Η Αθήνα του Όθωνα, του Τσίλερ και της μόνιμης σκόνης.. Βόλτα στην άγνωστη Αθήνα του 19ου αιώνα
Η Αθήνα του Όθωνα. Η Αθήνα του Τσίλερ. Η Αθήνα των πρώτων αρχιτεκτονικών σχεδίων, των οδών που παίρνουν τα πρώτα (αρχαιοελληνικά, πάντα αρχαιοελληνικά) ονόματά τους και των νεοκλασικών αρχοντικών. Η Αθήνα του Γεώργιου Σουρή. Η Αθήνα των περίλαμπρων χορών στα σπίτια των πρέσβεων της. Η Αθήνα του πετροπολέμου. Η Αθήνα του Οφθαλμιατρείου και του «κονιορτού», της μόνιμης σκόνης που αιωρούνταν πάνω από τους χωματόδρομούς της. Η Αθήνα του 19ου αιώνα. Η Αθήνα που δεν ξέρουμε.
Της Ηρώς Κουνάδη
Βόλτες σε μια άγνωστη Ιστορία
Από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς μέχρι τους επίσημους οδηγούς της πόλης που έχουν εκδώσει κατά καιρούς φορείς όπως ο Δήμος Αθηναίων σε συνεργασία με το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, η Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. καταλαμβάνει παντού και πάντα τη συντριπτική πλειοψηφία των σελίδων. Ο 19ος αιώνας της πόλης εξαντλείται συνήθως στις τρεις σελίδες που καταλαμβάνει η Τριλογία της Πανεπιστημίου –άντε και σε μια σύντομη αναφορά στα ανάκτορα του Όθωνα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ιστορικός Λεωνίδας Καλλιβρετάκης στη σχετική έκδοση του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, «η Αθήνα του Περικλή μας είναι περισσότερο γνωστή απ’ όσο η Αθήνα του Κωλέττη και του Τρικούπη».
«Ο 19ος αιώνας είναι η γοητευτική περίοδος της Αθήνας» μου λέει ο Θανάσης Γιοχάλας, Ιστορικός και συν-συγγραφέας του μοναδικού στο είδος του βιβλίου «Αθήνα: Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την Ιστορία και τη λογοτεχνία», το οποίο επικεντρώνεται σε αυτήν ακριβώς την περίοδο, περιγράφοντας ιστορικά κτίρια, δρόμους, πλατείες και γειτονιές, παράλληλα με την καθημερινότητα των κατοίκων της, όπως αυτή σκιαγραφείται μέσα από τις λογοτεχνικές αφηγήσεις ποιητών και συγγραφέων μεταξύ των οποίων οι Γεώργιος Σουρής, Εμμανουήλ Ροΐδης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Γεώργιος Δροσίνης, Μένης Κουμανταρέας, Κώστας Ταχτσής και πολλοί άλλοι.
«Αν είχαμε καταφέρει να διατηρήσουμε το ιστορικό κέντρο όπως ήταν τότε, η Αθήνα θα ήταν σήμερα μια εντελώς διαφορετική πόλη» συνεχίζει ο κ. Γιοχάλας. «Κάποια στοιχεία έχουν διατηρηθεί, είναι όμως μόνο στοιχεία, ενός συνόλου το οποίο χάθηκε –γι’ αυτό και εύκολα τα προσπερνάς χωρίς να τα προσέξεις».
Σκηνές από μια άλλη αθηναϊκή καθημερινότητα
«Ήταν σίγουρα μια πιο ανθρώπινη πόλη» απαντά ο κ. Γιοχάλας όταν τον ρωτώ αν η Αθήνα του 19ου αιώνα ήταν πιο κατοικήσιμη, και πιο ωραία για βόλτες απ’ ό,τι η σημερινή. «Αρκεί να σκεφτούμε ότι ο πληθυσμός της ήταν πάρα πολύ περιορισμένος. Μιλάμε για μια πρωτεύουσα, καινούρια μεν αλλά πρωτεύουσα σε κάθε περίπτωση, των τριάντα χιλιάδων κατοίκων. Από την άλλη, βέβαια, αυτή η πρωτεύουσα φτιάχτηκε λίγο στα γρήγορα. Χρήματα σαφώς δεν υπήρχαν. Όλα τα σημαντικά έργα της πόλης φτιάχτηκαν με εράνους, ή με τη χρηματοδότηση κάποιου ευεργέτη της εποχής.
