“Κρίμα που είσαι ανάπηρη, γιατί είσαι και ωραία κοπέλα!”
Ονομάζομαι Σάντρα και είμαι φοιτήτρια Ψυχολογίας. Έχω μερική απώλεια όρασης και ακοής από την πρώιμη παιδική μου ηλικία. Φοίτησα σε γενικό δημόσιο σχολείο και έμαθα να συμπεριφέρομαι και να ζω, όπως όλα τα συνομήλικά μου παιδιά, προσαρμόζοντας, σαφώς, ορισμένες δραστηριότητες στα μέτρα μου. Έμαθα να μελετώ σκληρά για να είμαι συνεπής στο σχολείο, περνώντας άπειρες ώρες πάνω από τα μεγαλογράμματα βιβλία μου. Παράλληλα, συμμετείχα σε εξωσχολικές δραστηριότητες, όπως εκμάθηση ξένων γλωσσών, γυμναστική, χορό, καθώς και σε δραστηριότητες διασκέδασης και αναψυχής. Από μία ηλικία και μετά, έμαθα να φροντίζω μόνη μου τον εαυτό μου σε πρακτικά ζητήματα καθημερινότητας. Κατά την αρχή της εφηβείας, μάλιστα, θυμάμαι πως ξεκίνησα να μακιγιάρομαι, να συνδυάζω τα ρούχα μεταξύ τους, όπως επίσης και να ενημερώνομαι σχετικά με τη μόδα και να παρατηρώ τα στυλ που επέλεγαν οι γύρω μου.
Τώρα μερικοί ίσως να σκέφτονται “Όλα συνηθισμένα για μια έφηβη μου ακούγονται ως εδώ. Γιατί μας τα αναλύεις;”
Εσείς που το σκέφτεστε αυτό, απόλυτο δίκαιο έχετε κι ένα μπράβο από μένα!
Με συναντούν, ωστόσο, συχνά άνθρωποι, οι οποίοι εκπλήσσονται με το γεγονός, ότι μία τυφλή γυναίκα ασχολείται τόσο με την εξωτερική της εμφάνιση. Άλλοτε ακούω “Δεν είναι ωραίο να φαίνονται τα ακουστικά βαρηκοΐας σου. Μην πιάνεις τα μαλλιά σου ψηλά” ή “Δεν ταιριάζει το μπαστούνι σου με την υπόλοιπη εικόνα σου”. Α, ναι, και το ασχολίαστο “Κρίμα που είσαι ανάπηρη, γιατί είσαι και ωραία κοπέλα”!
Χμ, μάλιστα. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο κοσμάκης έχει συσχετίσει την αναπηρία με την εσωστρέφεια, την μη όρεξη για ζωή και την αδιαφορία για τον εαυτό και τους άλλους, ενώ τα βοηθήματα έχουν μετατραπεί σε σύμβολα “κακομοιριάς”.
Ας ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, γι’ αρχή ότι: λευκό ή άλλο μπαστούνι, πατερίτσα, ακουστικά βαρηκοΐας, κοχλιακό εμφύτευμα, αμαξίδια και οτιδήποτε άλλο χρησιμοποιεί ένα άτομο για να ενισχύσει τη λειτουργικότητά του και να διευκολύνει την καθημερινότητά του, είναι ΕΡΓΑΛΕΊΑ. Αυτό σημαίνει πως χρησιμοποιούνται καθαρά και μόνο για πρακτικούς σκοπούς. Δεν είναι σκουλαρίκι στη μύτη ούτε περίεργο καπέλο, ούτε γκριζογαλαζοπράσινο eyeliner μέχρι τ’ αφτιά, τα οποία τα φοράμε αποκλειστικά επειδή εμείς θέλουμε και εκφράζουν την προσωπικότητα, το στυλ και τις υποκειμενικές μας προτιμήσεις. Συνεπώς, και δεν τα φοράμε / χρησιμοποιούμε ανάλογα με τη διάθεσή μας ή την εκάστοτε περίσταση, ούτε επιδιώκουμε να τα συνδυάσουμε με το υπόλοιπο look.
Επιπλέον, δεν αποτελούν σύμβολα “κακομοιριάς”. Αντιθέτως, αποτελούν ένδειξη πως, μεν το άτομο έχει κάποια βλάβη σε συγκεκριμένο μέρος του σώματος (π.χ. στην όρασή του), αλλά ταυτόχρονα δείχνουν πως το ίδιο άτομο έχει βρει κάτι, που το βοηθά να Ζει πιο εύκολα. Αυτό το δεύτερο σαφέστατα είναι κάτι θετικό και είναι ο λόγος που οι χρήστες και χρήστριες τους νιώθουν υπερηφάνεια και δεν έχουν πρόθεση να τα κρύψουν ή να μην τα χρησιμοποιούν, επειδή “δε φαίνονται όμορφα”. Μάλλον, το να μπορεί ένα άτομο να ακούει καλύτερα ή να μετακινείται αυτόνομα είναι κατά πολύ πιο σημαντικό.
Όσον αφορά την ύπαρξη βλάβης, αυτή δε συνεπάγεται κατ’ ανάγκη μία καλής ή κακής ποιότητας ζωή. Δε δύναται να καταλήξουμε σε συμπεράσματα για τον τρόπο ζωής κάποιου, μόνο και μόνο γνωρίζοντας πως πρόκειται για ένα ανάπηρο άτομο!
Υπάρχουν τόσο ευτυχισμένα όσο και δυστυχισμένα άτομα με αναπηρία. Αυτό σημαίνει πως, μεταξύ των μεταβλητών “αναπηρία” και “ποιότητα ζωής”, διαμεσολαβούν και τρίτοι παράγοντες, που διαμορφώνουν τη μεταξύ τους σχέση. Μπορεί να είναι οικονομικοί, πολιτιστικοί, οικογενειακοί παράγοντες ή προσωπικής αρεσκείας.
Ας δούμε, όμως, πιο συγκεκριμένα παραδείγματα στο ζήτημα της ενδυμασίας, που μας απασχολεί κατά κύριο λόγο στο παρόν άρθρο.
Ένας κοινωνικό – οικονομικός παράγοντας είναι, ότι ένα ανάπηρο άτομο συμβαίνει συχνά να αποκλείεται από θέσεις εργασίας (κι αυτό, όχι τόσο εξαιτίας της βλάβης του, αλλά περισσότερο λόγω στερεοτυπικών πεποιθήσεων και προκαταλήψεων της κοινωνίας) με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην ανεργία ή και την πενία. Η κατάσταση αυτή, ενδεχομένως, να μην του επιτρέπει να αποκτά ακριβά ή μοντέρνα ρούχα, καθιστώντας την ενδυμασία του πιο απλή.
Τελικώς, όμως, ο κυριότερος, κατ’ εμέ, παράγοντας, που καθορίζει την ενδυμασία όλων μας, είναι πολύ απλά το γούστο. Με άλλα λόγια, μερικά άτομα δε θέλουν να υιοθετήσουν ένα σοφιστικέ στυλ, διότι νιώθουν πως δεν ταιριάζει στην προσωπικότητά τους και δεν τα εκφράζει. Ας μην ξεχνάμε, πως δεν υπάρχει ενδεδειγμένος τρόπος ζωής. Υπάρχει, και πρέπει να υπάρχει, ελευθερία επιλογών και σεβασμός απέναντι στις προτιμήσεις, αλλά και τις δυνατότητες του κάθε μέλους της κοινωνίας μας!
Σάντρα Ρούπα
Φοιτήτρια του Τμήματος Ψυχολογίας – Πάντειο Πανεπιστήμιο