Η Αντιγόνη πήγε στις Βρυξέλλες για μια καλύτερη ζωή αλλά γύρισε στην Ελλάδα τρέχοντας
Το γραφείο της στην Αθήνα μοιάζει με πλατύ, καταφατικό χαμόγελο. Στην είσοδο το πιάνο, ολόγυρα στους τοίχους ζωγραφικοί πίνακες του ντιλετάντη παππού, αντικείμενα γλυπτικής, χρώματα, αλλά και το αττικό φως όπως σκάει στον 5ο όροφο, σε ευθεία γραμμή από τον Υμηττό.
Τίποτε δεν θυμίζει δικηγορικό γραφείο. Με γερές νομικές και οικονομικές σπουδές σε Ελλάδα και Αγγλία, η Αντιγόνη Βαφείδου, πριν επιδοθεί στη δικηγορία, εργάστηκε στο ευρωπαϊκό λόμπι των Βρυξελλών.
«Μετά από έναν υπέροχο ακαδημαϊκό χρόνο στην καρδιά του Λονδίνου, η προοπτική της επιστροφής στην Ελλάδα μού δημιουργούσε μια ασφυκτική αίσθηση, έναν κόμπο στο λαιμό. Κρίση, μνημόνια, οικονομική μιζέρια, απαξιωμένη δικηγορία… Σιγά μην γυρνούσα πίσω!».
Βρυξέλλες, λοιπόν, 2013.
«Ο τίτλος της θέσης φάνταζε ιδιαίτερα αστραφτερός: Policy Advisor – Σύμβουλος Χάραξης Πολιτικών, όπου μέσω της συνεισφοράς και των σχεδίων του, παρέχει τη βάση για τη λήψη αποφάσεων από οργανισμούς, θεσμούς, κυβερνήσεις. Ύστερα από 4 μήνες γραπτών και προφορικών διαδικασιών, έλαβα γραπτώς το πολυπόθητο πράσινο φως της πρόσληψής μου. Το εισιτήριο, όπως θεωρούσα, της καινούριας μου ζωής».
Αλλά το όνειρο κράτησε λίγο, καθώς γρήγορα ήρθε η διάψευση. Βαθιά απογοητευμένη, τα τίναξε όλα στον αέρα, εγκατέλειψε το πόστο μέσα σε εννέα μήνες και γύρισε στην Ελλάδα τρέχοντας. Στην Ελλάδα απ’ όπου τρέχοντας είχε φύγει λίγα χρόνια πριν για να κυνηγήσει το όνειρό της, όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες.
Στο μεταξύ, είχε απομυθοποιήσει τα αξιακά συστήματα που διαπνέονται από τα «ευρωπαϊκά ιδανικά» στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις Βρυξέλλες.
Αλλά, και πάλι, πώς παραιτείται κανείς από μια τέτοια θέση, μισθό και συνθήκες ζωής για να επιστρέψει στην αβεβαιότητα της Ελλάδας;
«Ή θα εκραγώ ή θα παίξω έναν ρόλο, όπου αφού αρνηθώ τον εαυτό μου, θα αλλοτριωθώ, θα γεράσω, θα πεθάνω και όλα καλά…»
«Rue Montoyer 51. 10oς όροφος. Κάθομαι στο γυάλινο γραφείο μου, μέσα στο τέλειο κτίριο, μέσα στο τέλειο συνονθύλευμα από γκρίζα κτίρια, μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, μπροστά στην οθόνη της «λαμπρής» μου καριέρας. Κοιτώντας έξω από το παράθυρο βλέπω έναν χλωμό ήλιο. Ίδιο και απαράλλαχτο με τη χλωμή εργασιακή μου ζωή που τόσο έντονα διεκδίκησα αρχικά. Και σκέφτομαι, τι ήταν τελικά αυτό που τόσο έντονα διεκδίκησα; Κοιτάζω έξω από το παράθυρο και διακρίνω στο τζάμι τη φιγούρα μου: σκυθρωπή, αφαιμασμένη από ενέργεια, αποστερημένη από κάθε σύνθετη σκέψη. Περιεργάζομαι όλη αυτήν την «τελειότητα» που με περιβάλλει ως πολυετή φυλακή όπου μέσα της ασφυκτιώ. Ή θα εκραγώ ή θα παίξω έναν ρόλο, όπου αφού αρνηθώ τον εαυτό μου, θα αλλοτριωθώ, θα γεράσω, θα πεθάνω και όλα καλά».
