Λιαντίνης: «Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί το Λογιότατε, Εντιμότατε δεν το απεύθυνε ποτέ του κάποιος στο γεωργό, στο βοσκό, στο χτίστη»

Το βιβλίο Τα Ελληνικά του Δημήτρη Λιαντίνη αποτελεί ένα από τα πιο στοχαστικά και βαθιά έργα του Έλληνα φιλοσόφου και παιδαγωγού, ένα κείμενο που επιχειρεί να αγγίξει την ουσία του ελληνικού πνεύματος μέσα από τη γλώσσα, την παιδεία και τη φιλοσοφική παράδοση. Δεν πρόκειται για ένα απλό φιλολογικό δοκίμιο, αλλά για μια πυκνή, σχεδόν ποιητική κατάθεση ψυχής γύρω από το τι σημαίνει να είσαι Έλληνας, να σκέφτεσαι ελληνικά, να ζεις μέσα στον ρυθμό μιας γλώσσας που κουβαλά αιώνες πολιτισμού και νοήματος.
Ο Λιαντίνης προσεγγίζει τη γλώσσα όχι ως εργαλείο, αλλά ως τρόπο ύπαρξης. Μέσα από τις σελίδες του έργου ξεδιπλώνεται η βαθιά σχέση ανάμεσα στη σκέψη και τη λαλιά, ανάμεσα στην ελληνική φιλοσοφία και την αισθητική του λόγου. Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως τα ελληνικά δεν είναι μόνο μια γλώσσα επικοινωνίας, αλλά ένα «σύμπαν νοημάτων» που καθορίζει τη σκέψη, την ηθική και την κοσμοαντίληψη ενός λαού. Με ύφος αυστηρό, στοχαστικό και γεμάτο εσωτερική ένταση, καλεί τον αναγνώστη να αναμετρηθεί με τη διαχρονική ευθύνη της ελληνικής παιδείας και να δει την παράδοση όχι ως μουσειακό κατάλοιπο, αλλά ως ζωντανή πνοή πολιτισμού.
Το έργο ξεχωρίζει για τη φιλοσοφική του δύναμη, για τη χρήση της αρχαίας σκέψης μέσα σε ένα σύγχρονο πλαίσιο και για την ευγλωττία με την οποία ο Λιαντίνης αποδίδει το αίσθημα της ελληνικότητας. Ο ίδιος βλέπει τον ελληνισμό ως μια αδιάκοπη πορεία αναζήτησης του μέτρου, της αλήθειας και της ομορφιάς – αξίες που θεωρεί πως πρέπει να αναγεννηθούν μέσα από τη συνείδηση κάθε νέου ανθρώπου.
Ο Δημήτρης Λιαντίνης γεννήθηκε στη Πολοβίτσα Λακωνίας, στις 23 Ιουλίου του 1942 και υπήρξε καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε φιλοσοφία, παιδαγωγική και ψυχολογία, ενώ η διδασκαλία του άφησε βαθύ αποτύπωμα στους φοιτητές και τους αναγνώστες του. Συνδύαζε τη λογική της αρχαιοελληνικής σκέψης με την αυστηρότητα της σύγχρονης παιδείας, επιμένοντας ότι η ελληνική παράδοση δεν είναι απλώς ιστορία, αλλά τρόπος βίου. Τα έργα του, όπως Γκέμμα, Έξυπνον Ενύπνιον, Χάσμα Σεισμού και Τα Ελληνικά, συγκροτούν ένα ενιαίο φιλοσοφικό όραμα που διαπνέεται από πάθος για την αλήθεια, την ευθύνη και την ηθική αξιοπρέπεια.
Την 1η Ιουνίου 1998 ο Λιαντίνης εξαφανίστηκε αφήνοντας γράμμα προς την κόρη του, στο οποίο δήλωνε πως είχε αποφασίσει «να αφανισθεί αυτοθέλητα», όπως χαρακτηριστικά έγραφε. Η υπόθεση της εξαφάνισής του απασχόλησε την κοινή γνώμη, λόγω της ιδιαίτερης προβολής από τα ΜΜΕ. Στις 6 Ιουλίου του 2005, ο συγγενής του Παναγιώτης Νικολακάκος, ο οποίος ήταν ο μόνος που γνώριζε το σημείο θανάτου του, οδήγησε την κόρη του Λιαντίνη σε μια σπηλιά του Ταϋγέτου, όπου μέσα κείτονταν ο ίδιος. Αργότερα ο αδερφός του, Γιώργος Νικολακάκος, αποκάλυψε ότι ο Λιαντίνης είχε δώσει ακριβείς οδηγίες για το πότε να αποκαλυφθεί το μέρος όπου βρισκόταν. Όπως έγραψε στο τελευταίο γράμμα στην κόρη του, είχε προετοιμάσει αυτή τη στιγμή βήμα-βήμα μια ολόκληρη ζωή.
