Ιθακήσιος: Ο μεγάλος ζωγράφος που έζησε 20 χρόνια σε σπηλιά του Ολύμπου. Λάτρευε την φύση και πέθανε προσπαθώντας να την θαυμάσει
Βασίλης Ιθακήσιος, ο άνθρωπος που επί είκοσι χρόνια έζησε συντροφιά με τους Θεούς του Ολύμπου, ο καλλιτέχνης που για να γευθεί το μεγαλείο του βουνού των Μύθων και να το δώσει με τα χρώματά του, εγκατέλειψε τους ανθρώπους και σκαρφάλωσε σε μια απρόσιτη σπηλιά του Ολύμπου, την οποία και χρησιμοποίησε για σπίτι και εργαστήρι του επί δυο δεκαετίες.
“Η Τέχνη είναι υψηλό λειτούργημα και μύησις και ποιητική εκμυστήρευσις, εκφραζομένη δια του σχεδίου και του χρώματος. Εις τα τοπία μου προσπαθώ να δώσω τον ελληνικό τους χαρακτήρα και την υποβλητική ατμόσφαιρα, που αποτελεί την ψυχικήν των έκφραση και την αναπνοή των. Το ελληνικό τοπίο είναι μοναδικό εις γλυκύτητα τόνων και εις ιδιότυπον θέλγητρον.
Συνεπώς ο ζωγράφος θα πρέπει να το περιγράψει εις την ιδανική του μορφήν και εις την πιο ευτυχισμένη στιγμή της προβολής του. Εάν δεν συλλάβη τον κραδασμό και το νόημά του, τότε θα το ιστορήσει τυπικά και το έργον θα είναι έγχρωμος φωτογραφία.
Δεν ανήκω εις καμία σχολήν, παρόλο ότι η δουλειά μου είναι νεοεμπρεσιονιστική. Η σχολή μου είναι η αιωνία πηγή της εμπνεύσεως και η ψυχική ανταπόκρισης με το τοπίον και τον άνθρωπο. Εις τα πορτρέτα μου επιδιώκω να δώσω εκείνο που υπογραμμίζει την προσωπικότητα και τον τόνο, που εκφράζει το ψυχικό υποσυνείδητο. Οπωσδήποτε ο Όλυμπος και η εναλλασσόμενη ομορφιά του σ’ όλες τις ώρες και σ’ όλες τις εποχές είναι η μοναδική μου ανεξάντλητος πηγή και συχνά – πυκνά μου γίνεται αφορμή να ζωγραφίσω με το παλιό πάθος που μαραίνεται με τα χρόνια και την παλιά ζέση που κρυώνει με την παρουσία των νέων θεών που προσπαθούν να μας εκμαυλίσουν με την μουσική των Σειρήνων.” (Βασίλης Ιθακήσιος, ΒΡΑΔΥΝΗ, 09.07.1953)
Γεννήθηκε στο Ακρωτήρι της Μυτιλήνης στις 26 Φεβρουαρίου του 1877. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Γεωργανάς. Ο πατέρας του καταγόταν από την Ιθάκη, παντρεύτηκε όμως στην Μυτιλήνη και εγκαταστάθηκε εκεί μόνιμα όπου και ασκούσε το επάγγελμα του ναυπηγού, έφτιαχνε δηλαδή βάρκες, τις έφτιαχνε όμως με μεράκι και καλαισθησία και όπως λέει αργότερα ο ζωγράφος από τον πατέρα του κληρονόμησε την καλλιτεχνική ευαισθησία ενώ από την μητέρα του την ισχυρή του θέληση.
Σε συνέντευξη του στον Γ. Ζώτο στο Έθνος το 1969 διαβάζουμε:
“Αγάπησε στη ζωή του πολλές φορές, πρώτα την ζωγραφική, μετά την Σμύρνη, την πανέμορφη. Τελευταία το βουνό, τον γερο – Όλυμπο. Είκοσι χρόνια έμεινε στις ψηλές κορυφές του, μέσα σε μια σπηλιά που είχε ανακαλύψει ο ίδιος. Ζούσε με την μοναξιά του ως γνήσιος καλλιτέχνης. Έκανε συντροφιά με τον εαυτό του και τ’ αγρίμια του βουνού.
