Κανείς δεν ήθελε να υιοθετήσει αυτό το σκυλί. Ίσως επειδή δεν γνώριζαν το μυστικό του
Αυτή είναι η συγκινητική ιστορία μιας καλόκαρδης γυναίκας που θέλησε να υιοθετήσει ένα μαύρο λαμπραντόρ από ένα καταφύγιο. Διαβάστε την και αν σας αγγίξει, μοιραστείτε την με τους φίλους σας..
“Μου είπαν ότι το όνομα του μεγάλου μαύρου σκύλου ήταν Ρέτζι, καθώς τον έβλεπα να κυλιέται νωχελικά στο κλουβί του. Το καταφύγιο ήταν καθαρό, οι άνθρωποι εκεί αγαπούσαν τα ζώα και ήταν πολύ φιλικοί. Είχα μετακομίσει στην περιοχή πριν από περίπου έξι μήνες, αλλά όσους και αν είχα συναντήσει ήταν όλοι πολύ φιλόξενοι και ευγενικοί.
Ένιωθα όμως ότι κάτι μου έλειπε καθώς προσπαθούσα να ξεκινήσω τη καινούργια μου ζωή εκεί. Νόμιζα ότι ένας σκύλος θα μπορούσε να μου καλύψει το κενό. Θα είχα κάποιον συνέχεια στο σπίτι να με περιμένει. Κάποιον να μιλάω μαζί του. Λίγη παρέα.
Έτσι, μόλις είδα στα τοπικά νέα τον Ρέτζι, αποφάσισα να πάω στο καταφύγιο και να τον γνωρίσω από κοντά. Οι άνθρωποι από το καταφύγιο μου είπαν ότι δεν ήμουν η μόνη που ενδιαφέρθηκε γι αυτόν. Πολλοί ήταν εκείνοι που πήγαν στο καταφύγιο με πρόθεση να τον υιοθετήσουν, αλλά μάλλον δεν ήταν και τόσο “φιλόζωοι” τελικά, ότι και αν σημαίνει αυτό.
Μάλλον νόμιζαν ότι ήταν..
Αρχικά πίστεψα ότι οι άνθρωποι από το καταφύγιο με είχαν παρεξηγήσει. Δεν πήρα μόνο τον Ρέτζι αλλά και όλα του τα πράγματα: Ένα μαξιλάρι σκύλου, μια τσάντα με παιχνίδια (τα οποία στην πλειοψηφία τους ήταν μπάλες του τένις), τα πιάτα του και ένα σφραγισμένο γράμμα από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του.
Στην αρχή η συμβίωση με τον Ρέτζι δεν ήταν καθόλου εύκολη. Δεν μπορώ να πω ότι “δέσαμε” αμέσως. Προσπάθησα για πάνω από δυο εβδομάδες να τον βοηθήσω να προσαρμοστεί στο νέο του σπίτι. Ίσως τελικά να μην έπρεπε να προσπαθήσω τόσο σκληρά. Μπορεί να έπρεπε να το αφήσω να έρθει λίγο πιο φυσιολογικά. Ίσως πάλι να φταίει το ότι μοιάζαμε πάρα πολύ σαν χαρακτήρες.
Για κάποιο λόγο, τα περισσότερα από τα πράγματα του κατέληξαν με τις υπόλοιπες κούτες μου στην αποθήκη. Το μόνο που δεν αποχωρίζεται ποτέ είναι τα μπαλάκια του Τένις. Ειλικρινά, δεν πάει πουθενά χωρίς να κουβαλάει μια μπάλα με το στόμα του.
Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να μην του δώσω τα παλιά του αντικείμενα. Ότι θα προσαρμοστεί πιο εύκολα στο νέο του σπίτι, αν του πάρω καινούργια. Αλλά πολύ σύντομα κατάλαβα ότι έκανα λάθος.
