Ζακλίν ντε Ρομιγί: Όποιος σήμερα σκέφτεται, σκέφτεται ελληνικά έστω και αν δεν το υποπτεύεται
Το «Νουβέλ Ομπσερβατέρ» την αποκάλεσε «Κυρία Ελλάδα». Όταν πέθανε στα 97 της χρόνια το Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού την εξύμνησε: «Σε στιγμές δύσκολες για την Ελλάδα, όπου η φήμη της τίθεται συχνά υπό αμφισβήτηση, η φωνή και το έργο της Ζακλίν ντε Ρομιγί υπήρξαν καθοριστικά για την υπενθύμιση και ανύψωση του ελληνικού πολιτισμού, της ελληνικής γραμματείας. Σπάνια η χώρα μας αξιώθηκε τέτοιους συμμάχους. Η Ελλάδα σήμερα πενθεί».
Η φωτισμένη ελληνίστρια και παθιασμένη φιλέλληνας, η Γαλλίδα ακαδημαϊκός, συγγραφέας, μεταφράστρια των Ελλήνων κλασικών στα γαλλικά, καθηγήτρια των Αρχαίων Ελληνικών στη Σορβόνη και πρώτη γυναίκα καθηγήτρια που δίδαξε στο College de France, το σημαντικό και ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα κλασσικής παιδείας στη Γαλλία, ήταν ένα σύμβολο του πνεύματος και αντλούσε τις εμπνεύσεις της και το νόημα της ζωής από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία.
Ήταν μια από τις μεγάλες μορφές που σημάδεψαν τα ελληνικά κλασσικά κείμενα με στόχο και σκοπό να γίνουν γνωστά, όσο γινόταν σε όσες χώρες και ιδιαίτερα βέβαια στη Γαλλία και φυσικά… στην Ελλάδα.
Θεωρούσε ότι μόνο η αρχαία Ελλάδα, με την σωστή φιλοσοφία της θα μπορούσε να βοηθήσει ώστε η Δύση (και όχι μόνο) θα μπορούσε να αναπτύξει τον πλούτο της διανόησης και του ανθρωπισμού, σε συνδυασμό με τα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής.
Επισκεπτόταν πολύ συχνά την Ελλάδα και με πολλούς τρόπους είχε δείξει την αγάπη της και τον θαυμασμό της για τη χώρα μας.
«Η Ελλάδα» είχε πει: «ήταν πρώτη στην λογοτεχνία, στη σκέψη, στη φιλοσοφία. Οι αρχαίοι Έλληνες εφεύρισκαν τα πάντα. Δεν μπορούμε να μη δούμε ότι η Ελλάδα ανακάλυψε τη δημοκρατία, την τραγωδία, την κωμωδία, την ιστορία, την ρητορική, την διαλεκτική αλλά κυρίως οι Έλληνες είχαν μια εκπληκτική ικανότητα να πηγαίνουν στην ουσία και να πραγματοποιούν θαύματα και πολιτισμό!»
Παράδειγμα έφερνε πάντα τον αγαπημένο της συγγραφέα τον Θουκυδίδη. Ο αρχαίος ιστορικός Θουκυδίδης υπήρξε η μεγάλη αγάπη της Γαλλίδας ελληνίστριας. Ασχολήθηκε, διάβασε, έμαθε και έγραψε το βιβλίο: «ο Θουκυδίδης και ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός».
Περνώντας τα τελευταία χρόνια της ζωής της το μεγαλύτερο διάστημα στο εξοχικό σπίτι της στην Εξ-αν-Προβάνς, το οποίο είχε διαμορφώσει σαν μικρογραφία του ελληνικού τοπίου, μέσα στις ελιές και τα πεύκα, η Ζακλίν ντε Ρομιγί πέθανε σε νοσοκομείο στο παρισινό προάστιο της Βουλόνης. Ηταν πια σχεδόν τελείως τυφλή, αλλά με το πνεύμα της απολύτως αδιάβλητο από το γήρας. «Είμαι πια πολύ γριά. Αλλά στο τέλος της ζωής μου ό,τι υπήρξε πάντα βασικό αντικείμενο της εργασίας μου, μου φαίνεται πιο πολύτιμο από ποτέ», έλεγε και υπαγόρευε τα τελευταία της βιβλία στους συνεργάτες της ή στο μαγνητόφωνο.
