Μαρτυρία που συγκλονίζει για την Βέμπο: Είμασταν 17 αυτοί που έκρυψε. Ακόμα την θυμάμαι να κλαίει. Τι κάνανε στα παιδιά…
«Είμασταν δεκαεφτά αυτοί που έκρυψε. Ακόμα την θυμάμαι να κλαίει όταν το τανκ χτύπησε την Πύλη. Τους αλήτες έλεγε. Τους αλήτες! Τι κάνανε στα παιδιά…»
Η τελευταία του ανάρτηση στον λογαριασμό του στο Facebook ήταν: «Πάσχω από αμνησία. Ξεχνάω να φοβηθώ». Ο πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας Κώστας Βοσταντζόγλου έφυγε από την ζωή τον Φεβρουάριο του 2021. Είχε ζήσει τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και ήταν αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας της Τόριλ Μαργκρέτε Ένγκελαντ τη νύχτα της 16ης Νοεμβρίου.
Ένας σπουδαίος άνθρωπος, γιος του Μποστ, αδελφός του ηθοποιού Γιάννη Μποσταντζόγλου, υπήρξε και αθλητής. Βασικό μέλος της ομάδας κολύμβησης του Παναθηναϊκού και Πανελληνιονίκης στα 200 μ. πεταλούδα το 1968.
Το βράδυ των γεγονότων ήταν φαντάρος σε άδεια. Η μαρτυρία του για την Μαργκρέτε Ένγκελαντ αλλά και για την συγκινητική πράξη της μεγάλης Σοφίας Βέμπο να κρύψει στο σπίτι της όσους περνούσαν από την πόρτα της καταγράφεται στο βιβλίο του Ιάσονα Χανδρινού Όλη νύχτα εδώ! (α΄έκδ., σελ. 147, β΄ έκδ. σ. 152)
Αξίζει να διαβάσουμε ένα απόσπασμα..
«Την λέγανε Εγκελεντ Τόριλ. Νορβηγίδα.
Το όνομά της το έμαθα όταν απολύθηκα, γιατί τότε ήμουνα φαντάρος. Είχα άδεια από την μονάδα μου και η καλυτερη ιδέα που είχα τότε, ήταν να είμαι στο Πολυτεχνείο. Την πυροβόλησαν μπροστά στα σκαλιά του Αρχαιολογικού Μουσείου κι όχι στην πλατεία Αιγύπτου όπως γράφεται. Εκεί είχαμε μαζευτεί πολλοί μετά τα δακρυγόνα και τις πρώτες σφαίρες. Σηκώθηκε από τα σκαλιά, μπροστά μου και η σφαίρα την βρήκε κάτω ακριβώς από την αριστερή πλευρά του λαιμού και βγήκε από την πλάτη.
Την κουβαλήσαμε στα χέρια μέχρι το Ακροπόλ Παλλάς. Απέναντι. Εκεί ο μαιτρ δεν μας άνοιγε την γυάλινη πόρτα να ειδοποιήσουμε ασθενοφόρο και να ξαπλώσουμε την κοπέλα, γιατί θα ενοχλούσαμε τις κυρίες που παίζανε κουμ καν!!! Σπάσαμε την πόρτα και με την πετσέτα του μαίτρ, προσπάθησα να της σταματήσω την αιμορραγία. Το ασθενοφόρο – όπως μας είπε ο οδηγός – όταν ήρθε, το είχαν σταματήσει όταν ξεκινούσε οι της ασφαλείας στον σταθμό πρώτων Βοηθειών, τους κατεβάσανε κάτω και τους δείρανε. Για αυτό φτάσανε καθυστερημένα. Την ώρα που την βάζαμε στο ασθενοφόρο, έσβησε.
Μπήκα στο Πολυτεχνείο ξανά. Κουβάλαγα φαρμακευτικό υλικό. Ανέβασα μια οβίδα οξυγόνου στην Αρχιτεκτονική που είχε στηθεί σταθμός πρώτων βοηθειών. Μετά από ώρα ένας φοιτητής μου είπε πως έρχονταν τα τανκς. Έτσι και σε πιάσουν φουκαρά μου την έβαψες μου είπε. Με έβγαλε από την πλαϊνή πόρτα.
Η πετσέτα και το ματωμένο μου πουκάμισο, μετά από περιπλάνηση μιας ώρας που χτύπαγα κουδούνια, έμειναν στο σπίτι της Βέμπο. Ποτέ δεν τα πήρα πίσω. Μετά δύο μέρες γύρισα στην μονάδα μου. Τέλος αδείας. Η Κυρία Βέμπο – και το εννοώ το κυρία – ήταν η μόνη που μας άνοιξε για να κρυφτούμε. Από εκεί, από τον τέταρτο όροφο της οδού Στουρνάρη και Πατησίων πίσω από τις γρίλιες, είδαμε όσα ακολούθησαν. Την εισβολή, το ξύλο στους φοιτητές και τα σπασίματα σε όλο το μήκος της Πατησίων που έκαναν οι της ασφαλείας.
Η κυρία Βέμπο δεν μας άφησε να φύγουμε παρά στις 9.30 το πρωϊ της επομένης για να έχει ξεκινήσει η κίνηση και ένας ένας για να μην κινήσουμε υποψίες. Είμασταν δεκαεφτά αυτοί που έκρυψε. Ακόμα την θυμάμαι να κλαίει όταν το τανκ χτύπησε την Πύλη. Τους αλήτες έλεγε. Τους αλήτες! Τι κάνανε στα παιδιά…
Πριν από μια βδομάδα την είχανε βραβεύσει οι χουντικοί για την προσφορά της. Ξεκρέμασε το βραβείο της και το πέταξε κλαίγοντας απαρηγόρητη»
(μαρτυρία του Kostas Vostantzoglou στη σελίδα του στο facebook)