Η μαμά εκνευρίστηκε που η κόρη της πήγαινε συνέχεια με τον παππού στο γηροκομείο. Δεν ήξερε..
Κάθε Σάββατο, ο παππούς μου και εγώ πηγαίνουμε με τα πόδια στο γηροκομείο που βρίσκεται λίγα τετράγωνα μακριά από το σπίτι μας. Αυτό της μαμάς δεν της αρέσει πολύ, γιατί αντί να είμαι με τον παππού θα μπορούσα να παίζω με τους φίλους μου.
Στο γηροκομείο πηγαίνουμε για να επισκεφθούμε τους ηλικιωμένους και άρρωστους ανθρώπους που ζουν εκεί γιατί δεν μπορούν πια να φροντίσουν τον εαυτό τους.
“Όποιος επισκέπτεται τους αρρώστους, τους δίνει ζωή», μου λέει πάντα ο παππούς μου.
Πρώτα θα επισκεφθούμε την κυρία Μαρία. Την αποκαλώ «Η μαγείρισσα”. Της αρέσει να μιλάει για την εποχή εκείνη που ήταν διάσημη μαγείρισσα στην Αθήνα. Όπου δούλευε, έρχονταν άνθρωποι από όλη τη χώρα για να δοκιμάσουν την περίφημη κοτόσουπα της.
Στη συνέχεια θα επισκεφθούμε τον κύριο Πέτρο. Τον αποκαλώ ο “αστείος άνθρωπος”. Καθόμαστε γύρω από το τραπέζι που πίνουν τον καφέ τους και μας λέει αστεία. Μερικά είναι πολύ αστεία, μερικά δεν είναι. Κάποια πάλι δεν τα καταλαβαίνω. Εκείνος γελάει με τα δικά του αστεία και κουνάει πάνω κάτω το κατακόκκινο πρόσωπο του. Ο παππούς και εγώ δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά και γελάμε μαζί του. Ακόμη και όταν τα αστεία του δεν είναι πολύ αστεία.
Δίπλα είναι ο κύριος Δημήτρης. Τον αποκαλώ “Ο Τραγουδιστής” επειδή του αρέσει να μας τραγουδά. Κάθε φορά που το κάνει, η όμορφη φωνή του γεμίζει τον αέρα, μας συνεπαίρνει και αρχίζουμε και εμείς να τραγουδάμε μαζί του.
Μετά επισκεπτόμαστε την κυρία Μερόπη, τη «Γιαγιά», που μας δείχνει συνέχεια φωτογραφίες από τα εγγόνια της. Υπάρχουν παντού σε όλο το δωμάτιο της, σε κορνίζες, σε άλμπουμ, ακόμα και στους τοίχους.
Το δωμάτιο της κυρίας Άννας είναι γεμάτο με αναμνήσεις. Αναμνήσεις που ζωντανεύουν όταν μας διηγείται ιστορίες από τα παλιά. Την αποκαλώ “η κυρία με τις αναμνήσεις”.
Στη συνέχεια βλέπουμε τον κύριο Παναγιώτη. “Ο ήσυχος άνθρωπος». Δεν έχει πάρα πολλά να μας πει όταν μας βλέπει. Όταν φεύγουμε όμως μας γνέφει και μας χαμογελά. Τότε μόνο μας μιλάει και μας λέει να ξανάρθουμε την άλλη εβδομάδα.
Αυτό μας το λένε όλοι όταν φεύγουμε. Ακόμη και η νεαρή κυρία που κάθεται πίσω από το γραφείο.
Κάθε εβδομάδα κάνουμε πάντα την ίδια διαδρομή μέχρι το γηροκομείο για να δούμε τους φίλους μας. Ακόμη και όταν κάνει κρύο ή βρέχει, εμείς θα πάμε να δούμε την μαγείρισσα, τον αστείο άνθρωπο, τον τραγουδιστή, τη γιαγιά, την κυρία με τις αναμνήσεις και τον ήσυχο άνθρωπο.
Μια μέρα ο παππούς αρρώστησε βαριά και πήγε στο νοσοκομείο. Οι γιατροί μας είπαν ότι δεν πιστεύουν ότι θα γίνει καλά.
Το Σάββατο ήρθε. ‘Ήταν ώρα να επισκεφτούμε το γηροκομείο. Αλλά ο παππούς έλειπε. Πώς θα μπορούσα να πάω επίσκεψη χωρίς τον παππού; Τότε θυμήθηκα τι μου είπε ο παππούς μου κάποτε: “Τίποτα δεν πρέπει να στέκεται εμπόδιο στον δρόμο σου όταν θέλεις να κάνεις μια καλή πράξη”.
Έτσι πήγα μόνη μου.
Όλοι ήταν πολύ χαρούμενοι που με είδαν αλλά απόρησαν που δεν ήταν μαζί μου ο παππούς. Όταν τους είπα ότι ήταν άρρωστος και στο νοσοκομείο, στεναχωρήθηκαν πάρα πολύ.
