“Η καρδιά μου πονάει”: Η άγνωστη ιστορία του γενναίου Ιάπωνα που έσωσε τους Έλληνες της Σμύρνης
«Κοκόρο ιτάι» (Η καρδιά μου πονάει), αυτή ήταν μια από τρεις λέξεις της ιαπωνικής γλώσσας που έμαθαν οι Έλληνες Μικρασιάτες εκείνο τον «μαύρο» Σεπτέμβριο του 1922. Οι άλλες δύο ήταν «αριγκάτο» (ευχαριστώ) και «Κομίτσουα» (καλημέρα).
Η ιστορία γνωστή. Ολοκαύτωμα ψυχών και σωμάτων, οργανωμένες σφαγές για την εξάλειψη των χριστιανικών λαών της Ανατολής. Το τέλος της Σμύρνης, της «άπιστης Σμύρνης (Γκιαούρ Ιζμίρ), το τέλος του οικουμενικού ελληνισμού, η επί τριών και πλέον χιλιετιών ιστορία και πολιτισμός πνίγηκαν στο αίμα. Σπαραγμός. Οι νεότουρκοι του Κεμάλ Ατατούρκ, με εμπροσθοφυλακή τους τσέτες, «εξάγνισαν» την πόλη με το σπαθί και τη φωτιά. Οι ελλαδίτες πολιτικοί, από εκείνη την εποχή και ακόλουθοι του βασιλιά, σπιθαμιαίοι σε βαθμό εσχάτης προδοσίας.
Κλάμα, βουβό ή γοερό, των παιδιών που έχασαν τους γονείς τους, των γυναικών που βιάσθηκαν, των ανδρών που σάλεψαν από τη κτηνωδία. Στιγμές που δοκιμάζεται η ανθρώπινη φύση. Το δίλημμα άνθρωπος ή υπάνθρωπος πάντα παρόν.
«Ένα από τα δυνατότερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, διότι άνηκα στο ανθρώπινο γένος» γράφει ο τότε Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη Τζορτζ Χόρτον (George Horton).
«Το χειρότερο ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους, νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία» γράφει ο Έρνεστ Χεμινγουέι στο βιβλίο «Στην εποχή μας» και στο κεφάλαιο με τίτλο «Στην προκυμαία της Σμύρνης» (In Our Time – On the Quai at Smyrna).
Εξαθλιωμένοι οι Έλληνες της Σμύρνης μαζεύτηκαν στην αποβάθρα, πίστευαν πως οι Σύμμαχοι θα τους βοηθούσαν, πως δεν θα άφηναν να γίνει η καταστροφή. Τώρα, απλά ήλπιζαν πως θα τους έσωζαν από το θάνατο. Αυτό όμως δεν συνέβαινε.
«Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε… Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα… Ήμασταν στο λιμάνι κι αυτές στην προκυμαία και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Στρέφαμε πάνω τους τους προβολείς και κι αυτές τότε σταματούσαν…» γράφει ο Χέμινγουεϊ.
Το 1971 η Μάρτζορι Χουσεπιάν Ντόμπκιν, Αμερικανίδα αρμενικής καταγωγής, έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο Smyrna 1922: The destruction of a city (Σμύρνη 1922: Η καταστροφή μιας πόλης). Σε αυτό καταγράφει τις μνήμες ενός πρόσφυγα: « Το νερό ήταν γεμάτο πτώματα…Οι Τούρκοι περπατούσαν ανάμεσα στο πλήθος με σπαθιά, λήστευαν τον κόσμο, άρπαζαν κορίτσια, έκαναν ότι ήθελαν. Τα γαλλικά, αμερικανικά και βρετανικά πλοία δεν έκαναν τίποτα για να βοηθήσουν αυτούς τους ανθρώπους» (πηγή από το αρχείο της Εστίας Νέας Σμύρνης).
«Υπήρχαν πολλά εμπορικά και ξένα πλοία στο λιμάνι του Τσεσμέ. Κανένα δεν δέχθηκε να επιβιβάσει τους απελπισμένους πρόσφυγες. Υπήρξαν άντρες που προσπάθησαν να κολυμπήσουν μέχρι τα πλοία και, μόλις έφτασαν, τους ψέκασαν με καυτό νερό ή τους πέταξαν έξω…» γράφει στο βιβλίο της με τίτλο Demetrios the Survivor (Δημήτριος ο Επιζήσας, 2002) η Τζασμίν Άντριους (Jasmine P. Antrews). Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα βασισμένο στις αληθινές εμπειρίες της οικογένειάς της στην Τουρκία (πηγή: Εστία Νέας Σμύρνης).
