Η εντυπωσιακή μεταμόρφωση ενός ερειπωμένου πυργόσπιτου στη Μάνη σε ένα υπέροχο σπίτι!
Μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν ένα ερειπωμένο μεγαλιθικό διώροφο κτίσμα του 18ου αιώνα στη Μάνη, αποκομμένο από το δρόμο, με πρόσβαση από ένα λιθόστρωτο μονοπάτι.
Το επιβλητικό κτίριο που ρήμαζε, βρισκόταν μέσα σε ένα κήπο με ελιές, χαρουπιές, κι φραγκοσυκιές και περιβαλλόταν από τη βραχώδη «αγκαλιά» μιας σπηλιάς. Ανατολικά η αυλή γειτνίαζε με πύργο, μνημείο του 16ου αιώνα και στην είσοδο της υπήρχε ένα βυζαντινό εκκλησάκι με τοιχογραφίες του 12ου αιώνα.
Το πυργόσπιτο βρίσκεται στο Έξω Νύφη, έναν παραδοσιακό εγκαταλελειμμένο οικισμό της ανατολικής Μάνη με πέτρινους πύργους.
Στο χωριό αυτό γυρίστηκε και η ταινία του Τζον Κασσαβέτη “Τhe Τempest”. Από τη θέση του, πάνω στο λόφο με θέα τους ελαιώνες και τη θάλασσα το πυργόσπιτο, ατενίζει το μαγευτικό Μανιάτικο τοπίο.
Μετά ανέλαβε η Έλενα Ζερβουδάκη, η νεαρή αρχιτεκτόνισσα του Z Level.
Kαι το θαύμα έγινε!
«Το έργο αυτά το αγαπώ πολύ γιατί μ έφερε σε άμεση επαφή με το θεμελιώδες, το ουσιώδες, καθώς η πρόκληση ήταν η δημιουργία στο πουθενά και με το τίποτα. Όταν λέω «πουθενά» εννοώ σ έναν ερημικό δύσβατο τόπο, όπου «τίποτα» δεν παρέχετε, ούτε φτάνει μέχρι εκεί – ούτε καν το νερό για την κατασκευή.
Η ανυπαρξία των σύγχρονων υποδομών και η παραδοσιακή λιτότητα της Μάνης συνέτειναν στην οικολογική συνείδηση και υλοποίηση αυτού του έργου.» αναφέρει η Έλενα Ζερβουδάκη για το “ΜΑΙΝΑ” που βραβεύτηκε από το DOMES AWARDS 2015 “13 BEST BUILT WORKS IN GREECE OF 2010-2014″.
Το ΜΑΙΝΑ είναι ένα ακόμη εξαιρετικό παράδειγμα αρχιτεκτονικής αξιοποίησης και διατήρησης ιστορικών κτιρίων που έχουν αφεθεί στο έλεος του χρόνου. Πώς φτιάχτηκε και ποια είναι η φιλοσοφία του; Βασικά ζητήματα της μελέτης ήταν η δημιουργία διαλεκτικής σχέσης του αναστηλωμένου κτίσματος με το ιστορικό πλαίσιο και η ένταξη της προσθήκης στο υπάρχον κτίσμα και στον ιστό του παραδοσιακού οικισμού.
Στόχος του σχεδιασμού ήταν η λιτή αναστήλωση του πυργόσπιτου και η μετατροπή του σε χώρο φιλοξενίας αναδίδοντας το αρχέγονο πνεύμα του τόπου. Το κατάλυμα σχεδιάστηκε ώστε να λειτουργεί σαν σημείο εκκίνησης και γνωριμίας με την φυσική ομορφιά και το πολιτιστικό πλούτο της Μάνης, συμβάλλοντας μ’ αυτό τον τρόπο στην ανάδειξη και αναζωογόνηση των παραδοσιακών οικιστικών συνόλων της περιοχής, που με το πέρασμα του χρόνου ερημώνουν.
