Μα καλά, τελικά ποιος μένει στ’ Αναφιώτικα;
Το σπίτι του Τζιμ Μόρισον, οι τεχνίτες από την Ανάφη, ο μόνιμος κίνδυνος της κατεδάφισης και άλλες ιστορίες από την «πολιτεία της Ακρόπολης.»
Η ιστορία των Αναφιώτικων είναι λίγο πολύ γνωστή. Αμέσως μετά την αναγόρευση της Αθήνας ως πρωτεύουσας του Ελληνικού κράτους (1834) αρχίζουν να χτίζονται τα πρώτα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια της μελλοντικής πόλης. Και για να χτιστούν θα χρειαστούν οικοδόμοι που καταφτάνουν από διάφορα σημεία της Ελλάδας και κυρίως από τα νησιά (φτώχια και προοπτική για δουλειά ίσον μετανάστευση στα αστικά κέντρα).
Οι αναφιώτες μάστορες, που έχτισαν το παλάτι και άλλα ιστορικά κτίρια της πόλης, εγκαταστάθηκαν με τις οικογένειες στην βόρεια και δυτική πλευρά της Ακρόπολης δημιουργώντας μια «νησιώτικη συνοικία» (έφτιαξαν τα σπίτια όπως ήξεραν σύμφωνα με την λαϊκή αρχιτεκτονική της Ανάφης) στους πρόποδες του ιερού βράχου. Μια συνοικία με στενά δρομάκια και φτωχικά μονόπατα σπιτάκια που ακούμπησαν τα μικρά τους θεμέλια στον αρχαιολογικά σημαντικότερο βράχο της Ελλάδας.
Ενάμιση αιώνα αργότερα τα Αναφιώτικα ( ότι έμεινε από τις κατεδαφίσεις της αρχαιολογικής υπηρεσίας ) κατοικούνται ακόμα και μάλιστα κάποιοι κάτοικοι είναι απόγονοι εκείνων των μαστόρων, των πρώτων Νεοελλήνων Αθηναίων, που ζουν σε μια συνοικία χρονοκάψουλα, μιας και εδώ δεν έχουν αλλάξει και πολλά από τότε. Ανεβήκαμε με την Ασπασία τα ανηφορικά δρομάκια στα Αναφιώτικα και χτυπήσαμε κάποιες πόρτες που οι περισσότερες παρέμειναν κλειστές . Είτε γιατί δεν κατοικούσε πια κανείς εκεί είτε γιατί έχουν βαρεθεί οι άνθρωποι να τους ενοχλούν διάφοροι, και αρνούνται με ευγένεια να μιλήσουν προφασιζόμενοι ότι είναι άρρωστοι . Δημοσιογράφοι, τουρίστες, και κάποιες φορές υπάλληλοι της αρχαιολογικής υπηρεσίας που τους χτυπούν την πόρτα για διαφορετικούς λόγους ο καθένας . Όπως μου είπε κάποιος κάτοικος «είμαστε αξιοθέατο και εμείς οι ίδιοι, γιατί εκεί που απλώνεις τα ρούχα πετάγεται ένας με φωτογραφική μηχανή, μέσα στην καλή χαρά, χωρίς να φαντάζεται το δικό σου τον καημό πρωϊνιάτικα».
«Κάποτε ζούσαν εδώ εκατόν πενήντα οικογένειες», μου λέει η Ελένη Ξινού, «και άκουγες παντού φωνές παιδιών που τρέχανε στα δρομάκια της γειτονιάς, ξεσηκώνοντας τον κόσμο με τις φωνές και τα παιχνίδια τους. Το καλοκαίρι, βγαίναμε το απόγευμα και τρώγαμε όλοι μαζί οι γείτονες.» Θυμάται τον Κλείδωνα, με τις ευχές και τις μαντείες που έδιναν οι γριές της γειτονιάς στα κορίτσια, αν θα καλοπαντρευτούν και θα ευτυχίσουν στη ζωή τους.
«Στην γιορτή του Αι Γιαννιού μαζεύαμε ξύλα από τους θάμνους του βράχου και ανάβαμε φωτιές, τηρούσαμε το έθιμο κάθε χρόνο τραγουδώντας και πηδώντας πάνω από τις φλόγες. Όταν αυτοκτονούσε κάποιος πέφτοντας από την Ακρόπολη ερχόταν οι πυροσβέστες και τους δείχναμε το δρόμο για τις σπηλιές, που τις ξέραμε καλά, για να βρούνε το πτώμα ». Θυμάται τον πατέρα της που της έλεγε για την γερμανική σημαία που κατέβασε ο Γλέζος από την Ακρόπολη. « Είμαι υπερήφανη που ζω εδώ, ακούω κάθε πρωί και κάθε απόγευμα την τρομπέτα από το άγημα που σηκώνει και κατεβάζει την σημαία στο βράχο και κάθε φορά συγκινούμαι, ανατριχιάζω».