“Υπήρχαν σοβαρότατα προβλήματα αποχέτευσης, όπως και πολλά προβλήματα στη λειτουργία των καταστημάτων: τα κρεοπωλεία για παράδειγμα έσφαζαν τα ζώα που πουλούσαν επιτόπου, έξω από τις πόρτες τους, με αποτέλεσμα να έχεις αιματοβαμμένα πεζοδρόμια μέσα στον ιστό της πόλης. Παράλληλα, η σκόνη τους καλοκαιρινούς μήνες ήταν απίστευτη, το ίδιο και η λάσπη τον χειμώνα. Όλα αυτά δημιουργούσαν έντονο αισθητικό πρόβλημα, και βέβαια προβλήματα υγείας στους κατοίκους. Γι’ αυτό και το περίφημο Οφθαλμιατρείο εκείνης της εποχής (σ.σ. στη γωνία Πανεπιστημίου 26 και Σίνα, σχεδιασμένο από έναν εκ των δύο Δανών αρχιτεκτόνων της Τριλογίας, Κρίστιαν Χάνσεν) είναι ένα από τα πρώτα οφθαλμιατρεία της Ευρώπης».
«Γι’ αυτό είναι και σε τόσο κεντρικό σημείο» βιάζομαι να προσθέσω, αλλά ο κ. Γιοχάλας με διορθώνει: «Την εποχή εκείνη, δεν ήταν καθόλου κεντρικό το σημείο. Σκεφτείτε ότι, όταν άρχισε να συζητιέται η νέα Μητρόπολη, γιατί χρειαζόταν ένας ναός μεγαλύτερος από την Αγία Ειρήνη στην Αιόλου, προτάθηκε το οικόπεδο στην Πανεπιστημίου όπου βρίσκεται σήμερα η καθολική εκκλησία του Αγίου Διονυσίου. Η Εκκλησία αρνήθηκε, γιατί η περιοχή ήταν ερημική και απόμερη. Οι μανάδες, επίσης, που έστελναν τα κορίτσια τους στο Αρσάκειο ανησυχούσαν γιατί τα παιδιά τους πήγαιναν σε μια περιοχή ερημική και σκοτεινή, στα όρια της πόλης. Η Πανεπιστημίου ακόμα δεν είχε φτιαχτεί σαν δρόμος, και η περιοχή ήταν γεμάτη ρέματα και γεφύρια. Η Ακαδημίας ήταν η άκρη της πόλης, πέρα από την οποία δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα».
Οι απογευματινοί περίπατοι και οι κυρίες των Αθηνών
Πώς ήταν, άραγε, η καθημερινότητα των Αθηναίων εκείνης της εποχής; Στην ημερήσια διάταξη ήταν ο απογευματινός περίπατος στη Λεωφόρο Αμαλίας, που ονομαζόταν άλλωστε χαρακτηριστικά Οδός Βουλεβαρίου, από το ευρωπαϊκό «Βουλεβάρτο», ήτοι δρόμος περιπάτου. Ως τέτοιος είχε σχεδιαστεί από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Leo Von Klenze, ο οποίος κλήθηκε να εκπονήσει το νέο σχέδιο της πόλης το 1834, αφού το αρχικό σχέδιο των Σταμάτη Κλεάνθη και Eduard Schaubert δεν υλοποιήθηκε ποτέ, εξαιτίας του σφοδρού κύματος διαμαρτυριών που ξεσήκωσε από τους κατοίκους ενάντια στις απαλλοτριώσεις ιδιοκτησίας που προέβλεπε.
