Κώστας Βάρναλης: “Αχ, πού ‘σαι νιότη που ‘δειχνες πως θα γινόμουν άλλος”
“Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. – «Γεια σου, Κωνσταντή βαρβάτε!»
– Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
Ένας σου ‘δινε ποτήρι κι άλλος σου ‘δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας -αχ, εκείνος ο Τριβέλας!-
έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά…
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πού ‘σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!”
Αυτός είναι ο πρόλογος της ποιητικής συλλογής “Σκλάβοι πολιορκημένοι“. Τιτλοφόρησε έτσι τη συλλογή ο Βάρναλης παραλλάσσοντας τον τίτλο της γνωστής ποιητικής σύνθεσης του Σολωμού “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”. Για τον ποιητή οι σκλάβοι πολιορκημένοι του είναι όλοι οι άνθρωποι που είναι δέσμιοι των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών.
Ποιος ήταν ο Κώστας Βάρναλης
«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, έγραψε ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας στις 14 Φεβρουαρίου του 1883, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου. Έδειξε σε νεαρή ηλικία την κλίση του προς τα γράμματα, καθώς τελειώνοντας τις σπουδές του στο Ελληνικό Σχολείο ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών.
Εργάστηκε για χρόνια ως καθηγητής στη δημόσια μέση εκπαίδευση σε Βουλγαρία και Ελλάδα.
Θεωρείται μοναδικός κοινωνικός ποιητής και συγγραφέας: πουθενά στο έργο του δεν υπάρχουν τα ίχνη ενός διανοουμενισμού, πού συχνά συναντάται σε ανάλογες περιπτώσεις. Το ισχυρό ταλέντο του μετέβαλλε σε καθαρή «λαϊκή» τέχνη και σπαρταριστό υλικό οποιαδήποτε ιδέα ή ιδεολογία βρισκόταν στην αφετηρία της δημιουργίας του, μιλώντας στις καρδιές και των πιο απλών «προλεταρίων». Η ασυμβίβαστα κοινωνική στρατευμένη τέχνη του ήταν ο λόγος που τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν το 1959.
Έγραφε στη δημοτική, με καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Το έργο του χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα.
Παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου το 1929, ενώ πέθανε το 1974 πλήρης ημερών και έχοντας δρέψει τις δάφνες του, που δεν ήταν άλλες από την αγάπη του λαού. Αξίζει να σημειωθεί η καλλιτεχνική σημασία των μεταφράσεων του του Αριστοφάνους, με τον όποιο τον συνέδεε μια πηγαία αγάπη προς τις άσεμνολογίες ή, όπως ο ίδιος έλεγε, τις ελευθεροστομίες.
Αφορισμοί και Στίχοι
– Και πάλι στον αγώνα σκοτωμένοι, αλλ’ όχι νικημένοι
–Σκύλος γενού και δάγκανε, άμα θέλεις να ‘σαι κάτι.
–Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα, τον αδελφό μου ξένο
και τον οχτρό αδέλφι μου αδικοσκοτωμένο (από το «Τραγούδι του τρελού»
–Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν…
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν (από το «Οι Πόνοι της Παναγίας»)
–Όταν πεθαίνει βασιλιάς, μη χαίρεσαι λαουτζίκο
Μη λες πως θάν’ καλύτερος ο νυν από τον τέως
Πως θάναι το λυκόπουλο καλύτερο απ’ τον λύκο
Τότε μονάχα να χαρείς: αν θάναι ο τελευταίος
–Κι αν είναι ο λάκκος σου πολύ βαθύς,
χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς.
–Δειλοί μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα (από το «Η Ταβέρνα»)
–Εδώ ‘ναι η στάχτη ενός λαού, που είταν αιώνια φλόγα.
–Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο, άιντε σύμβολο αιώνιο
αν ξυπνήσεις μονομιάς θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς (από τη «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» – 1980) Όταν ο Ξυλούρης συνάντησε τον Βάρναλη:
–Δεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχή.
Οι λαοί πιστεύουν πιότερο τ’ αυτιά τους, παρά τα μάτια τους.
Πιότερο το μύθο παρά τα γεγονότα.
Πιότερο τη φαντασία τους από τη κρίση τους… (από το «Μονόλογο του Μώμου»)
–Σε θέλουν σκλάβα να χτυπάς, το κούτελο στο χώμα!
Χασίσι αν θες μετά χαράς, αλλ’ όχι ελεφτεριά!
–Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
–Αλλού αν γεννηθείς, αλλού κι αν πας,
παντού θα σε χτυπούν, αν δε χτυπάς! (από το ποίημα «Θα γεννηθώ ξανά»)
–Ω, πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της Ζωής!