Το 2007 μιλώντας στο περιοδικό «Le Point» προέβλεπε: «Δεν είμαι πολύ αισιόδοξη για τις αγαπημένες μου αρχαίες γλώσσες, ούτε άλλωστε για τα γαλλικά ούτε για τις ανθρωπιστικές σπουδές εν γένει και, ακόμη λιγότερο, για το μέλλον του πολιτισμού μας. Αν δεν υπάρξει κάποιο σκίρτημα, οδεύουμε προς μια καταστροφή και μπαίνουμε σε μια εποχή βαρβαρότητας». Και προειδοποιούσε: «Το να μάθεις να σκέφτεσαι, να είσαι ακριβής, να ζυγίζεις τις λέξεις σου, να ακούς τον άλλον, σημαίνει να είσαι ικανός να διαλέγεσαι και είναι το μόνο μέσο για να αναχαιτισθεί η τρομακτική βία που αυξάνεται γύρω μας. Ο λόγος είναι ένα φρούριο κατά της κτηνωδίας. Οταν δεν ξέρουμε, όταν δεν μπορούμε να εκφραστούμε, όταν ο λόγος δεν είναι επαρκής, όταν δεν είναι αρκετά επεξεργασμένος επειδή η σκέψη είναι ασαφής και μπερδεμένη, δεν απομένουν παρά οι γροθιές, τα χτυπήματα, η άξεστη, βλακώδης, τυφλή βία…».
Αν αναζητούσε κανείς στη ζωή της ένα μοιραίο σημείο εκκίνησης για ό,τι θα γινόταν πάθος και αφοσίωση, θα μπορούσε να σταθεί στην ημέρα που η Ζαν Μαλβουαζάν χάρισε στην έφηβη κόρη της ένα αντίτυπο της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη. Η νεαρή Ζακλίν αφοσιώνεται στην ανάγνωσή του. Σπουδάζει στο παρισινό lycee Moliere από όπου αποφοιτά το 1930, έχοντας αποσπάσει στις γενικές εξετάσεις για αριστούχους της Γαλλίας, αριστείο στα λατινικά και δεύτερο βραβείο στα αρχαία ελληνικά. Γίνεται δεκτή στην Έcole Normale και, μαθητεύοντας δίπλα στον ελληνιστή Πολ Μαζόν, αποφοιτά το 1936 με δίπλωμα Φιλολογίας. Η γερμανική κατοχή και η ναζιστική κυβέρνηση του Βισί αναστέλλουν τις σπουδές της καθώς, ως εβραϊκής καταγωγής, ζει κρυμμένη. Το 1947 πάντως ολοκληρώνει το διδακτορικό της με θέμα «Ο Θουκυδίδης και ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός».
Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Λιλ κι από το 1957 έως το 1973 στη Σορβόνη και μετά στο Κολέγιο της Γαλλίας. Υπήρξε διδάκτωρ επί τιμή στα Πανεπιστήμια των Οξφόρδης, Αθήνας, Δουβλίνου, Χαϊδελβέργης, Μόντρεαλ, καθώς και στο Γέιλ. Είχε παρασημοφορηθεί πολλές φορές από το γαλλικό κράτος (έλαβε το 2007 το «μεγαλόσταυρο» της Λεγεώνας της Τιμής) και από την Ελλάδα το «Παράσημο του Φοίνικος» (1977). Το 1984 είχε πάρει το Μεγάλο Βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας. Και το 1995 το Βραβείο Ωνάση. Τότε, μιλώντας στην Πνύκα είχε πει: «Ολος ο κόσμος πρέπει να μάθει ελληνικά. Η ελληνική γλώσσα μάς βοηθάει κατ’ αρχήν να καταλάβουμε τη δική μας γλώσσα».
Χαρακτηριστικό της μεγάλης της αγάπης για την Ελλάδα ένα περιστατικό: Στη μεγάλη πυρκαγιά το 2007, που έφτασε μέχρι την αρχαία Ολυμπία, ήταν εκείνη που είχε προτρέψει τους Γάλλους συμπολίτες της να βοηθήσουν εμπράκτως για την αποκατάσταση των περιοχών που είχαν πληγεί.
Στη χώρα μας, η σημαντική της προσφορά τιμήθηκε με την εκλογή της στην Ακαδημία Αθηνών, την πολιτογράφηση της ως Ελληνίδα με Προεδρικό Διάταγμα το 1995 ενώ χρίστηκε «πρέσβειρα του Ελληνισμού» το 2001. Από το έργο της, πάνω από είκοσι βιβλία της έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά. Συνέχισε να μελετά και να γράφει μέχρι το τέλος της ζωής της σε βαθύ γήρας.