«Η βασική διασκέδαση ήταν οι μπάντες που έπαιζαν στις πλατείες, και οι χοροεσπερίδες στα σπίτια ευπόρων» λέει ο κ. Γιοχάλας. «Ενδιαφέρον έχει το πώς πήγαιναν οι κυρίες τις εποχής σε αυτές τις χοροεσπερίδες. Διότι έπρεπε μεν να είναι ντυμένες ανάλογα με την περίσταση, αλλά παράλληλα έπρεπε και να βαδίσουν σε λασπωμένους δρόμους, για να φτάσουν ως εκεί. Για να μη λερωθούν, λοιπόν, τα ακριβά τους ρούχα, υπήρχαν χαμάληδες Μαλτέζοι, οι οποίοι τις κουβαλούσαν στην πλάτη, ώστε να φτάσουν σώες αισθητικά στον προορισμό τους».
Όλα αυτά, βέβαια, οι χοροεσπερίδες και οι δεξιώσεις, ήταν «καινά δαιμόνια» σε μια πόλη που μέσα σε ελάχιστα χρόνια εξελίχθηκε από ασήμαντη επαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου. «Μια ενδιαφέρουσα ιστορία λέει ότι όταν έφτασε για πρώτη η Αμαλία στο δεύτερο παλάτι, την Οικία Βούρου που στεγάζει σήμερα το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, οργανώθηκε ανακτορικός χορός για την υποδοχή της» λέει ο κ. Γιοχάλας. «Οι Αθηναίοι δεν τα ήξεραν αυτά, τους ήταν παντελώς άγνωστα. Πρώτη φορά έβλεπαν κόσμο με επίσημη ενδυμασία, πρώτη φορά έβλεπαν φωταψίες. Άκουγαν μουσικές που δεν τις είχαν ξανακούσει ποτέ, έβλεπαν χορούς τους οποίους αγνοούσαν. Όσο προχωρούσε η βραδιά, μαζεύτηκε σχεδόν όλη η πόλη έξω από το παλάτι. Κάθονταν σε απόσταση από το παλάτι, μην τολμώντας να πλησιάσουν, και κοίταζαν με περιέργεια».
Και δεν υπάρχει τίποτα από εκείνη την Αθήνα σήμερα;
Φυσικά και υπάρχει! Εκτός από την Πανεπιστημίου, για τα κτίρια και την Ιστορία της οποίας σας τα είπαμε πρόσφατα, το κέντρο της Αθήνας είναι πλημμυρισμένο από ορόσημα του 19ου αιώνα τα οποία, όπως λέγαμε στην αρχή, απλά τείνουμε να προσπερνάμε χωρίς να τα προσέχουμε. Να μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα, για να ξεκινήσετε τις βόλτες σας:
Η Οικία του Ερνέστου Τσίλλερ (Μαυρομιχάλη 22): Στοίχημα πως το έχετε προσπεράσει αμέτρητες φορές, χωρίς να του ρίξετε δεύτερη ματιά. Το εντυπωσιακό διώροφο νεοκλασικό το οποίο σχεδίασε για τον εαυτό του ο άνθρωπος που ταυτίστηκε όσο λίγοι άλλοι με την Αθήνα του 19ου αιώνα, χτίστηκε το 1882-85. Ξεχωρίζει για τις δύο πήλινες Ερμές τις οποίες σχεδίασε ο ίδιος ο Τσίλλερ, και κοσμούν τα ανοίγματα του επάνω ορόφου. Το κτίριο καταστράφηκε εν μέρει από την πυρκαγιά του 1977 (όταν ανήκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή, η οποία το χρησιμοποιούσε ως βεστιάριο) και αργότερα λεηλατήθηκε από διαρρήκτες, οι οποίοι συνελήφθησαν. Σήμερα ανακαινίζεται για να αποτελέσει παράρτημα του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου.