Δοκίμασα να δώσω στον Ρέτζι τις συνηθισμένες εντολές που οι άνθρωποι από το καταφύγιο μου είπαν ότι γνώριζε. Για παράδειγμα το “κάτσε”, το “μείνε”, το “έλα” και το “σήκω”. Καμιά όμως ανταπόκριση. Ποτέ δεν φάνηκε να με ακούει πραγματικά, όταν τον καλούσα με το όνομά του. Βέβαια μετά την τέταρτη ή την πέμπτη φορά με κοίταζε, αλλά στη συνέχεια μου γυρνούσε την πλάτη και έβρισκε να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο. Όταν τον φώναζα ξανά, με πλησίαζε, μπορούσα όμως να καταλάβω ότι το έκανε με μεγάλη δυσαρέσκεια.
Αυτές τις πρώτες εβδομάδες ένιωθα ότι δεν είχα κουράγιο να προσπαθήσω περισσότερο. Ότι αυτή η σχέση δεν υπήρχε περίπτωση να λειτουργήσει.
Όταν τον έβλεπα να μασάει ένα ζευγάρι παπούτσια΄ή κάποια μη συσκευασμένα κουτιά, ήμουν πάντα αυστηρή μαζί του. Τον κοίταζα με δυσφορία, αλλά και αυτός δεν έχανε την ευκαιρία να μου ανταποδώσει το άγριο βλέμμα.
Η σχέση μας ήταν τόσο άσχημη που δεν μπορούσα να περιμένω να περάσει η δοκιμαστική περίοδος των 4 εβδομάδων. Έτσι αποφάσισα να τον επιστρέψω σύντομα στο καταφύγιο.
Άρχισα να ψάχνω την κάρτα με το τηλέφωνο των ιδιοκτητών του καταφυγίου. Μετά από αρκετή αναζήτηση θυμήθηκα ότι την είχα πετάξει στο κουτί με τα πράγματα του Ρέτζι. Μουρμούρισα μάλλον κυνικά καθώς κατευθυνόμουν προς την αποθήκη: “Αυτό το σκυλί μάλλον με καταριέται”.
Άνοιξα το κουτί και άρχισα να ψάχνω την κάρτα με το τηλέφωνο. Την ώρα που έψαχνα, σήκωσα ασυναίσθητα το μαξιλάρι του Ρέτζι και το πέταξα προς το μέρος του. Μόλις το είδε ενθουσιάστηκε! Δεν τον είχα δει ποτέ τόσο χαρούμενο.
Πήρα το θάρρος να τον φωνάξω κοντά μου: “Μπράβο Ρέτζι! Έλα τώρα κοντά μου! Θα σου δώσω κάτι όμορφο να φας!”
Η χαρούμενη διάθεση του εξαφανίστηκε, η ουρά σταμάτησε να κινείται και μου έριξε ένα από εκείνα τα γνωστά βλέμματα γεμάτα απέχθεια.
Εκνευρίστηκα τόσο πολύ που δεν το σκέφτηκα περισσότερο. Σήκωσα το τηλέφωνο και κάλεσα το καταφύγιο. Δεν είχα πλέον καμία αμφιβολία. Ο Ρέτζι αύριο θα επέστρεφε στο καταφύγιο.
Όταν έκλεισα το τηλέφωνο, το βλέμμα μου έπεσε στον σφραγισμένο φάκελο που είχε αφήσει ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του Ρέτζι.
“Εντάξει, Ρέτζι», είπα δυνατά, “ας δούμε μήπως ο προηγούμενος ιδιοκτήτης σου μπορεί να μου δώσει κάποια καλή συμβουλή».
Άνοιξα το γράμμα και άρχισα να διαβάζω:
“Σε όποιον παίρνει το σκυλί μου:
Λοιπόν, δεν μπορώ να πω ότι είμαι χαρούμενος που διαβάζετε την επιστολή μου, μια επιστολή που άφησα στο καταφύγιο με την εντολή να την ανοίξει μόνο ο καινούργιος ιδιοκτήτης του Ρέτζι. Δεν είμαι φυσικά χαρούμενος ούτε αυτή τη στιγμή που γράφω αυτή την επιστολή.
Αν την διαβάζετε, αυτό σημαίνει ότι μόλις επέστρεψα από το καταφύγιο όπου τον άφησα για πάντα. Το ήξερε ότι η βόλτα μας δεν ήταν όπως όλες οι άλλες. Μάζεψα το μαξιλάρι του και τα παιχνίδια του και τα φόρτωσα στο αυτοκίνητο από την πίσω πόρτα. Μπορεί να μην με είδε αλλά ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Και όντως κάτι δεν πήγαινε καλά.. για αυτό και εγώ πρέπει να προσπαθήσω να κάνω το σωστό.