Βρυξέλλες: το ευρωπαϊκό κέντρο λήψης αποφάσεων του ψυχρού οικονομισμού και της διαχειριστικής πολιτικής των καιρών, περιτυλιγμένο με τις στερεότυπες, δημόσιες μεγαλοστομίες περί ευρωπαϊκών αξιών και ιδεωδών.
Η έδρα στην οποία συνυπάρχουν και αλληλοδιαπλέκονται ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, αμέτρητοι διεθνείς οργανισμοί και πανίσχυρα λόμπι, κι όπου δραστηριοποιείται η αφρόκρεμα των τεχνοκρατών: ένας ολόκληρος στρατός από αξιωματούχους, πολιτικούς, διπλωμάτες, στελέχη, συμβούλους, υπαλλήλους, μα πάνω απ’όλα λομπίστες μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών. Το ισχυρό αυτό διοικητήριο, δέχεται στους κόλπους του τους άριστους της εποχής, δηλαδή τους τέλεια εξειδικευμένους, και δελεάζει με τις εξαιρετικά προνομιακές συνθήκες ζωής που υπόσχεται: υψηλοί μισθοί, παροχές, καριέρα και στάτους. Μπορεί το δέλεαρ να κρύβει παγίδες, και ποιες θυσίες απαιτεί μια κατά τ’άλλα επιτυχημένη καριέρα στις Βρυξέλλες;
«Κατάλαβα πολύ σύντομα, ότι η καριέρα στο ευρωπαϊκό lobbying αυτού του είδους δεν ήταν καθόλου όπως την φανταζόμουν: μέσα στην ιλλουστρασιόν συσκευασία της, περιείχε στοιχεία τελείως ασύμβατα με τις ευρωπαϊκές αξίες και ιδανικά…»
Άπαξ και το όνειρο «Βρυξέλλες» πάρει σάρκα και οστά, συχνά μετατρέπεται σε «μάντρωμα» σε μια δικηγορική φίρμα, σε κάποιο λόμπι ή οργανισμό. Η «τελειότητα» σε μια τέτοια συνθήκη, απαιτεί πλήρη συμμόρφωση. Τα «προνόμια» μπορεί να αποδειχθούν ένα χρυσό κλουβί μέσα στο οποίο η ελευθερία κινήσεων είναι προσχηματική και ο ζωτικός χρόνος πολυτέλεια. Και τι γίνεται αν τα ιδανικά, οι αξίες, το ήθος, &τ.λ., αποδειχθούν στην πράξη κενό γράμμα;
«Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά μου, πίστευα ότι αντικείμενο του lobbying θα ήταν η δίκαιη εξισορρόπηση συμφερόντων μεταξύ καταναλωτή και ασφαλιστικών εταιρειών, τραπεζών κ.τ.λ., η προώθηση μια «αρτιμελούς» νομοθεσίας, που αφενός θα υπηρετούσε το δόγμα της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, κι αφετέρου θα προστάτευε την εξαιρετικά αδύναμη θέση στην οποία βρίσκεται ο καταναλωτής, ως αντισυμβαλλόμενος εκπροσώπων κολοσσιαίων συμφερόντων.