Ο Λιαντίνης υπήρξε μια σπάνια μορφή στο ελληνικό πνευματικό τοπίο. Η γραφή του, αυστηρή και ποιητική μαζί, ανέδειξε τη σημασία του λόγου ως ύψιστης μορφής αυτογνωσίας. Με το έργο του υπενθύμισε ότι ο ελληνισμός δεν είναι μια έννοια του παρελθόντος, αλλά μια διαρκής άσκηση πνευματικής ελευθερίας και ευθύνης.
Επιλεγμένα αποσπάσματα απο το βιβλίο Τα Ελληνικά:
«Από την άποψη της φυσικής πραγματικότητας ζωντανός άνθρωπος σημαίνει ταυτόχρονα και πεθαμένος. Αφού μια μέρα θα πεθάνει, φέρνει από τώρα που ζει δυνάμει μέσα του αυτή την κατάσταση της ανυπαρξίας του.»
«Η ελληνική τέχνη είναι το γέννημα του αδυσώπητου αλλά και του εξαίσιου κόπου να μετουσιώσει το βάρος του κόσμου σε ελαφράδα ζωής. Η θλίψη που γέννησε στον Έλληνα η γνωριμία του με το κακό του κόσμου, με το malum physicum καθώς το λεν, παραχώρησε τη θέση της σε μία πικρή αποδοχή, σε μία συναίνεση ανάγκης με τις σκληρές δομές της φύσης. Και το πράγμα έγινε μ’ έναν τρόπο, ώστε την εγγενή συφορά του ανθρώπου να μην τη νοθέψει η δειλία και ο δόλος. Να μην κουκουλωθεί το κακό δηλαδή με την αυταπάτη και το ψέμα.»
«Η τέχνη των ελλήνων είναι η αποτύπωση της συμπεριφοράς τους να ξεπεράσουν τον πόνο που τους έδινε η γνώση τους για τον κόσμο και για τη θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Εάν οι έλληνες δεν έβρισκαν διέξοδο στην τέχνη τους, θα ̓παιρναν τα βουνά και τα όρη. Κάτω από κάθε δέντρο θα μας άφηναν και από μια αγχόνη.»
«Με την τέχνη οι έλληνες το βαθύ τους πόνο και την τιμιότητα να μην τον ψευτίσουν τα έκαμαν τραγούδι.Έτσι γεννήθηκε η ραψωδία του αοιδού, η λύρα και ο χορός του Αλκαίου και του Αλκμάνα, η διδασκαλία στα θέατρα, ο δωρικός κίονας, το αέτωμα του ναού, το άγαλμα του γλύπτη, το επιτύμβιο επίγραμμα, το πλατωνικό φιλοσόφημα.»
«Γνωρίζουμε πως την τραγωδία των ελλήνων τη γέννησε το δράμα της ζωής του Διονύσου. Και ο θεός Διόνυσος εικόνιζε μυθικά την πορεία της φύσης από το γέννημό στη χαρά της αύξησης, στην οδύνη του θανάτου, στην ταφή του σπόρου, και στον ξαναγεννημό. Την ώρα που πεθαίνει ο παππούς έχει κιόλας γεννηθεί το εγγόνι του.»
«Όσο ο άνθρωπος θα ζει σε τούτο το γαλαζοπράσινο πλανήτη, και όσο η πολιτική του συνείδηση θα αναζητεί το τέλειο πολίτευμα για να συμβιώνει ειρηνικά και δίκαια στις κοινωνίες του, πάντα θα σημαδεύει σα στόχο τη δημοκρατία του Σόλωνα. Θα γυρίζει προς το κέντρο της, όπως η πυξίδα γυρίζει προς το βοριά.»
«Μ’ ενδιαφέρει λιγότερο, δηλαδή, αν ο τάδε πολίτης είναι πιο ακουστός από μένα, απ’ όσο μ’ ενδιαφέρει να με κοιτάξει ευφρόσυνα ένα κορίτσι μέσα στους μπαχτσέδες, ή να κοιτάξω λυπημένα ένα άστρο που βασιλεύει και να συλλογιστώ ότι έτσι ταχιά θα βασιλέψω κι εγώ.»
«Δίκη θα ειπεί να μη χαρίζεσαι ποτέ στον εαυτό σου μπροστά στο άδικο, στο ψέμα, στην αδυναμία, σ’ αυτό που το νομίζεις συφέρο σου. Και όλες σου τις επιθυμίες να τις αφήνεις να ευδοκιμήσουν και να αυξηθούν όσο και το μπόι σου. Ούτε χιλιοστό περισσότερο.»