Το Μέγαρο Κυριακούλη Μαυρομιχάλη (Αμαλίας 8 και Ξενοφώντος): Το πανέμορφο τριώροφο νεοκλασικό που στεγάζει σήμερα τα γραφεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα κτίσθηκε το 1870 σε σχέδια του Θεόφιλου Χάνσεν, αρχιτέκτονα της Ακαδημείας και της Βιβλιοθήκης. Ανήκε αρχικά στον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, εγγονό του ομώνυμου ήρωα της Επανάστασης και πρωθυπουργό της Ελλάδας το 1909-10. Στέγασε την Ρωσική Πρεσβεία, το 1876-79, όπου ο πρέσβης Σαβούρωφ διοργάνωνε τις θρυλικές χοροεσπερίδες του, που ξεπερνούσαν σε πολυτέλεια κάθε άλλη στην πόλη. Τα κουτσομπολιά της εποχής ήθελαν τη διαβίωση του Σαβούρωφ να κοστίζει όσο αυτή όλων των άλλων πρέσβεων μαζί. Ο Ρώσος Πρέσβης διέθετε τέσσερις άμαξες, και πολλά άλογα και σκυλιά στον κήπο του Μεγάρου του. Όταν έφυγε από την Αθήνα για να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα στο Βερολίνο, χάρισε και πούλησε στους Αθηναίους τα αμάξια και τα ζώα του.
Το παλιό Χρηματιστήριο (Πεσμαζόγλου 1): Κι όμως, υπήρχε χρηματιστήριο στην Αθήνα πριν (πολύ πριν) την Σοφοκλέους. Για την ακρίβεια, από το 1876, επί πρωθυπουργίας Αλεξάνδρου Κουμουνδούρου.
Από το 1891 μέχρι το 1934, το Χρηματιστήριο Αθηνών στεγαζόταν σε αυτό το εκλεκιστικό κτίριο με τα αναγεννησιακά στοιχεία, του οποίου ο αρχιτέκτονας μας είναι άγνωστος. Σήμερα, μετά από πολλές μετατροπές και διαφορετικές χρήσεις, το κτίριο έχει αποκατασταθεί στην αρχική μορφή του.
Το Μέγαρο Βούρου (Σταδίου 19-21 και Χρήστου Λαδά): «Αν ήξεραν εκείνα τα παιδιά τι καταστρέφουν τότε, το κτίριο του Αττικόν δεν θα είχε υποστεί καμία ζημιά. Εκείνη την ώρα νόμιζαν ότι καταστρέφουν ένα σινεμά, ένα σύμβολο της κατανάλωσης, της διασκέδασης. Δεν ήξεραν ότι καταστρέφουν την Ιστορία».
Έτσι ξεκίνησε την κουβέντα μας ο κ. Γιοχάλας, μιλώντας μου για το Μέγαρο Βούρου: Το έργο του Τσίλλερ που θεωρείται το αθηναϊκό μεγαλούργημά του, ένα από τα καλύτερα έργα του, με τις γωνιακές πυργοειδείς απολήξεις του και τον πρώτο κινηματογράφο της Αθήνας, το Αττικόν, που σχεδίασε ο Αλέξανδρος Νικολούδης και λειτούργησε εδώ από το 1918. Παραλίγο και θα έκλεινε έναν αιώνα ζωής.
Μέγαρο του Άντον Πρόκες Φον Όστεν (Φειδίου 3): Η κατοικία του αυστριακού πρέσβη, την οποία ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν το 1841 περιγράφει ως απομονωμένη στην άκρη της πόλης, με θέα στην πλατιά ερημιά και τα ψηλά βουνά.
Ήταν ένα από τα πρώτα μέγαρα που χτίστηκαν στην Αθήνα, την περίοδο 1836-37. Στέγασε αργότερα το Ελληνικό Ωδείο του Μανόλη Καλομοίρη. Σήμερα ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού, και καταρρέει εγκαταλελειμμένο μέρα με τη μέρα.