Η ανυπαρξία υποδομών (προσπέλαση, ύδρευση, αποχέτευση, συνεχής ηλεκτρική παροχή) έθεσε θέματα αυτάρκειας, οικολογικής διαχείρισης και βιοκλιματικού σχεδιασμού, τα οποία εναρμονίζονται με την παραδοσιακή αντιμετώπιση της ανέχειας του τόπου και της εστίασης στο απολύτως απαραίτητο.
Η μελέτη διαμορφώθηκε λαμβάνοντας υπ όψη τις περιορισμένες κατασκευαστικές δυνατότητες. Η δυσκολία της πρόσβασης επέβαλε στο σχεδιασμό την χρήση και τη διαχείριση των επιτόπιων διαθέσιμων μέσων και των πόρων.
Η συλλογή του βρόχινου νερού και η αποθήκευση του σε εξωτερικές δεξαμενές, η εγκατάσταση βιολογικού βόθρου με υπόγεια παροχέτευση για πότισμα, η κομποστοποίηση των υπολειμμάτων, η εγκατάσταση φωτοβολταικών για ενεργειακή αυτάρκεια, η αποφυγή άσκοπης κατανάλωσης ενέργειας με σύστημα καρτών, η χρήση τοπικών υλικών στην κατασκευή ήταν στοιχεία που προβλέφτηκαν από την αρχή και καθόρισαν το σχεδιασμό.
Το «Μάινα» σχεδιάστηκε ακολουθώντας την παραδοσιακή τυπολογία των χαρακτηρισμένων διατηρητέων οικισμών της Μάνης, ώστε να εντάσσεται ανάμεσα στα υπάρχοντα κτίσματα του χωριού.
Στη διαμόρφωση των υπαίθριων χώρων χρησιμοποιήθηκε ένα διαφορετικό λεξιλόγιο από εκείνο του κτίσματος προκαλώντας μια διαδραστική σχέση μεταξύ του άμεσου φυσικού και ιστορικού τοπίου και της νέας χρήσης του κτιρίου.
Το αρχικό κτίσμα διατηρήθηκε ως ένας μακρόστενος όγκος που αναπτύσσεται κάθετα στις υψομετρικές καμπύλες του λόφου, όπως και τα υπόλοιπα σπίτια του οικισμού, αντικρίζοντας τη θάλασσα και την ανατολή.
Περιλαμβάνει δυο επίπεδα συνολικής επιφάνειας 88 μ².
Στη συνέχεια του παλαιού αυτού κτίσματος προστέθηκε ένας δεύτερος μακρόστενος ψηλότερος όγκος, κρατώντας την ίδια κάθετη σχέση με το ανάγλυφο του τοπίου, που αποτέλεσε τη σύγχρονη προσθήκη, επιφάνειας 62 μ².
Και τα τρία επίπεδα της κατοικίας είναι μονόχωρα εξασφαλίζοντας με την κατάλληλη τοποθέτηση των ανοιγμάτων διαμπερότητα και σωστό αερισμό κατά τη διάρκεια του ζεστού Μανιάτικου καλοκαιριού.
Δημιουργείται είτε ένας ενιαίος χώρος φιλοξενίας, είτε δυο αυτόνομες μονάδες.
Κάθε επίπεδο έχει ανεξάρτητη πρόσβαση στους εξωτερικούς χώρους που διαμορφώθηκαν ο καθένας ξεχωριστά σύμφωνα με τον ηλιασμό και το φυσικό ανάγλυφο του σημείου.
Το μανιάτικο αυτό πυργοσπιτο είναι ένα κτίριο που δημιουργήθηκε σε διαδοχικές φάσεις μέσα στο χρόνο καλύπτοντας τις ανάγκες των διαφορετικών χρηστών του.
Η πρόσφατη μετατροπή του σε χώρο φιλοξενίας με οικολογικές αρχές έχει σαν στόχο να αφήσει ένα ελαφρύ αποτύπωμα στην μακρά ιστορία του κτιρίου ανοίγοντας ένα διάλογο ανάμεσα στους ταξιδιώτες και τον τόπο.