Δυστυχώς, από τις πρώτες κιόλας συσκέψεις με τον προϊστάμενό μου, αντιλαμβάνομαι ότι το πρίσμα μας για το ευρωπαϊκό ιδεώδες περί προστασίας του καταναλωτή έχει αντιδιαμετρική απόκλιση: οι όποιες προτάσεις μου για νομοθετική διατύπωση που αφορούσε παροχή πληροφοριών προς τον καταναλωτή πριν τη σύναψη σύμβασης, πριν την αγορά κάποιου επενδυτικού προϊόντος, “είχε υπερβολικά πολλές” ή “άχρηστες πληροφορίες”. Αποτέλεσμα ήταν, το αρχικό κείμενο να υφίσταται τέτοιες αλλαγές, ώστε ήταν πλέον πρόδηλη η κατ’ επίφαση εξισορρόπηση συμφερόντων καταναλωτών και εταιρειών. Κατάλαβα πολύ σύντομα, ότι η καριέρα στο ευρωπαϊκό lobbying αυτού του είδους δεν ήταν καθόλου όπως την φανταζόμουν: μέσα στην ιλλουστρασιόν συσκευασία της, περιείχε στοιχεία τελείως ασύμβατα με τις ευρωπαϊκές αξίες και ιδανικά, που ουσιαστικά συνιστούν προώθηση εξαπάτησης εις βάρος του καταναλωτή».
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι κανόνες έχουν τεθεί ήδη από άλλους στην κορυφή αυτής της πυραμίδας.
Λίγο-πολύ, η πρόσληψη σε αυτά τα πόστα, είναι προγραμματικά υπό αίρεση. Τυχόν αντιρρήσεις ή διαφωνίες από πλευράς του προσληφθέντα, επιφέρουν επαγγελματική εξουδετέρωση, το κλείσιμο κάθε πόρτας.
«Μπροστά μου έχω το έγγραφο της παραιτήσής μου, και επισυναπτόμενο ένα πολύ πιο ενδιαφέρον έγγραφο με τίτλο: Unfair and Prejudiced Treatment (άδικη και προκατειλημμένη μεταχείριση). Αναφέρομαι σε περίπου 30 e-mails, κοινοποιημένα και σε άλλους συναδέλφους, όπου ο προϊστάμενός μου κάνει στρογγυλοποιημένη πλην ξεκάθαρη υποτιμητική αναφορά στην εθνικότητά μου ως Ελληνίδας. Προβαίνει σε επισημάνσεις περί έλλειψης «ευρωπαϊκού στυλ» για τους νότιο-Ευρωπαίους, με δήθεν χιουμοριστική προσέγγιση.
Ήδη έχω συμβουλευτεί εξειδικευμένο συνάδελφο δικηγόρο και μου επιβεβαιώνει την στοιχειοθέτηση της αντιεργοδοτικής συμπεριφοράς, «bullying» αγγλιστί. Όσο κοιτάζω το έγγραφο της παραίτησης, έρχεται μπροστά μου ένα νεφέλωμα από εικόνες: η μέρα που έχω φτάσει στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών για την μόνιμη πλέον εγκατάστασή μου, με μια βαλίτσα προσδοκίες, το ωραίο χαστούκι που μου έδωσε η πραγματικότητα.
Εφόσον πλέον έχω αποφασίσει να παραιτηθώ, νιώθω διπλή ευθύνη: πρώτον, απέναντι στον όποιο μελλοντικό υποψήφιο για τη θέση, και δεύτερον απέναντι στην Πρόεδρο του Οργανισμού.
Έχω καθήκον να της γνωστοποιήσω τις μηχανορραφίες και την κακόβουλη συμπεριφορά του υφισταμένου της, να την προειδοποιήσω και να την προφυλάξω.
Σηκώνομαι από την καρέκλα. Κρατώ στα χέρια μου τα έγγραφα που φέρουν την υπογραφή της συνείδησής μου. Διασχίζω τον γκρι διάδρομο και χτυπώ την γκρίζα πόρτα του γραφείου της Προέδρου. Η πόρτα ανοίγει, κι ενώ η συνάντησή μου μαζί της έχει οριστεί εδώ και 15 ημέρες, η Πρόεδρος, τελικά, λείπει εκτάκτως, και δεν μπορεί να με συναντήσει ούτε την επόμενη εβδομάδα.
