Τέχνες

Λούκι: Το αγαπημένο στέκι των 80’s στο Κολωνάκι όπου γράφτηκαν δύο από τα πιο αγαπημένα ελληνικά τραγούδια

advertisement

Υπήρχε ένα μπαράκι στην οδό Χάριτος στο Κολωνάκι τη δεκαετία του 80, το οποίο λεγόταν Λούκι. Λειτούργησε από το 1978 έως το 1985, βρίσκονταν στην οδό Χάρητος 44 και υπήρξε περιβόητο σημείο συνάντησης καλλιτεχνών.

Δημιουργήθηκε από τον ηθοποιό Αλέξη Γκόλφη και τον Ανδρέα Μουζακίτη, ντράμερ του συγκροτήματος “Σπυριδούλα” και του Παύλου Σιδηρόπουλου στο διάσημο LP “Φλου”.

Το “Λούκι” λοιπόν στο Κολωνάκι ήταν πηγή έμπνευσης για δύο χιλιοτραγουδισμένα κομμάτια τα οποία έχουν σημαδέψει τις ελληνικές γενιές από τις αρχές του ’80 μέχρι και σήμερα.

Το πρώτο είναι το Μια βραδιά στο Λούκι των αδερφών Κατσιμίχα:

Εκείνη την εποχή οι Κατσιμιχαίοι ήταν κολλητοί με το Νίκο Ζιώγαλα. Στέκι τους ήταν το “Λούκι”.

advertisement

Ο Πάνος Κατσιμίχας διηγείται:

«Το 1980, που ήμουν φαντάρος ο Χάρης σύχναζε σε ένα μπαρ στο Κολωνάκι. Λεγόταν ”Λούκι”. Εκεί λοιπόν, ένα βράδυ, μπήκε μια κοπέλα, την κοίταξε ο Χάρης, τον κοίταξε κι εκείνη. Γυρίζει και λέει του Ζιώγαλα ”Ο τύπος μου, Νικόλα.”

Το πράγμα δεν κατέληξε πουθενά, ο Χάρης γύρισε σπίτι και από τον νταλκά του έγραψε το τραγούδι ”Μια βραδιά στο Λούκι” το οποίο τραγούδησα εγώ το 1982 στους Μουσικούς Αγώνες που διοργάνωνε ο Μάνος Χατζιδάκις στην Κέρκυρα.

Μια κιθάρα, μια φυσαρμόνικα, μια φωνή. Τρίτο βραβείο ο Παναγιώτης. Αργότερα μάθαμε ότι την κοπέλα την έλεγαν Ρενέ. Αυτή είναι η ιστορία…»

Με επίκεντρο πάντα το Λούκι ο Άγγελος Σφακιανάκης έχει δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για την Ρενέ που δυστυχώς έφυγε από τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 2015:

“Την Μεγάλη Παρασκευή πέρασε απ το σπίτι με κάτι φίλους του οικοδεσπότη μια ξεχωριστή ύπαρξη. Αδύνατη, τρυφερή, πρόσχαρη με μακριά δάχτυλα και κομμένα τα μαλλιά της αλά γκαρσόν. Μας την σύστησε ο συνοδός της, από δω η «Ρενέ» . Η χάρη της και μια γλυκιά καλοσύνη τυλιγμένη με την αστική της ευγένεια απλώθηκε σε όλη την παρέα. Κάναμε συντροφιά και η Ρενέ ξανά ήρθε την επομένη μόνη. Το βράδυ με τον Αντώνη γοητευμένοι και οι δύο από την νέα γνωριμία πίναμε και συζητούσαμε ως μύστες του ωραίου προσπαθώντας να προσδιορίσουμε την γοητεία της . Ο Αντώνης που ήταν εικαστικός , εκείνα τα χρόνια δούλευε κάτι σχεδιαστικές φόρμες που ήταν πότε κοίλες και πότε κυρτές ανάλογα στο φως και την εσωτερική διάθεση του παρατηρητή. Μ’ αρέσει γιατί είναι «ήτο δεν ήτο» δήλωσε. Είναι θελκτική αλλά χωρίς σεξισμό. Είναι κορίτσι με την αθωότητα αγοριού. Είναι άφυλα ερωτική. Είναι νεράιδα αλλά και του κόσμου τούτου συμπλήρωσα εγώ. Η Ρενέ είχε βαφτιστεί πλέον από τον Βεζυρτζή ως «ήτο δεν ήτο». Έτσι δεν έμαθα ποτέ το επίθετό της. Η Πασχαλιάτικη Ζάκυνθος τελείωσε και συνεχίσαμε να βλεπόμαστε στην Αθήνα. Ένα βράδυ πήγα την Ρενέ στο Λούκυ, ένα μπαρ στη Χάρητος . Συνάντησα γνωστούς και φίλους. Ο Αλέξης, ο Νίκος, ο Γιώργος, η Τούλα, ο Θωμάς. Το Λούκι ήταν στέκι. Ήταν κι ο Χάρης Κατσιμίχας με τον Ζιώγαλα εκεί. Με τον καιρό με τη Ρενέ χαθήκαμε. Μετά από χρόνια ο Χάρης μου εκμυστηρεύτηκε εγκάρδια πως το κορίτσι που περιγράφει στο τραγούδι «Μία βραδιά στο Λούκι» ήταν το κορίτσι που συνόδευα εκείνο το βράδυ. Το «Μία βραδιά στο Λούκι» γράφτηκε με αφορμή την Ρενέ. Είμαι βέβαιος πως γράφτηκαν κι άλλα τραγούδια για κείνη, απλώς δεν τα έμαθα ποτέ. Καλό ταξίδι Ρενέ.”

Μετά από κάποιο διάστημα ο Νίκος Ζιώγαλας είχε οικονομικές δυσκολίες και χρειάστηκε να βρει δεύτερη δουλειά. Έπιασε λοιπόν δουλειά ως μπάρμαν στο “Λούκι”!

Η «Σταρ του Σινεμά» ήταν μια κοπέλα που δουλεύει επίσης εκεί. Ο Νίκος, την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά και όταν τα βράδια την βλέπει να έρχεται, να κατεβαίνει τις σκάλες για να πιάσει δουλειά αναστατώνεται τόσο πολύ, ώστε του πέφτουν τα ποτήρια. Το περιγράφει στον στίχο…

«Τι να `ναι αυτό που ξαφνικά μ’ αναστατώνει
όταν τα πόδια σου προβάλλουν στα σκαλιά
χάνω τον έλεγχο και κάνω χίλια λάθη
τ’ αφεντικό τη γράφει τη ζημιά»

Ο Νίκος Ζιώγαλας έχει πει για το τραγούδι:

«Δούλευα τότε μπάρμαν στο μπαρ Λούκι. Η κοπέλα δούλευε στα τραπέζια, σερβιτόρα. Εγώ την ερωτεύομαι πολύ, και μια νύχτα της εξομολογούμαι τον έρωτά μου, οπισθοχωρεί αυτή ξαφνιασμένη, και τρώω τη χυλόπιτα.

Δεν το περίμενα, γιατί νόμιζα πως είχα ψυχολογήσει την κατάσταση, όμως έπεσα πολύ έξω. Δεν ήθελε με τίποτα. Μετά τη δουλειά, πήγα στο σπίτι και έγραψα κατευθείαν το τραγούδι. Τελικά η χυλόπιτα μου βγήκε σε καλό γιατί έγραψα αυτό το τραγούδι. Και την ευχαριστώ πάρα πολύ…»

«Δεν την ξαναείδα από τότε. Το μόνο που θυμάμαι, το όνομά της, Φανή. Φανή και ήταν από την Κοζάνη… Καλή της ώρα όπου κι αν είναι…»

advertisement
Back to top button