Μετά από κάμποσες αρνήσεις, συναντάμε τον αρχιτέκτονα Χρήστο Παπούλια που δέχεται να μας μιλήσει. Όταν τέλειωσε τις σπουδές του στην Ιταλία, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ένας φίλος του πρότεινε να μείνει σε ένα σπιτάκι που ανήκε σε μια γριούλα στα Αναφιώτικα. Ο Χρήστος ζει ακόμα εδώ, και μάλιστα είναι και ο πρόεδρος του συλλόγου των κατοίκων των Αναφιώτικων. «Θα σας έδειχνα το σπίτι μας…» , λέει, «…αλλά είναι μια δύσκολη στιγμή καθώς μέσα… πεθαίνει το σκυλί μου». Αντί γι΄αυτό μας οδηγεί σε ένα σπιτάκι εκεί κοντά όπου, σύμφωνα με τον Χρήστο, έζησε εδώ για κάποιο χρονικό διάστημα ο … Jim Morrison (ναι, ο γνωστός Morrison των Doors).
Το φωτογραφίσαμε και το καταθέτουμε σαν μέρος της ιστορίας ή της μυθολογίας. Μας λέει ότι τα σπιτάκια παραμένουν αλώβητα από το χρόνο, παρόλα τα φτωχά υλικά ( χώμα και πέτρες ) που χρησιμοποιήθηκαν, καθώς και την φοβερή υγρασία που αναβλύζει από τους τοίχους ειδικά τις βροχερές ημέρες. Όταν η ιδιοκτήτρια του σπιτιού πέθανε οι συγγενείς της συνέχιζαν να ζητούν τα ενοίκια από τον Χρήστο. Μόνο που το σπίτι όπως τα περισσότερα εκεί είναι απαλλοτριωμένο από το Υπουργείο Πολιτισμού, και το νοίκι με απόφαση του δικαστηρίου σταμάτησε να καταβάλλεται. «Οι Αναφιώτες, όταν έχτισαν την γειτονιά, στην ουσία καταπάτησαν τον χώρο της Ακρόπολης που φυσικά δεν τους ανήκε και γι’αυτό τα σπίτια έχουν κηρυχτεί κατεδαφιστέα. Παρόλα αυτά, οι κάτοικοι που έχουμε απομείνει είμαστε αλληλέγγυοι και θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε εδώ. Ζώντας σε αυτό το χώρο δεν μπορείς παρά να νιώθεις αυτή την διαρκή παρουσία του βράχου, ένα αίσθημα συνεχές και ακαταμάχητο. Η Αθήνα τελειώνει λίγο πριν τα Αναφιώτικα. Εδώ είμαστε στην Ακρόπολη. Εμείς εδώ, δεν έχουμε πια όνομα».
Λίγο παρακάτω συναντάμε μπροστά από την πόρτα του, τον Ρουσέτο Σιγάλα. Άλλος που δεν θέλει να μιλήσει… «Τα έχω πει…», μου λέει, «…πολλές φορές και έχω βαρεθεί να τα ξαναλέω. Ναι όλοι οι πρόγονοι μου ήταν κτιστάδες, ναι από την Ανάφη.. ναι χτίσανε το Παλάτι στο Σύνταγμα. Ο πατέρας μου, αμέσως μετά την βάφτιση μου, έφυγε για το Αλβανικό μέτωπο και δεν γύρισε ποτέ πίσω». Η πολυμελής οικογένεια έζησε στα Αναφιώτικα μέσα στην φτώχια και τις στερήσεις. Ο Ρουσέτος καταπιάστηκε με πολλά και στο τέλος μπαρκάρισε στα καράβια . Όταν τον ρωτώ για τα σπίτια γκαζώνει και μου λέει ότι έχει συμβόλαια από το 1868. «Γεννήθηκα εδώ…», μας λέει, «… και θέλω να πεθάνω εδώ». Και εκεί ,ο Ρουσέτος μας κόβει ευγενικά την κουβέντα γιατί μόλις ήρθε ο φίλος του ο πλακιώτης Νίκος Νοραδάκης να τον επισκεφτεί.
Έχει πέσει το φως στο δρομάκι, και οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου φωτίζουν την Αθήνα, που άχαρη και τεράστια λαμπιρίζει στο βάθος. Δύο τελείως διαφορετικοί κόσμοι η Αθήνα και τα Αναφιώτικα. Είναι αργά γι’ αυτή την γειτονιά, την πρώτη και την τελευταία αυτής της πόλης.