«Οι μουσικοί που ήταν επιβιβασμένοι στα αμερικανικά πολεμικά πλοία είχαν εντολή να παίζουν μουσική όσο πιο δυνατά μπορούσαν, ώστε να πνίγουν τις ικετευτικές κραυγές όσων κολυμπούσαν. Οι Άγγλοι έριχναν καυτό νερό στους άμοιρους που έφταναν στα πλοία τους. Το λιμάνι είχε φράξει τόσο πολύ από τα πτώματα, που οι αξιωματικοί συχνά αργούσαν στις συναντήσεις τους για δείπνο, καθώς τα πτώματα μπερδεύονταν στις προπέλες από τις μαούνες τους» [πηγή: Εστία Νέας Σμύρνης, από το βιβλίο του Νίκολας Γκέιτζ (Nicholas Gage – Νίκος Γκατζογιάννης, Greek Fire)].
Οι μαρτυρίες δεν έχουν τέλος, όμως εκεί στην κόλαση συνέβη κάτι ανέλπιστο που έσωσε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και έγινε γνωστό πρόσφατα.
Ενώ τότε είχε δοθεί ελληνική βασιλική διαταγή, που απαγόρευε στα ελληνικά πλοία να μεταφέρουν τους κινδυνεύοντες Έλληνες από τη Σμύρνη ή τα μικρασιατικά παράλια και τα ξένα πλοία έπαιρναν μόνο όσους πολίτες είχαν διαβατήρια της σημαίας που έφεραν, ένας καπετάνιος αγνόησε τις εντολές και τις απαγορεύσεις των Τούρκων και έκανε κάτι συγκλονιστικό.
Επρόκειτο για έναν Ιάπωνα καπετάνιο εμπορικού πλοίου ο οποίος μπροστά στην τραγωδία που έβλεπε δεν άντεξε και χωρίς να διστάσει πέταξε όλο το πανάκριβο εμπόρευμα από μετάξι και δαντέλα που είχε, προκειμένου να πάρει όσους περισσότερους Έλληνες και Αρμένιους μπορούσε.
«Μας έσωσαν κάποιο “ανέγνωροι άνθρωποι” » (παράξενοι στην όψη), είπε μια διασωθείσα, σύμφωνα με μαρτυρία του γιου της, όπως την μετέφερε στη HuffPost η Έφορος Βιβλιοθήκης και Μουσείων της Εστίας Νέας Σμύρνης κ. Θέμις Παπαδοπούλου. Η κ. Παπαδοπούλου είπε πως ο Ιάπωνας καπετάνιος άφησε πολλούς από αυτούς τους πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη.
Οι Έλληνες που διασώθηκαν έμαθαν τη λέξη «Κοκόρο ιτάι» (πονάει η καρδιά μου). Αυτό φέρεται πως είχε πει ο Ιάπωνας καπετάνιος βλέποντας το δράμα αυτών των ανθρώπων. Πολλοί από αυτούς τους Έλληνες προσπάθησαν να τον ευχαριστήσουν στη γλώσσα του. ««αριγκάτο»» μπόρεσαν και ψέλλισαν σε αυτόν και τους ναύτες που τους αγκάλιασαν, οι ξεριζωμένοι Έλληνες.
Η ιστορία αυτή έχει καταγραφεί και έγινε γνωστή μόλις τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο δεν υπάρχουν, εκτός από μια μοναδική φωτογραφία, άλλα στοιχεία με αποτέλεσμα τόσο το όνομα του καπετάνιου όσο και του πλοίου να παραμένουν έως και σήμερα άγνωστα.
Όμως οι μαρτυρίες επαληθεύουν το λόγου το αληθές.
Ο Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη, ο Τζορτζ Χόρτον σε τηλεγράφημά του προς το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, στις 18 Σεπτεμβρίου 1922 αναφέρει: «Ένα γιαπωνέζικο πλοίο πήρε μερικούς πρόσφυγες και άκουσα πως πέταξε το φορτίο του για τον σκοπό αυτό. Επιβάτες του πλοίου μιλούν για τη συγκινητικά ευγενική συμπεριφορά του ιαπωνικού πληρώματος».