– Μα δεν φοβάσαι εδώ πάνω μόνος σου; Τον ρωτούσαν οι φίλοι του οι ορειβάτες που ανέβαιναν στον Μύτικα για να τον δουν.
– Όχι…Περισσότερο φοβάμαι τους ανθρώπους στην Αθήνα.
Αναμνήσεις; μας λέει, καθώς μας υποδέχεται στο δωμάτιό του, στο Γηροκομείο, που οι τοίχοι του είναι γεμάτοι από έργα δικά του. Αναμνήσεις έχω. Πολλές. Είμαι, βλέπεις, 92 χρονών. Και πρέπει να… τις τακτοποιήσω στο μυαλό μου. Από φέτος ξέρεις, παθαίνω κάπου – κάπου, αμνησία.
Γύρω οι χιονισμένες κορυφές του Ολύμπου, χαμένες στην ομίχλη. Ελληνικά τοπία, χαρούμενες ακρογιαλιές, ψαράδες στην Σμύρνη, μια προσωπογραφία της μητέρας του. Πίνακες, πίνακες. Το έργο μιας ζωής.
Ζωηρεύει το βλέμμα. Το γηρασμένο πρόσωπο αλλάζει όψη. Το μικρό μυτερό λευκό γενάκι και το μπλε μπερεδάκι δίνουν μια χαρούμενη νότα καθώς μιλά:
– Μοιάζω με τους παλιούς γιατρούς που κάποτε γιάτρευαν όλες τις αρρώστιες. Ζωγράφισα οτιδήποτε. Μου ήταν αρκετό που ζωγράφιζα. Γιατί αγάπησα την ζωγραφική από μικρό παιδί, εκεί στην Μυτιλήνη που γεννήθηκα. Ήταν εκεί, τότε, κάποιος αγιογράφος. Πολυχρόνη τον έλεγαν. Κοντά του έμεινα 6 χρόνια. Οι δικοί μου, οι γονείς μου και οι 6 αδελφές μου, όλος ο κόσμος δεν μπορούσαν να με καταλάβουν.
Ήρθα στην Αθήνα, μπήκα με διαγωνισμούς στην 5η τάξη του Πολυτεχνείου (Σχολή Καλών Τεχνών) Όταν τέλειωσα το Πολυτεχνείο πήγα στην Αμβέρσα. Στην φλαμανδική Σχολή. Σπούδασα εκεί με τα λεφτά που κέρδισα, αναλαμβάνοντας την αγιογράφηση μιας ελληνικής εκκλησίας. Γύρισα στη Μυτιλήνη. Έμεινα κάπου δυο χρόνια. Δεν με σήκωνε ο τόπος. Στα 1902 έφυγα και πήγα στη Σμύρνη. Έμεινα 20 ολόκληρα χρόνια, ως την καταστροφή…
– Ποιά είναι η πιο ζωντανή σας ανάμνηση από την Σμύρνη;
– Η ίδια η Σμύρνη και η καταστροφή της. Κι ο θάνατος του Μητροπολίτη της, του Χρυσοστόμου. Ήταν φίλος μου. Του είχα κάνει την προσωπογραφία του. Και μόλις τελείωσε, λίγες μέρες μετά τον θανάτωσαν…
– Τι γίνατε μετά;
– Από την Σμύρνη, που την είχαν παραδώσει στις φλόγες και την καταστροφή, γύρισα κακήν κακώς στην Μυτιλήνη. Θα σας πώ και κάτι αστείο: Όταν γύρισα στην Μυτιλήνη δεν είχα ούτε ρούχα να φορέσω. Είχα φύγει σχεδόν γυμνός από την Σμύρνη. Τότε θυμήθηκα πως είχα χαρίσει μαι φορεσιά σ’ έναν από τους γαμπρούς μου. Πήγα, τον βρήκα και την πήρα πίσω…
Μετά την Σμύρνη αρχίζει η περιπλάνηση του ανθρώπου, του καλλιτέχνη. Πότε στην Πίνδο, πότε στο Ζάλογγο, πότε στον Παρνασσό ή στο Βέρμιο. Τα άγρια τοπία των βουνών των ελληνικών βουνών ξαναζωντάνεψαν στο καναβάτσο, χάρις στον χρωστήρα του καλλιτέχνη.