Το Μέγαρο Ιλισίων (Βασιλίσσης Σοφίας 22): Το συγκρότημα που σήμερα στεγάζει το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, σχεδιάστηκε από τον Σταμάτη Κλεάνθη (ενός εκ των δύο αρχιτεκτόνων του πρώτου αθηναϊκού σχεδίου πόλεως) και κατασκευάστηκε την περίοδο 1840-48, έξω από την πόλη, κοντά στις όχθες του ποταμού Ιλισσού. Ήταν η κατοικία της αριστοκράτισσας Σοφίας Ντε Μπαρμουά Λεμπρέν –κι αν το όνομα δε σας λέει κάτι, είναι γιατί την ξέρετε ως Δούκισσα της Πλακεντίας– εκείνης που τόσους αθηναϊκούς αστικούς θρύλους τροφοδότησε με την εκκεντρική ζωή της.
Το Εθνικό Τυπογραφείο (Σταδίου, μεταξύ των οδών Αρσάκη και Σανταρόζα): Ένα από τα πρώτα δημόσια κτίρια της Αθήνας, νεοκλασικό (φυσικά) και διώροφο, κτίστηκε το 1834-35 σε σχέδια του Γιόζεφ Χόφερ.
Μπροστά του, ξύλινο γεφυράκι ένωνε τις δύο όχθες του ρέματος που ήταν τότε η Σταδίου. Από το 1932 έως το 1984 στέγασε το Πρωτοδικείο Αθηνών.
Το Μέγαρο της Εθνικής Τράπεζας (Αιόλου και πλατεία Κοτζιά): Το κτίριο που ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, αρχαιολόγος του 19ου αιώνα, περιγράφει ως «αληθή λαβύρινθο, ως ο του Μίνωος εν Κνωσσώ» ήταν αρχικά δύο κτίρια, όπως φαίνεται στην παραπάνω φωτογραφία. Στα αριστερά βρισκόταν η οικία Δομνάνδου, που αγοράστηκε το 1845 από τον τραπεζίτη Γεώργιο Σταύρου και δεξιά το ξενοδοχείο «Αγγλία» του επιχειρηματία Φραγκίσκου Φεράλδη, που αγοράστηκε με τη σειρά του μια δεκαετία αργότερα, με την επέκταση των εργασιών της τράπεζας. Τα δυο κτίρια ενοποιήθηκαν το 1898-1900 από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Ευγένιο Τρουμ στο ενιαίο μέγαρο που ξέρουμε σήμερα.
Το Υπουργείο Εξωτερικών (Βασιλίσσης Σοφίας 5 και Ζαλοκώστα): Το Μέγαρο του Ανδρέα Συγγρού κτίσθηκε το 1872-73, σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλλερ, και εξοπλίστηκε με τα πολυτελέστερα κρύσταλλα, τζάκια και έπιπλα που εισήχθησαν από το εξωτερικό. Διέθετε δωμάτια υπηρεσίας, αποθήκη, πλυσταριό, στάβλους και αμαξοστάσιο. Το 1921 η Ιφιγένεια Συγγρού δώρισε το Μέγαρο στο ελληνικό δημόσιο, για να στεγαστεί εδώ το Υπουργείο Εξωτερικών –και να προστεθεί η πολυώροφη κατασκευή που το ασχημαίνει, πίσω του.
Το Μέγαρο Σταθάτου (Βασιλίσσης Σοφίας 31 και Ηροδότου): Ένα από τα ωραιότερα, κατά την ταπεινή μας άποψη, κτίρια της πόλης, σχεδιάστηκε από τον Ερνέστο Τσίλλερ και κτίστηκε το 1895, ως κατοικία και έδρα των επιχειρήσεων του Ιθακήσιου εφοπλιστή και εμπόρου άνθρακα Όθωνα Σταθάτου. Παραχωρήθηκε από τους απογόνους του στο ελληνικό δημόσιο, και στέγασε διαδοχικά την βουλγαρική πρεσβεία, τη λέσχη αξιωματικών της Βρετανίας (η οποία το επίταξε το 1945), την καναδική πρεσβεία ως το 1970 και την πρεσβεία της Λιβύης. Το 1982 αγοράστηκε από την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου, από την οποία το 1991 παραχωρήθηκε στο Ίδρυμα Γουλανδρή για να στεγάσει τη νέα πτέρυγα του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.