και ο ξεριζωμός

Η Ευτυχία Χατζηγεωργίου-Οικονόμου, αργότερα Νικολαΐδου και τελικά Παπαγιαννοπούλου, γεννιέται στο Αϊδίνι το 1893 και μεγαλώνει σε μία ευκατάστατη οικογένεια, έχοντας πολλές ανέσεις. Σε μικρή ηλικία χάνει τον πατέρα της. Η απώλεια αυτή τη σημαδεύει, όπως πίστευε η ίδια. Τότε, παθαίνει μια μανία να πουλάει και να αγοράζει συνεχώς. Πουλάει, κρυφά απ’ τη μητέρα της, το στασίδι τους στην εκκλησία, που είχε κάθε εύπορη οικογένεια και τα λεφτά τα δίνει σε μια γειτόνισσα για να αγοράσει ό,τι θέλει.

Η Ευτυχία έχει έφεση στα γράμματα και έτσι σπουδάζει δασκάλα. Το 1911, όμως, οι γονείς της την παντρεύουν με προξενιό, με τον πλούσιο έμπορο, αλλά και κατά 20 χρόνια μεγαλύτερό της, Κωνσταντίνο Νικολαΐδη. Μαζί αποκτούν δύο παιδιά, παρά το γεγονός ότι ο Νικολαΐδης δεν ήταν ο άντρας που ονειρευόταν η Ευτυχία. Η εισβολή του τουρκικού στρατού στο Αϊδίνι τον Ιούνιο του 1919 έκανε την Ευτυχία μαζί με τη μητέρα της, Μαριόγκα, και τις δύο κόρες της, παραμονές του πολέμου να φύγουν.

«Γύρω μου πέφτανε νεκροί – δεκάδες κάθε μέρα… Κάποτε φτάσαμε στην παραλία. Μπήκαμε στα πλοία που μας έφεραν στον Πειραιά. Μας ρίξανε στις παράγκες…», είχε πει η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου σε μια συνέντευξή της στον Γιάννη Θεοδωράκη.

advertisement

«Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά και απ’ τα πολλά στα λίγα»

Μετά την κατάρρευση του μετώπου, με κάποιο από τα καράβια που διέσωζαν τους Έλληνες Μικρασιάτες, θα φθάσουν στη Λέρο και από εκεί στον Πειραιά. Εκεί η Ευτυχία βρίσκει τον άντρα της, που είχε φτάσει ήδη στην Ελλάδα και εγκαθίστανται στο Χαλάνδρι. Ξεκινούν τη ζωή τους απ’ το μηδέν. Η προσαρμογή στην Ελλάδα δεν είναι εύκολη. Η Ευτυχία στη μνήμη της έχει συνέχεια τις στιγμές αγωνίας του διωγμού. Έχει στα αυτιά της τις κραυγές από τις μάνες, τα κλάματα των παιδιών και νιώθει ακόμη το φόβο μη χάσει τα παιδιά της και τη μάνα της.

Καράβι που ταξίδεψε και πια δε θα ξανάρθει. Δεν είναι δάκρυ να σωθεί, ποτάμι για να ξεραθεί, ούτε κερί να σβήσει. Είναι καημός που δεν περνά, είναι καρδιά που θα πονά σε όλη της τη ζήση, στίχοι της απ’το τραγούδι «Καράβι που ταξίδεψε».

Το ντεμπούτο της στο θέατρο

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, πριν αρχίσει να γράφει στίχους, υπήρξε ηθοποιός. Αρχίζει να γνωρίζει ηθοποιούς και να πίνει καφέ μαζί τους. Κάπως έτσι μπήκε στο χώρο της υποκριτικής. Κάπου στο 1924 η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου θα γνωρίσει κάποιον Νίκο Αλεξίου, έναν ευκατάστατο άντρα, ο οποίος κάνει θιάσους, τα λεγόμενα «μπουλούκια» και γυρίζουν όλη την Ελλάδα. Ο Αλεξίου τη βοηθάει στα πρώτα της βήματα. Υπάρχουν φήμες πως εκείνη την εποχή εμφανιζόταν στο θέατρο ως Ευτυχία Αλεξίου, πράξη προκλητική, αφού ήταν ακόμη παντρεμένη με τον Νικολαΐδη. Πολύ γρήγορα η Ευτυχία είπε στο Νικολαΐδη ότι θέλει να χωρίσουν και να γίνει ηθοποιός. Με τον Αλεξίου είναι αρκετά χρόνια μαζί. Όταν χωρίζουν, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ζητάει απ’ τη Μαρίκα Κοτοπούλη να παίξει μαζί τους.