-Κάποτε, σε μια εκδρομή μου στον Όλυμπο, ανακάλυψα μια σπηλιά. Την σπηλιά όπου για 20 ολόκληρα χρόνια έμενα τα καλοκαίρια, ζωγραφίζοντας. Την βάφτισα “Άσυλο των Μουσών” Σήμερα οι ορειβάτες που ανεβαίνουν εκεί πάνω, της έδωσαν το όνομά μου…
– Δεν σας κούρασε η μοναξιά εκεί πάνω;
-Το ίδιο μ’ είχε ρωτήσει κι ο Δημήτρης Μητρόπουλος (Ο μαέστρος και μουσικοσυνθέτης), όταν δυο φορές τον φιλοξένησα στη σπηλιά μου. Κι όταν του έδωσα την απάντηση, μου είπε ότι γι’ αυτό και μόνο με θαύμαζε διπλά… Όταν, μάλιστα τύχαινε να με πιάσουν μοναξιές, άφηνα την σπηλιά μου και έκανα μεγάλες πορείες. Που αλλού παρά στις πιο ψηλές κορυφές. Στο Πάνθεο ή τον Μύτικα. Ήθελα να βλέπω την ανατολή του Ήλιου από 3.000 μέτρα ύψος. Μια βαθειά νύχτα – με συντροφιά μόνον ένα φακό για τις κακοτοπιές – ξεκίνησα για μια πεντάωρη πορεία. Ήταν μια ήσυχη νύχτα, από τις λίγες που πετυχαίνει κανείς πάνω στον Όλυμπο. Κανένας θόρυβος γύρω μου, εκτός από την αναπνοή μου που δυνάμωνε όσο ανέβαινα τις απότομες ανηφοριές. Έφθασα στην ώρα μου. Δεν άργησε να φανεί ένα χρυσό κομμάτι από τον δίσκο του Ήλίου. Πέρα, στην απέναντι μακρινή κορυφή του Άθω. Σε λίγο είχε φανεί όλος ο δίσκος.
Κι όταν με φώτισε έμοιαζα σαν μια κάθετη χρυσή γραμμή επάνω στον Όλυμπο, στην στέγη της ελληνικής γης. Από τότε ένιωσα πως για πολλά χρόνια αυτό το βουνό θα με κρατούσε δεμένο…
– Δεν νιώσατε ποτέ φόβο εκεί πάνω, μόνος σας;
– Μόνο μια φορά. Ήταν γύρω στα 1930 – 32. Είχαμε μάθει ότι η χωροφυλακή είχε ξεκληρίσει όλη την συμμορία εκείνου του ληστή, του Γιαγκούλα. Όταν λοιπόν ανέβηκα στην σπηλιά μου βρέθηκα μπροστά σ’ ένα πανύψηλο, βρώμικο γενειοφόρο ληστή. Ήταν ζωσμένος με φυσεκλίκια. Με κοίταζε έτσι που ένιωσα το αίμα να παγώνει μέσα μου. “Ποιό είν’ αυτό το ζαάρ;” ρώτησε κάποιο ντόπιο, που είχα μαζί μου. “Να είναι κάποιος που ζωγραφίζει με τούτα δω”, είπε εκείνος δείχνοντας τα σύνεργά μου.