«Δεν μπορείς να κάνεις κάτι εσύ”, μου είπαν. “Να είσαι δίπλα του όσο γίνεται και άσε τους γιατρούς να κάνουν τα υπόλοιπα”.
Στη συνέχεια η μαγείρισσα μου αποκάλυψε μερικά από τα μυστικά συστατικά της. Ο αστείος άνθρωπος μου είπε τα τελευταία αστεία του. Ο τραγουδιστής μου τραγούδησε ένα τραγούδι ειδικά για μένα. Η γιαγιά μου έδειξε περισσότερες φωτογραφίες. Η κυρία με τις αναμνήσεις θυμήθηκε περισσότερες ιστορίες. Όταν επισκέφθηκα τον ήσυχο άνθρωπο, του έκανα πολλές ερωτήσεις. Όταν ξέμεινα από ερωτήσεις, του είπα όσα έμαθα στο σχολείο.
Μετά από λίγο είπα αντίο σε όλους, ακόμα και στη γυναίκα πίσω από το γραφείο.
“Σε ευχαριστώ που ήρθες;” μου είπε. “Ελπίζω ο παππούς σου να γίνει σύντομα τελείως καλά”.
Λίγες μέρες αργότερα, ο παππούς μου ήταν ακόμα στο νοσοκομείο. Δεν έτρωγε, δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι και με δυσκολία μιλούσε. Πήγα στην γωνία του δωματίου, για να μην με δει που κλαίω. Η μητέρα μου πήρε τη θέση μου στο κρεβάτι και κράτησε το χέρι του παππού. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και πολύ ήσυχο.
Ξαφνικά η νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο και είπε, «Έχετε επισκέπτες”.
“Ήρθαμε στο σωστό μέρος; Εδώ δεν γίνεται το πάρτι;” άκουσα μια γνώριμη φωνή στη πόρτα.
Κοίταξα και τους είδα. Ήταν όλοι εκεί: Ο αστείος άνθρωπος, η μαγείρισσα, ο τραγουδιστής, η γιαγιά, η κυρία με τις αναμνήσεις. Ακόμα και η γυναίκα πίσω από το γραφείο.
Η μαγείρισσα είπε στον παππού όλα όσα θα του μαγειρέψει όταν γίνει εντελώς καλά. Του είχε φέρει και λίγη από τη διάσημη σπιτική της κοτόσουπα.
“Κοτόσουπα; Τι να του κάνει; Αυτός ο άνθρωπος χρειάζεται σουβλάκια και πίτσα”, φώναξε γελώντας ο αστείος άνθρωπος.
Όλοι γέλασαν μαζί του. Στη συνέχεια, μας είπε μερικά καινούργια αστεία. Όταν τελείωσε όλοι κρατούσαν μαντίλια για να σκουπίζουν τα δάκρυα από τα γέλια.
Στη συνέχεια, η γιαγιά έδειξε στον παππού μια κάρτα που έφτιαξαν τα εγγόνια της για εκείνον. Στο μπροστινό μέρος της κάρτας υπήρχε μια εικόνα ενός κλόουν που κρατούσε μπαλόνια. Στο πίσω μέρος έγραφε με μεγάλα κόκκινα γράμματα: “Ταχεία ανάρρωση!”
Ο τραγουδιστής ξεκίνησε να τραγουδάει, και όλοι τραγουδούσαν μαζί του. Η κυρία με τις αναμνήσεις μας είπε ότι μια φορά ο παππούς πήγε να την επισκεφτεί ενώ είχε χιονοθύελλα, απλά για να της πάει τριαντάφυλλα για τα γενέθλιά της.
Πριν το καταλάβω η ώρα του επισκεπτηρίου πέρασε. Όλοι χαιρέτησαν τον παππού, του ευχήθηκαν να γίνει σύντομα καλά και του είπαν ότι πολύ σύντομα θα έρθουν και πάλι.
Εκείνο το βράδυ, ο παππούς κάλεσε τη νοσοκόμα και της είπε ότι πεινούσε πολύ. Σύντομα ανασηκώθηκε. Την επόμενη μέρα έκανε προσπάθεια να σηκωθεί όρθιος. Κάθε μέρα που περνούσε αισθάνονταν όλο και καλύτερα. Όλο και πιο δυνατός. Μια εβδομάδα μετά ήταν σε θέση να πάει ξανά στο σπίτι.
Οι γιατροί σοκαρίστηκαν. Είπαν ότι η γρήγορη ανάρρωση του, ήταν ένα ιατρικό θαύμα. Αλλά εγώ ήξερα την αλήθεια: Η επίσκεψη των φίλων του, τον είχε κάνει καλά.
Ο παππούς είναι καλύτερα τώρα. Κάθε Σάββατο, χωρίς εξαιρέσεις, περπατάμε μαζί για να επισκεφθούμε τους φίλους μας: Την μαγείρισσα, τον αστείο άνθρωπο, τον τραγουδιστή, τη γιαγιά, τη κυρία με τις αναμνήσεις, τον ήσυχο άνθρωπο… και την νεαρή κυρία πίσω από το γραφείο.