Μαμά μου «έφυγες» και άφησες πίσω σου εκατομμύρια αναμνήσεις…
Φεύγουν οι άνθρωποι μαμά, κι αφήνουν πίσω τους χιλιάδες αναμνήσεις…
Αναμνήσεις απ’ όταν ήσουνα παιδί κι η μάνα σου σε ανέβαζε στον πάγκο της κουζίνας για να φτιάξετε παρέα κεφτεδάκια, ή από εκείνο το απόγευμα στη θάλασσα που ήρθε δίπλα σου για να σου χαϊδέψει τα μαλλιά. Αναμνήσεις από την εφηβεία σου, όταν αντί να κοιμηθεί, περίμενε στο σκοτάδι μέχρι να γυρίσεις απ’ την βόλτα σου. Κι αντί να βάλει τις φωνές, σε έπαιρνε αγκαλιά και σου ψιθύριζε «Δόξα τω Θεώ που γύρισες».
Φεύγουν οι άνθρωποι μαμά, όπως έφυγες κι εσύ και στο μπαούλο των αναμνήσεών μου στοιβάζονται εκατομμύρια στιγμές απ’ την κοινή ζωή μας. Δεν θυμάμαι αν με θήλασες ή αν με κοίμιζες στα χέρια σου όσο ήμουνα μωρό. Δεν θυμάμαι πόσα στερήθηκες για μένα, ούτε αν πέταξες τα όνειρά σου για να με μεγαλώσεις. Και δεν τα θυμάμαι όλα αυτά γιατί δεν μ’ άφησες ποτέ σου να τα δω…
Δεν έδειξες ποτέ την κούραση και την εξάντλησή σου. Δεν παραπονέθηκες που άφησες στη μέση τις σπουδές σου, ούτε όταν παράτησες την δουλειά των ονείρων σου. Δεν γκρίνιαζες που ξυπνούσες απ’ τις πέντε το πρωί για να προφτάσεις τη δουλειά, ούτε που όταν επέστρεφες στο σπίτι έπρεπε να με διαβάσεις, να με πας κολυμβητήριο, να μάθεις γαλλικά και πιάνο απ’ την αρχή μαζί μου και να έχεις το σπίτι στην εντέλεια. Κι ειλικρινά, δεν θυμάμαι αν αγωνιούσες για μένα ή αν έκλαιγες κρυφά τις νύχτες.
Θυμάμαι, όμως, τα Σαββατοκύριακα της παιδικής μου ηλικίας κι εσύ δεν έλειπες ποτέ. Θυμάμαι τα καθαρά μου ρούχα στην ντουλάπα και την τεράστια βιβλιοθήκη στο δωμάτιό μου. Θυμάμαι όταν με κράταγες σφιχτά και περπατάγαμε τους δρόμους της Αθήνας, κι όταν η βόλτα μας κατέληγε σ’ εκείνο το υπόγειο μαγαζί για λουκουμάδες.
Θυμάμαι τη μέρα που έφυγα απ’ το πατρικό να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου, και την υπομονή που έδειχνες όταν σου μίλαγα με τις ώρες στο τηλέφωνο για τα προβλήματά μου. Θυμάμαι τη στιγμή που σου ανακοίνωσα ότι θα γίνω κι εγώ μαμά, και πόσο μου στάθηκες την μέρα που παντρεύτηκα. Και σ’ όλα αυτά, θυμάμαι τα μάτια σου να μ’ ακουμπούν με τρυφερότητα κι αγάπη.
Θυμάμαι τη ευφράδεια, το κοφτερό μυαλό σου και την δυναμικότητα με την οποία αντιμετώπιζες τα πάντα. Θυμάμαι την καλοσύνη, την αγκαλιά σου που ήταν ανοιχτή για όλους, τη συλλογή από τους δίσκους σου, τα ποιήματα του Σεφέρη που αγαπούσες, την μάλλινη κουβέρτα που μου έπλεξες, τη στοίβα απ’ τις εφημερίδες σου που ήταν παντού, τα φθαρμένα σου τζην, τα αχτένιστα μαλλιά σου, τα μακριά σου δάχτυλα, τον θαυμασμό που προκαλούσες όταν έμπαινες σ’ έναν χώρο. Θυμάμαι που από μικρή ήθελα τόσο να σου μοιάσω…
Αναμνήσεις που άφησες πίσω σου και θα με συντροφεύουν πάντα και για πάντα. Μέχρι τη μέρα που θα’ ρθω να σε βρω για να φτιάξουμε ξανά παρέα κεφτεδάκια κι έπειτα να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά. Γιατί έτσι συμβαίνει πάντα, μαμά. Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν και τελικά μας μένουν οι αναμνήσεις που αφήνουν πίσω…