Ο ληστής με ξανακοίταξε. Μούγκρισε κι από τότε δεν έβγαλε μιλιά. Ήταν ο μόνος που είχε γλυτώσει απ’ όλη την συμμορία. Μα κι αυτόν τον είχαν πάρει στο κατόπι τα αποσπάσματα. Έμεινε στην σπηλιά ένα 24ωρο και μετά σαν ίσκιος χάθηκε μέσα στο δάσος…
– Δεν σκεφθήκατε ποτέ να παντρευτείτε;
– Χμ… Πάντρεψα τις έξι αδερφές μου… Κι όταν τελείωσα με τις παντρειές αυτές συμβουλεύθηκα την ληξιαρχική πράξη γεννήσεως μου και είδα ότι ήμουνα λίγο… μεγάλος για να παντρευτώ.”
Ο ζωγράφος κάπου αλλού διηγείται πως κάποτε είχαν επισκεφτεί την σπηλιά του δυο Αγγλίδες, αλλά μόλις κάθισαν, έφυγαν ενοχλημένες… από τους ψύλλους. Παραπονέθηκαν για την ενόχληση και εισπράξανε την απάντηση: “Μα δεν έχετε διαβάσει ότι οι θεοί εγκατέλειψαν τον Όλυμπο εξαιτίας των ψύλλων;”
Όταν ήταν στο γηροκομείο του είχαν μείνει 27 πίνακες. Τους δώρισε στο γηροκομείο
“Θα μείνουν εδώ και μετά τον θάνατό μου. Είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια με περιποιούνται…” δήλωνε.
Είχε πλέον σταματήσει την ζωγραφική : “Η τέχνη είναι νους και ψυχή. Κι αυτά τα δυο έχουν έχουν κουρασθεί. Ούτε το χέρι, ούτε το μάτι. Η ψυχή μου έχει κουρασθεί. Γι αυτό δεν ζωγραφίζω πια.”
Ο Ιθακήσιος φιλοτέχνησε 500 περίπου πίνακες ζωγραφικά κοντάκια του Ολύμπου με συννεφιά, με πρωινό ήλιο με χιόνι και με αντάρα. Περιέγραψε παραστατικά με επική σχεδόν ζωγραφική μεγαλοπρέπεια τ’ απύθμενα βάραθρα, τα δασωμένα γούπατα, τους θεοκρέμαστους βράχους, τους θυμούς, το μεγαλείο και την ευαγγελική καλοσύνη του τραγουδισμένου βουνού.
Ως το τέλος της ζωής του νοσταλγούσε τον Όλυμπο και επιθυμούσε την επιστροφή του σε αυτόν. Έπληττε μακριά από τον αγαπημένο του Όλυμπο, μετρούσε, όπως έλεγε, τα αυτοκίνητα που περνούσαν μπροστά από το γηροκομείο για να περνά η μέρα του. Το Μάιο του1977, σε ηλικία 100 χρόνων, ο ζωγράφος νοσηλευόταν στο αναρρωτήριο του γηροκομείου. Πάθαινε πλέον συχνά παραισθήσεις και στην διάρκεια κάποιας από αυτές κατάφερε να κατεβάσει τα παραπέτα του κρεβατιού του, γιατί τον είχαν σε κρεβάτι με κάγκελα, προχώρησε ως το παράθυρο για να ατενίσει τον Όλυμπο και καθώς έσκυψε, έπεσε κάτω από ύψος ενός μέτρου και χτύπησε θανάσιμα.
Λίγα χρόνια πριν πεθάνει, καλεσμένος μαζί με τον συνομήλικό του Χρήστο Κάκκαλο στην εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού, είχαν απαγγείλει τους στίχους που έλεγαν όταν νέοι πατούσαν την κορυφή του Ολύμπου: «Τι δακρύζεις, ωρέ Μύτικα, και βαριαναστενάζεις…”
Πηγές:
Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ 16.02.1969
Εφημερίδα ΒΡΑΔΥΝΗ 26.03.1965 & 09.07.1953
Περιοδικό “Ο Παν”, τεύχος 485, 2008
Εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΗ 16.02.1969
Εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 27.05.1977
Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 27.05.1977
Έρευνα-επιμέλεια dasarxeio.com