Το μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή της: «Γιώργος Παπαγιαννόπουλος»

Ο μεγάλος έρωτας της ζωής της ήταν ο Γιώργος Παπαγιαννόπουλος, που φέρει το επίθετό του στο υπόλοιπο της ζωής της. Ένας άντρας περίπου δέκα χρόνια νεότερος από την Ευτυχία. Γνωρίστηκαν γύρω στο 1928 και αμέσως εκείνος κέρδισε την καρδιά της. Ο Παπαγιαννόπουλος ήταν Αστυφύλακας, «μπάτσος», όπως έλεγε η ίδια, αλλά είχε και εκείνος πνευματικές ανησυχίες. Διάβαζε λογοτεχνία και ποίηση και σύχναζε σε βιβλιοθήκες, όπως και εκείνη. Το 1932 ο πρώτος της άντρας, Νικολαΐδης, θα αφήσει τη τελευταία του πνοή. Ο δρόμος είναι πια ανοιχτός για να ανέβουν, ο Παπαγιαννόπουλος και η Ευτυχία, τα σκαλιά της εκκλησίας. Στο μεταξύ, στέγαζε, μαζί με την οικογένεια της, και τον Λουκά, έναν γκέι. Όταν μείνουν μαζί με τον Παπαγιαννόπουλο, ως νόμιμοι σύζυγοι, η Ευτυχία θα πει: «Τώρα είμαι μ’ έναν μπάτσο και μ’ έναν πούστη». Η Ευτυχία πλέον γίνεται Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Έτσι θα μείνει στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ως Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου θα μπει στα σπίτια όλων των Ελλήνων. Έτσι θα την μάθουν οι συνθέτες που αργότερα θα την παρακαλούν να τους γράψει στίχους!

Τα ψηλά τα σκαλοπάτια όσες τ’ ανεβήκανε, βρήκαν πλούτη, μεγαλεία, μα καρδιά δε βρήκανε.


«Πάρα πολλά έγραψα, ούτε και τα θυμάμαι»

Η Παπαγιαννοπούλου γράφει ποιήματα, αλλά δεν έχει κατά νου τη στιχουργική. Αυτό αλλάζει, όταν γνωρίζει τη Μαρίκα Νίνου, η οποία έχει προσωπική σχέση με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Η Νίνου εκτιμάει πολύ τις στιχουργικές ικανότητες της Ευτυχίας. Η ίδια νιώθει ποιήτρια και έχει ενδοιασμούς για τη στιχουργική. Σύντομα, όμως, ο Τσιτσάνης θα της δείξει το δρόμο. Η στιχουργική της πορεία, λοιπόν, ξεκινά στο πλευρό του Βασίλη Τσιτσάνη.

Έκανε ωραία πράγματα ο Βασίλης. Κι αυτός με έμαθε να γράφω, γιατί εγώ φιλολογούσα. Έκανα κάτι πράγματα…ποιήματα. Αλλά αυτός με έμαθε να γράφω, να επαναλαμβάνω το ρεφρέν. Ας πούμε: Πήρα τη στράτα κι έρχομαι/μες στη βροχή και βρέχομαι/στα σκαλοπάτια σου εγώ σφυρίζω/άσε με μέσα για να μπω και στρώσε μου να κοιμηθώ, είχε πει χαρακτηριστικά σε μία συνέντευξη.

Ο Τσιτσάνης της δείχνει πώς ο στίχος γίνεται ρεφρέν. Οι συναντήσεις τους όμως γίνονται με απόλυτη μυστικοπάθεια. Όμως, όσο και να θέλει ο Τσιτσάνης να κρατήσει κρυφή τη συνεργασία του με την Ευτυχία, είναι αρκετά έντονη προσωπικότητα και το ταλέντο της μεγάλο για να μείνει κρυφό. Εκείνο το διάστημα όλοι διεκδικούν τους στίχους της Παπαγιαννοπούλου. Έτσι, αρχίζουν και μαθαίνουν όλοι τη «γριά» της στιχουργίας (την αποκαλούσαν έτσι γιατί ξεκίνησε να γράφει στα 55 της έτη). Στη συνέχεια, συνεργάζεται με το Χιώτη, το Ζαμπέτα, τον Παπαϊωάννου, τον Χατζιδάκι, το Λοΐζο και πάρα πολλούς άλλους.

«Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Κι ας γίνουν ό,τι θέλουν»

Η Παπαγιαννοπούλου πουλά τους στίχους της όσο-όσο. Προτιμά να λαμβάνει ένα ποσό στο χέρι, παρά να βασίζεται στα ποσοστά απ’ τις πωλήσεις του δίσκου. Πουλάει τους στίχους της σε άλλους στιχουργούς για πολύ λίγα χρήματα και δεν βάζει το όνομα της στους δίσκους. Ίσα-ίσα για να έχει χρήματα για το πάθος της, τον τζόγο. Αδιαφορεί για την πνευματική της παραγωγή. Σε μια συνέντευξή της αργότερα θα πει:

Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από ‘κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δεν θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω, υπογράφω μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα – ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα.

Ο μόνος που επιμένει να μην αγοράσει τα τραγούδια της, αλλά να της δίνει τα νόμιμα ποσοστά, είναι ο Απόστολος Καλδάρας. Την πείθει ότι είναι πολύ σημαντικό να παίρνει τα δικαιώματα απ’ τα τραγούδια της. Η συνήθεια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου να πουλά τους στίχους της, μας κάνει να μην γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των τραγουδιών της. Δικές της οι «Αλλοτινές μου εποχές». Δικές της οι «Περασμένες μου αγάπες». Δικά της τα «Ηλιοβασιλέματα». Δικό της το «Αντιλαλούνε τα βουνά». Δικός της ο«Γυάλινος κόσμος». Δικό της το «Λίγο-λίγο θα με συνηθίσεις». Δικό της το «Πετραδάκι-πετραδάκι». Δικό της το «Τι να σου κάνει μια καρδιά». Δικά της τα «Συρματοπλέγματα βαριά». Αργότερα θα γράψει το «Όνειρο Απατηλό». Δικό της και το «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι». Και άλλα πολλά. Και όλα σπουδαία. Και άλλα τόσα που δε θα τα μάθουμε ποτέ. Όταν αργότερα την προσέγγισε κάποιος για να εκφράσει τον ενθουσιασμό του για τον στίχο «σαν πλοίο που ναυάγησε/σαν νούφαρο που μάδησε», η Ευτυχία θα του πει:

Άνθρωπε μου σε είχα και για έξυπνο. Δεν ξέρεις ότι τα νούφαρα δε μαδάνε, αλλά σαπίζουν;


«Παθιασμένη με την πράσινη τσόχα»

«Εγώ δεν τρώω φαΐ, λεφτά τρώω», συνήθιζε να λέει. Ξεκίνησε να παίζει στο θέατρο, στα μπουλούκια. Ήταν άρρωστη με τον τζόγο. Έπαιζε πόκα. Δεν έκανε καρέ στο σπίτι. Προτιμούσε να παίζει με άντρες σε υπόγεια. Κι όταν έχανε, έλεγε στη Σωτηρία Μπέλλου πάνω απ’ τα ζάρια: «Ρε κουφάλα, όλα τα μάζεψες». Δεν την ενδιέφερε να κερδίσει. Έπαιζε για το παιχνίδι. Ήταν απόλυτα εξαρτημένη. Όταν δεν είχε χρήματα, έκανε τα πάντα για να βρει. Πούλησε μέχρι και τη στολή του άντρα της στο παλιατζίδικο για να βγάλει χρήματα.

Ο σύζυγος της, Γιώργος Παπαγιαννόπουλος, προσπαθούσε μάταια να της το απαγορέψει. Όμως, η Ευτυχία στο πίσω μέρος του σπιτιού είχε μια μάντρα και είχε βάλει μια σκάλα, για να βγαίνει το βράδυ, όταν ο άντρας της κοιμόταν και να πηγαίνει να χαρτοπαίζει σε καρέ στη γειτονιά. Όταν ήρθε η μέρα της παρέλασης, ο Παπαγιαννόπουλος ψάχνει τη στολή του, αλλά δεν την βρίσκει. Έρχεται σε ρήξη με την Ευτυχία. Θέλει να φύγει απ’ το σπίτι, είναι ανένδοτος. Τότε οι κόρες της, επειδή η Ευτυχία απαντούσε σε όλα όσα της έλεγε ο άντρας της και υπήρξε αντίλογος, της είπαν να μπει στο πατάρι για να μη την βλέπει και να προσπαθήσουν εκείνες να τον ηρεμήσουν και να τον μεταπείσουν. Σε λίγο τις φωνές που ακούγονταν στο σπίτι, θα διακόψει η φωνή της Παπαγιαννοπούλου που λέει στην κόρη της:

Μαίρη, πες μου μωρή μια πολιτεία της Αμερικής με 10 γράμματα, έλυνε σταυρόλεξο στο πατάρι.