Η Anne Berrtz (Αν Μπιρτζ) σύζυγος, σύζυγος του Η. Berrtz, καθηγητή του Διεθνούς Κολεγίου της Σμύρνης, αναφέρει στην εφημερίδα «The Boston Globe» της 21ης Οκτωβρίου 1922, όπως μας μεταφέρει η κ. Παυλοπούλου:
«Οι απελπισμένοι πρόσφυγες βρίσκονταν στις αποβάθρες, το λιμάνι ήταν γεμάτο από άνδρες και γυναίκες που κολυμπούσαν με την ελπίδα να σωθούν, μέχρι που πνίγονταν. Στο λιμάνι εκείνη τη στιγμή ήταν ένα γιαπωνέζικο πλοίο, το οποίο μόλις είχε φθάσει φορτωμένο έως το κατάστρωμα με ένα πολύτιμο φορτίο από μετάξι, δαντέλες μεγάλης αξίας, χιλιάδων δολαρίων. Ο Γιαπωνέζος καπετάνιος, όταν κατάλαβε την κατάσταση που επικρατούσε, δεν δίστασε. Ολόκληρο το φορτίο πετάχτηκε στα βρόμικα νερά του λιμανιού, ενώ το φορτηγό φορτώθηκε και γέμισε με όσες εκατοντάδες πρόσφυγες μπορούσε να μεταφέρει ασφαλείς στον Πειραιά και στις ελληνικές ακτές».
«Την Πέμπτη υπήρχαν έξι ατμόπλοια στη Σμύρνη, για να μεταφέρουν τους πρόσφυγες. Eνα γιαπωνέζικο, δύο γαλλικά, ένα αμερικανικό και δύο ιταλικά. Το αμερικανικό και το γιαπωνέζικο πλοίο δέχθηκαν όλους τους πρόσφυγες, χωρίς να ελέγξουν τα χαρτιά τους, ενώ τα άλλα πλοία πήραν όσους είχαν διαβατήριο» έγραψε ο ανταποκριτής των «New York Times στις 18 Σεπτεμβρίου 1922 (Πηγή Εστία της Νέας Σμύρνης).
Επίσης στην εφημερίδα Atlanta Constitution της 15ης Οκτωβρίου αναφέρεται: «Υπήρχε κι ένα φορτηγό πλοίο στο λιμάνι (το γιαπωνέζικο) το οποίο έριξε όλο το φορτίο του στη θάλασσα και πήρες όλους τους υπόλοιπους πρόσφυγες και τους μετέφερε στον Πειραιά. Αντίθετα με τις ενέργειες κάθε άλλου πλοίου στη Σμύρνη, αυτό πήρε κάθε πρόσφυγα για το οποίο θα μπορούσε να βρει χώρο πάνω στο σκάφος. Τα αμερικανικά, τα βρετανικά, τα γαλλικά και τα ιταλικά πλοία έλεγαν στους πρόσφυγες ότι μπορούσαν να πάρουν μόνο τους δικούς τους πάνω στα σκάφη τους και τότε απέμειναν οι ταπεινοί Ιάπωνες να αποδείξουν την ευσπλαχνία τους στους πρόσφυγες» (Πηγή: Εστία της Νέας Σμύρνης).
Τις μαρτυρίες αυτές, έπειτα από 84 χρόνια, ανέφερε η Έφορος Βιβλιοθήκης και Μουσείων της Εστίας κ. Θέμις Παπαδοπούλου στον πρέσβη της Ιαπωνίας στην Ελλάδα κ. Μασούο Νισιμπαγιάσι. Ο κ. Νισιμπαγιάσι βραβεύθηκε από τον πρόεδρο της Εστίας Νέας Σμύρνης, τον κ. Ιωάννη Παπαδάτο. Επρόκειτο για τον ελάχιστο φόρο τιμής για τη σωτήρια βοήθεια που πρόσφεραν οι Ιάπωνες ναυτικοί στους εκδιωγμένους Έλληνες. Ο ίδιος, όπως μας είπαν από την Εστία δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά του ακούγοντας την αφήγηση των ιστοριών.