Η υπερβολική προστασία και το «ναι» σε όλα δημιουργεί παιδιά – δυνάστες
Το λένε οι ψυχολόγοι, το διαπιστώνουμε ως γονείς κάθε μέρα. Είτε με τα δικά μας παιδιά, είτε με του περιβάλλοντός μας. Όσο χώρο δίνεις στα παιδιά, τόσο περισσότερο καταλαμβάνουν. Και γιατί άλλωστε θα έπρεπε αυτό να μας κάνει εντύπωση, εφόσον το βλέπουμε να συμβαίνει στους ενηλίκους, καθημερινά γύρω μας.
Τα παιδιά, σαν άνθρωποι, έστω και μικροί, διεκδικούν καθημερινά. Αυτό είναι στη φύση τους. Κι εμείς ως γονείς δίνουμε. Δίνουμε συναίσθημα και ύλη για να κερδίσουμε την αγάπη τους. Με κάποιο τρόπο προσπαθούμε να τα «γοητεύσουμε» προσφέροντάς τους.
Σιγά σιγά δεν χαλάμε χατίρια, αγοράζουμε παιχνίδια, αρχίζουμε να τα υπηρετούμε καθώς έχουμε μπερδέψει το «βοηθάω το παιδί μου» με το «γίνομαι υπηρέτης του». Ξεχνάμε πως τα παιδιά στα 5 τους χρόνια έχουν χτίσει μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, ξέρουν πολύ καλά τι τους γίνεται, πού περνάει το δικό τους και πού όχι. Και συνεχίζουν να διεκδικούν, γιατί αυτή είναι η «δουλειά» τους, να επεκταθούν, κι εμείς συνεχίζουμε να λέμε «ναι» χωρίς όρια και φραγμούς.
«Σου δίνω ό,τι ζητήσεις, αρκεί να μου το ανταποδώσεις με την αγάπη και την αφοσίωση που έλειψε από τη δική μου ζωή» γράφει ο γάλλος παιδίατρος Άλντο Ναουρί.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα παιδιά δεν μαθαίνουν να σέβονται τις ανάγκες των άλλων, και γίνονται δυστυχισμένα. Ξέρω πολλές μαμάδες στο περιβάλλον μου που παραπονιούνται ότι τα παιδιά τους δεν τις αφήνουν σε ησυχία. Διεκδικούν το καλύτερο κομμάτι του καναπέ, την τηλεόραση να παίζει αυτό που θέλουν αυτά, την ώρα που το θέλουν, να διακόπτουν μόνο και μόνο για να διακόψουν όταν οι γονείς μιλάνε στο τηλέφωνο, όταν έχουν φίλους στο σπίτι, να έρχονται στο συζυγικό κρεβάτι ό,τι ώρα τους καπνίσει (και όχι γιατί φοβήθηκαν) και γενικώς να επινοούν ανάγκες μόνο και μόνο για να τραβήξουν την προσοχή.
Μεγαλώνοντας, τα συγκεκριμένα παιδιά μεταφέρουν τη δική τους ανευθυνότητα στους γονείς τους. «Αν δεν ήσουν απασχολημένος στο κομπιούτερ δεν θα είχα κόψει το δάχτυλό μου», «Αν ήσουν εδώ θα είχα τελειώσει τα μαθήματά μου», «Αν με είχες ξυπνήσει δεν θα είχα αργήσει στο σχολείο» και πάει λέγοντας.
Πρόκειται για παιδιά «βαμπίρ» που κυριολεκτικά σου ρουφούν την ενέργεια με το καλαμάκι.
Δεν είναι κακά παιδιά, είναι παιδιά που η ανοχή και ίσως η αδυναμία των γονιών τους, τα έχει οδηγήσει στο να φέρονται έτσι. Πρόκειται, επίσης, για μια νέα γενιά «τυρράνων», που δεν είναι παιδιά παραμελημένων οικογενειών, ή οικογενειών με σοβαρά προβλήματα όπως ναρκωτικά, αλκοολισμός, ξυλοδαρμοί κλπ, αλλά για παιδιά που η υπερβολική προστασία και προσφορά αλλοίωσε τον χαρακτήρα τους.
Τα παιδιά πρέπει να μάθουν τον αμοιβαίο σεβασμό
Αν τα παιδιά δεν μάθουν από την παιδική τους ηλικία να σέβονται τις ανάγκες των γονιών τους (καθώς είναι οι πρώτοι άνθρωποι με τους οποίους συγκατοικούν) δεν θα μπορέσουν να σεβαστούν κανένα στην ζωή τους. Θα βασανίζονται μέσα τους καθώς πάντα θα θέλουν να βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, πάντα θα θέλουν να γίνεται «το δικό τους», δεν θα μπορούν να δεχτούν το «όχι» σαν απάντηση και δεν θα μπορέσουν να αντέξουν κανενός είδους απόρριψη. Θα βάζουν πάντα μεγάλους στόχους που δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν και δεν θα μπορούν να διαχειριστούν την αποτυχία.
Συχνά οι γονείς λέμε «δεν θέλω το καημένο το παιδί μου να στενοχωριέται», «να μην έχει αυτό που θέλει και να λυπάται» και του το δίνουμε. Και το παιδί μαθαίνει όποτε ζητάει να παίρνει. Κι αν δεν το πάρει απαιτεί, κοπανιέται, ουρλιάζει μέχρι να το αποκτήσει.
Αυτά τα παιδιά γίνονται απαιτητικά, ανεύθυνα, επιθετικά και κυρίως αγενή. Πιέζουν τους γονείς τους με αποτέλεσμα εκείνοι να μην πιστεύουν σε αυτό που δημιούργησαν, μόνο και μόνο από αγάπη και από τη διάθεση να προσφέρουν. Πρόκειται για παιδιά-δυνάστες που δεν αφήνουν κανέναν να «αναπνεύσει».
Τα όρια, το «όχι» και ο σεβασμός στις ανάγκες του άλλου είναι κάτι που μαθαίνεται και είναι καλό να το διδάξουμε στα παιδιά μας από μικρή ηλικία. Δεν είναι ευχάριστο για κανέναν γονιό να λέει «όχι» και να βλέπει το παιδί του στενοχωρημένο. Όμως ας θυμόμαστε ότι αυτό είναι για καλό του. Άλλωστε ας σκεφτούμε τι πρότυπο είμαστε σαν γονείς για το παιδί μας, όταν εκείνο ξέρει ότι μας κάνει ό,τι θέλει; Πώς είναι δυνατόν να κερδίσουμε τον σεβασμό ενός παιδιού, όταν εκείνο χτυπάει παλαμάκια κι εμείς χορεύουμε;
Η «αδυναμία» δεν είναι δικαιολογία. Άλλωστε το λέει και η ίδια η λέξη, αδυναμία ίσον έλλειψη δύναμης. Κι αυτό που χρειάζονται τα παιδιά είναι ένα «δυνατό» και σταθερό γονέα που θα τα καθοδηγεί στο τι είναι σωστό και τι όχι για να είναι ευτυχισμένο αύριο. Και ένα παιδί-δυνάστης δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένο στην υπόλοιπη ζωή του.
Επιμέλεια Λίνα Παπαδοπούλου