Έμαθα ότι πριν φτάσεις να εξιδανικεύεις κάτι, πρέπει προηγουμένως να ψάξεις και να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται…».
Με υποδέχονται δύο μετρίου αναστήματος κουστουμάτοι. Μετά από τα πρώτα τυπικά («περάστε, καθίστε»), μου υποβάλλουν και την «μετρίου αναστήματος» πρότασή τους: να αποσύρω την αναφορά, ως προς την οποία ήδη είχε διαρρεύσει ότι θα υποβάλλω, να πάρω άδεια μετά παχυλών αποδοχών για 6 μήνες, και το ζήτημα να κλείσει εκεί. Εν ολίγοις, έπρεπε να διασωθεί το δόγμα: η ανώτατη ιεραρχία να γνωρίζει όλο το παρασκήνιο προσποιούμενη ότι όλα έχουν καλώς, οι ενδιάμεσοι διευθυντές εφόσον ήταν πιστά σκυλιά να παραμένουν στις θέσεις τους, και οποιοσδήποτε ανατροπέας θα κλόνιζε τη δομή αυτού του κατασκευάσματος «ευρωπαϊκού εργασιακού ιδανικού», ως αναλώσιμος, να απομακρυνθεί.
Είπα πως έφυγα από την πατρίδα μου με την εντύπωση ότι όλα αυτά θα ήταν αδιανόητο να διαδραματίζονται στην καρδιά της Ευρώπης, αλλά σε κάθε περίπτωση τους ευχαριστώ όλους πολύ. Η εμπειρία που εξαργυρώνεται με απομυθοποίηση, είναι εν τέλει μεγάλο δώρο. Η αναφορά θα υποβληθεί, όπως και η παραίτησή μου.
Δεν κατάλαβα πώς, μα βρισκόμουν ήδη στο κατώφλι της εξόδου. Χωρίς δουλειά και δίχως κανένα πλάνο για την επόμενη μέρα. Κοιμήθηκα, όμως, μετά από πολλούς μήνες τόσο ήρεμα και βαθιά εκείνη την νύχτα. Ποτέ δεν έμαθα τι έγινε με την αναφορά μου. Έμαθα, όμως, ότι πριν φτάσεις να εξιδανικεύεις κάτι, πρέπει προηγουμένως να ψάξεις και να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται…».
Τέσσερα χρόνια μετά, η Αντιγόνη έχει ξαναπιάσει την άκρη στην Ελλάδα, επιστρέφοντας στη μάχιμη δικηγορία, με έμπρακτο ενδιαφέρον και συμμετοχή στα κοινά. Από την εμπειρία των Βρυξελλών, θυμώνει με το γεγονός ότι οι Έλληνες δώσαμε το δικαίωμα στους Ευρωπαίους να μας κουνάνε το δάχτυλο και να μας υποδεικνύουν το πώς πρέπει να σταθούμε:
«Δεν είμαστε κουρδισμένα ψωνάκια, είμαστε φιλότιμοι και πιο εργατικοί, αλλά ασύνταχτοι και χωρίς το σωστό πλαίσιο να λειτουργήσουμε».
Μου φτιάχνει τη διάθεση έτσι όπως μού τα διηγείται όλα αυτά, ανυποχώρητα, με πεποίθηση και τσαγανό. Διακρίνω μια ελπίδα στον οπτιμισμό και τον ιδεαλισμό της, καθώς υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος έχει μέσα του και μια θεία ουσία, ότι θέλει να εξελίσσεται και να προάγει το κοινό καλό.
Ρεπορτάζ-Κείμενο: Ευγενία Μίγδου