Έτσι, επιτρέψτε μου να σας πω μερικά πράγματα για τον σκύλο μου με την ελπίδα ότι θα σας βοηθήσω να τον συμπαθήσετε και να σας συμπαθήσει και αυτός.
Πρώτον, αγαπά υπερβολικά τις μπάλες του τένις. Όσο περισσότερες τόσο το καλύτερο. Μερικές φορές νομίζω ότι είναι μισός σκίουρος με τον τρόπο που τις κουβαλάει. Έχει συνήθως πάντα δύο στο στόμα του, και προσπαθεί να βάλει και άλλη μια! Δεν το έχει καταφέρει ακόμη. Δεν έχει σημασία πού θα του τις ρίξετε. Αυτός θα τρέξει και θα τις βρει όλες. Αλλά να είστε προσεκτικός. Να προσέχετε να μην του τις πετάξετε κοντά σε δρόμο. Έκανα αυτό το λάθος μια φορά και παραλίγο να του κοστίζει την ζωή.
Στη συνέχεια, οι εντολές. Ίσως να σας έχουν μιλήσει για αυτές ήδη από το καταφύγιο, αλλά ας τα ακούσετε και από μένα: Ο Ρέτζι γνωρίζει τις προφανείς εντολές “κάτσε”, “μείνε”, “έλα”, “σήκω”.
Ξέρει επίσης μερικά σήματα με τα χέρια: το “πίσω”, το “πάνω”, το “κόλλα πέντε” και το “ξάπλωσε”. Έχω εκπαιδεύσει τον Ρέτζι με μικρές λιχουδιές. Τίποτα δεν τον κάνει να κουνάει περισσότερο την ουρά του από μερικές λιχουδιές.
Σίτιση: δύο φορές την ημέρα, μία φορά περίπου στις επτά το πρωί και μια πάλι στις έξι το απόγευμα. Το καταφύγιο έχει τη μάρκα.
Έχει κάνει όλα τα εμβόλια. Καλέστε την κλινική στην ένατη οδό για να σας ενημερώσει. Μια προειδοποίηση: Ο Ρέτζι μισεί τον κτηνίατρο. Καλή τύχη όταν πρέπει να τον πάτε. Δεν μπορώ να καταλάβω πως, αλλά πάντα ξέρει ότι σκοπεύεις να τον πας στον κτηνίατρο.
Τέλος, δώστε του λίγο χρόνο. Δεν παντρεύτηκα ποτέ και για αυτό είχα στην ζωή μου μόνο τον Ρέτζι. Όπου πήγαινα τον έπαιρνα μαζί μου. Για αυτό σας παρακαλώ να τον παίρνετε και εσείς μαζί σας στις βόλτες σας. Αν φυσικά μπορείτε. Κάθεται ήσυχος στο πίσω κάθισμα, δεν γαβγίζει και δεν παραπονιέται. Αγαπά τους ανθρώπους και εμένα περισσότερο! Πράγμα που σημαίνει ότι θα δυσκολευτεί πολύ αν πρέπει να ζήσει με κάποιον άλλον.
Να σας πω επίσης ότι το όνομά του δεν είναι Ρέτζι.
Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό αλλά όταν τον πήγα στο καταφύγιο τους έδωσα λάθος όνομα. Είναι ένα έξυπνο σκυλί, θα το συνηθίσει το καινούργιο του όνομα. Απλά δεν άντεχα να τους πω το πραγματικό του. Αν το έκανα αυτό θα έμοιαζε τόσο οριστικό. Ότι δεν θα τον έβλεπα ποτέ ξανά.
Το πραγματικό του όνομα είναι Τανκ. Ίσως γιατί είναι αυτό που οδηγώ.