Τότε η Ευτυχία θα γράψει το τραγούδι «λίγο-λίγο θα με συνηθίσεις»/  Τι θα γίνω μες στη ζωή, αν ξυπνήσω ένα πρωί και κοιτάξω στην αγκαλιά μου, από μέσα να λείπεις εσύ.


«Τα βάσανα και οι καημοί…»

Το 1956 η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου χάνει τον άντρα που αγάπησε πιο πολύ στη ζωή της. Τον Γιώργο της. Παρηγοριά έχει πλέον τις δύο κόρες της. Η μεγάλη κόρη της Παπαγιαννοπούλου, ήταν αυτή που έκανε την τσιγγάνα στο έργο «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο». Αυτή είναι η Μαίρη Λαΐδου(Νικολαΐδου). Το 1960 πεθαίνει μέσα σε 20 μέρες. Ήταν μόλις 42 ετών. Η Ευτυχία τότε καταρρέει. Δίπλα στην αρρώστια της κόρης της, είχε την Ρένα Βλαχοπούλου. Τώρα η Παπαγιαννοπούλου θα γράψει ένα απ’ τα σπουδαιότερα τραγούδια της.

Δύο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα. Σεργιάνισα ένα πρωινό κι ώσπου να ‘ρθει το δειλινό από την άλλη βγήκα.

Σε μια συνέντευξή της θα πει:«Πάντοτε οι δυσχέρειες δε λείπουν απ’ τη ζωή του ανθρώπου. Όσο ζει, βασανίζεται. Εμείς τη δημιουργούμε τη μοίρα μας; Εγώ αυτό λέω, ότι εμείς τη δημιουργούμε…».

πηγή εικόνας: youtube

«Όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή. Σαν λουλούδι κάποιο χέρι θα μας κόψει μιαν αυγή»

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου άφησε τη τελευταία της πνοή στις 7 Ιανουαρίου 1972. Κάπνιζε μέχρι και την τελευταία στιγμή. Έφυγε, έχοντας ζήσει συνεπής με τα θέλω και τα πάθη της. Μια γυναίκα που προσπαθούσε πάντα να κρύβει τους καημούς και τα βάσανά της. Ίσως γιατί προτιμούσε να τα κάνει στίχους. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν μεγάλη, χωρίς να το προσπαθεί. Δεν κλείστηκε σε καλούπια, δεν έγραφε κατά παραγγελία, δεν χωρούσε στα κυκλώματα.

Μια σπουδαία στιχουργός που δοξάστηκε κατόπιν εορτής. Η ζωή της ανέβηκε πρώτα στο θεατρικό σανίδι που την υποδυόταν επί σειρά ετών η σπουδαία ηθοποιός Νένα Μεντή. Και τώρα είδαμε τη ζωή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου να παίρνει σάρκα και οστά στις μεγάλες οθόνες. Σε μία καταπληκτική δουλειά του Άγγελου Φραντζή και με δύο μοναδικές ερμηνείες, αυτή της Κάτιας Γκουλιώνη και της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη που την ενσαρκώνουν σε δυο χρονικές περιόδους της ζωής της.

Την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου την περιβάλει ένας μύθος. Ήταν χύμα. Δεν την ενδιέφεραν τα φτιασίδια και το νοικοκυριό. Δεν είχε μπουντουάρ. Πήγαινε νύχτα στα μπουζούκια. Είχε εμμονή με την τράπουλα. Έπαιζε, όπου έβρισκε. Σε καφενεία, σε σπίτια, σε καταγώγια με άντρες. Όχι κουμ-καν, «αυτό το παίζουν οι ανιαρές κωλόγριες» έλεγε. Ήταν εθισμένη με την πόκα. Τη μία στιγμή έγραφε στίχους και την άλλη έβαζε φωτιά και τους έκαιγε. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου μπήκε αποφασιστικά στον ανδροκρατούμενο χώρο του τραγουδιού και τον καθόρισε. Αυτή ήταν η στιχουργός Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου! Η λαϊκή ποιήτρια που με το μολύβι της ψυχής της χάραξε στο χαρτί τους καημούς, τον πόθο και τα βάσανα των ανθρώπων.

-Για τον εαυτό σας κυρία Παπαγιαννοπούλου δε θα μας πείτε κάτι;

-Τι να σας πω εγώ. Μιλάνε τα τραγούδια μου.


Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου απαγγέλλει στίχους της από το τραγούδι της Κάποιο τρένο θα περάσει.

https://www.youtube.com/watch?v=boBJWY1uOJc&feature=emb_title

Δέκα διαμάντια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου

[maxmag]

advertisement
Back to top button