Είπα στους ανθρώπους από το καταφύγιο ότι ο “Ρέτζι” θα είναι διαθέσιμος για υιοθεσία μόνο όταν έρθει η μετάθεση μου στο Ιράκ. Δυστυχώς οι γονείς μου έχουν πεθάνει, αδέρφια δεν έχω και το καταφύγιο ήταν η μόνη λύση για τον καλύτερο μου φίλο, τον “Ρέτζι”.
Λοιπόν, αυτή η επιστολή μάλλον έχει γίνει πολύ καταθλιπτική αν και γράφω απλά για το σκυλί μου. Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα έγραφα για την γυναίκα μου και τα παιδιά μου, αν είχα, αλλά ο Τανκ αυτή τη στιγμή είναι για μένα τα πάντα. Είναι η οικογένεια μου εδώ και περίπου 6 χρόνια.
Και τώρα ελπίζω και προσεύχομαι ότι θα γίνει και για εσάς η οικογένεια σας. Ότι θα προσαρμοστεί και θα σας αγαπάει όσο αγαπούσε και εμένα.
Αυτή η άνευ όρων αγάπη από ένα σκυλί, είναι αυτό που παίρνω μαζί μου φεύγοντας. Δίπλα του έμαθα τι σημαίνει αφοσίωση, ανιδιοτέλεια και πραγματική φιλία.
Εντάξει, νομίζω ότι έγραψα αρκετά. Αύριο πρωί θα πάω αυτό το γραμμα στο καταφύγιο. Δεν νομίζω όμως ότι θα μπορέσω να δω ξανά τον Τανκ. Έκλαψα πάρα πολύ την πρώτη φορά. Ίσως απλά να κρυφοκοιτάξω να δω τι κάνει. Να δω αν κατάφερε τελικά να πάρει και την τρίτη μπάλα του Τένις στο στόμα του.
Καλή τύχη με τον Τανκ. Δώστε του ένα καλό σπίτι και ένα φιλί για καληνύχτα – κάθε βράδυ – από μένα.
Σας ευχαριστώ,
Πωλ Μάλλορυ”
Δίπλωσα πάλι το γράμμα και το έβαλα πίσω στο φάκελο. Είχα ακούσει ξανά αυτό το όνομα. Όλοι στην πόλη το είχαν ακούσει, ακόμη και οι πιο “καινούργιοι” σαν και εμένα. Ο Πωλ Μάλλορυ ήταν ένα ντόπιο παιδί που σκοτώθηκε στο Ιράκ μερικούς μήνες πριν. Είχε τιμηθεί με το Ασημένιο αστέρι γιατί έδωσε τη ζωή του για να σώσει τρεις φίλους του. Όλες οι σημαίες κυμάτιζαν μεσίστιες εκείνο το καλοκαίρι.
Έσκυψα προς τα εμπρός στην καρέκλα μου και κοίταξα το σκυλί.
“Γεια σου, Τάνκ” του είπα χαμηλόφωνα. Γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε με μάτια τόσο φωτεινά!
Έπειτα ήρθε κοντά μου και κάθισε στα πόδια μου. Με κοίταξε περιμένοντας να ακούσει πάλι το όνομα που είχε να ακούσει μήνες.
«Τάνκ», του ψιθύρισα. Η ουρά του άρχισε να κουνιέται γρήγορα.
Συνέχισα να ψιθυρίζω το όνομά του, ξανά και ξανά. Κάθε φορά τέντωνε τα αυτιά του. Σε λίγο τα μάτια του είχαν μαλακώσει. Έμοιαζε πιο ήρεμος από ποτέ. Χάιδεψα τα αυτιά του, έτριψα τους ώμους του, έσκυψα και τον αγκάλιασα.
«Εγώ είμαι εδώ τώρα Τανκ, μόνο εσύ και εγώ. Ο παλιός σου φίλος, σε έδωσε σε μένα.” Σήκωσε το κεφάλι του και μου έγλειψε το μάγουλό.
“Θέλεις να παίξουμε μπάλα;” τον ρώτησα. “Ναι! Μπάλα! Σου αρέσει αυτό, έτσι δεν είναι;” Τέντωσε τα αυτιά του, σηκώθηκε και εξαφανίστηκε στο άλλο δωμάτιο.
Όταν επέστρεψε, είχε τρεις μπάλες του τένις στο στόμα του.”