Νίκος Γκάτσος: Αν κουραστείς απ’ τους ανθρώπους κι ειν’ όλα γύρω γκρεμισμένα… έλα σε μένα
“Αν κουραστείς απ’ τους ανθρώπους κι ειν’ όλα γύρω γκρεμισμένα,
μην πας ταξίδι σ’ άλλου, έλα σε μένα..
Υπάρχει πιο όμορφη πρόσκληση; Πιο γενναιόδωρη προσφορά αγάπης; Πιο ιδανικό «πέταγμα σωσιβίου» σ’ έναν απελπισμένο άνθρωπο;
Το “Έλα σε μένα” είναι ένα ακόμη αριστούργημα του μεγάλου Έλληνα ποιητή Νίκου Γκάτσου. Του μοναδικού που κατάφερε με μία ποιητική συλλογή να σκαρφαλώσει στο πάνθεον των σπουδαίων ποιητών.
Η πένα του δημιούργησε στίχους, οι οποίοι μελοποιημένοι από σπουδαίους Έλληνες συνθέτες, κατάφεραν να γίνουν διαχρονικοί στο πέρασμα των χρόνων. Τραγούδια (συνολικά τριακόσια εξήντα) που μεγάλωσαν γενιές ολόκληρες με την ποιότητα των λόγων τους.
Σημαντικός σταθμός στην καριέρα του Γκάτσου ήταν η γνωριμία και η συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι.
Όταν γνωρίστηκαν ο Χατζιδάκις ήταν στα 17 και ο Γκάτσος στα 28.
Σε μια συνομιλία με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο στο περιοδικό “Η ΛΕΞΗ” (τεύχος 52 Φλεβάρης 1986) ο Χατζιδάκις μιλάει για τη φιλία του με τον Νίκο Γκάτσο :
Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα, όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής. Είχα την τύχη να εισπράξω πολύτιμα μαθήματα, ιδίως σε μια περίοδο, μετά την απελευθέρωση, που οι συνομήλικοί του φίλοι έφυγαν στην Ευρώπη, και οι δικοί μου πάλι το ίδιο, και μείναμε οι δυο μας στο πατάρι του “Λουμίδη” ή του “Πικαντίλλυ” να μιλάμε. Ο Γκάτσος μπορεί να δέχτηκε πληροφορίες από μένα, αλλά όχι επιρροή. Και να σας πω μεταξύ των σπουδαίων μαθημάτων ένα παράδειγμα: όταν σε ηλικία εικοσιπέντε ετών έγραψα για την Μαρίκα Κοτοπούλη μουσική για την “Ορέστεια”, είχα κάνει και δυο θαυμάσια μέρη για τις “Χοηφόρες”, λόγω των οποίων απολάμβανα μεγάλο θρίαμβο εις τον κύκλο των ειδικών.
Είχε επισημανθεί η σημασία τους, η δε Μαρίκα με λάτρευε εν ονόματι των δύο αυτών μεγάλων στιγμών. Όταν λοιπόν ήρθε και τ’ άκουσε ο Γκάτσος, γύρισε και μου έκανε ένα αυστηρότατο μάθημα: ότι αυτά είναι θαυμάσια, αλλά για τον Ευριπίδη κι όχι για τον Αισχύλο. Μου δίδαξε ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο ιερατικό στοιχείο του Αισχύλου – το οποίο αγνοούσα – και στο ύφος του Ευριπίδη, του πιο “σύγχρονου” από τους τρεις τραγικούς. Τότε μάλιστα, για να είμαι ειλικρινής, όπως κάθε μαθητής έτσι κι εγώ λιγάκι θύμωσα, διότι δεν ασπάστηκε τη “μεγαλοφυΐα” μου· αλλά βέβαια αυτό μου έδωσε αφορμή να σκεφτώ και να δω πόσο πράγματι είχε δίκιο και πόσο η δουλειά που είχα κάνει στηριζόταν σε άγνοια του αισχυλικού πνεύματος. Καταλαβαίνετε, ο Γκάτσος ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος.
Μη κοιτάτε τώρα που γίναμε… συνομήλικοι πια – γιατί από μια ηλικία και πέρα, από τα πενήντα και πάνω, οι άνθρωποι γίνονται συνομήλικοι. Αλλά τον καιρό που εγώ ήμουν εικοσάρης – εικοσιπεντάρης, αυτός ήταν μεγάλος και μ’ έβλεπε σα νεαρό. Την εποχή εκείνη στο “Εθνικό Θέατρο” ήταν διευθυντής ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο οποίος θαύμαζε πολύ το ταλέντο μου και μ’ άφηνε να κάνω ό,τι μου κάπνιζε. Στο “Όνειρο θερινής νύχτας” μάλιστα, εκτός από τη μουσική ήθελα να κάνω και τη χορογραφία. Ο Θεοτοκάς μου έδωσε να την κάνω. Με μάγεψε το ότι είδα στις αφίσες του “Εθνικού” όχι το: “Μουσική Μάνου Χατζιδάκι” – που το είχα συνηθίσει – αλλά: “Χορογραφίες Μάνου Χατζιδάκι”.
Λοιπόν έγινε η πρεμιέρα, όλος ο κόσμος με κοίταζε σαν ένα παιδί θαύμα, σαν τον Σγούρο της εποχής, με συγχαίρανε, έρχεται και ο Γκάτσος πολύ αυστηρός και μου παρατηρεί μπροστά σε όλους: “Ελπίζω να σταματήσεις να κάνεις αυτές τις ανοησίες”. Ο Θεοτοκάς του λέει: “Μα Νίκο, πώς μιλάς έτσι στον Μάνο;”. “Ξέρω, ξέρω” λέει αυτός, μας χαιρέτησε κι έφυγε. Εγώ έμεινα αποσβολωμένος. Ενώ ζούσα έναν θρίαμβο, ξαφνικά έρχεται εκείνος και μου δίνει μια τεράστια ψυχρολουσία. Μια βδομάδα έκανα να μιλήσω μαζί του. Αλλά τελικά κατάλαβα ότι είχε δίκιο. Είχα μεθύσει από την επιτυχία μου σε όλα τα επίπεδα, και έκανα ανοησίες. Αυτά είναι χαρακτηριστικά ανεκδοτολογικά δείγματα. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω πολλές φορές μαζί του για χιλιάδες θέματα και να μου μάθει να σκέπτομαι ακριβά κι όχι εύκολα. Διότι έπρεπε ν’ ανταποκριθώ στη σκέψη του. Ο Γκάτσος γνωρίζει πολύ περισσότερα από όσα σου αφήνει να καταλάβεις όταν είσαι σε μια κατευθείαν συνομιλία μαζί του. Αυτό είναι ίδιον των σοφών ανθρώπων: δεν σου κάνουνε επίδειξη γνώσεων, σου λένε τ’ απαραίτητα, και σε σένα εναπόκειται ν’ αντιληφθείς ότι αυτά τ’ απαραίτητα εμπεριέχουν βαθύτατη γνώση, και δεν είναι απλώς μια στοιχειώδης έκφραση τυχαίων απόψεων”.
Για την ιστορία το “Έλα σε μένα” αρχικά τραγουδήθηκε από τον Γιώργο Μαρίνο σε κάποιο από τα προγράμματά του. Τελικά ο Μάνος Χατζιδάκις το περιέλαβε στην «Πορνογραφία» (1982), απ’ όπου και η πρώτη εκτέλεση με τον Βασίλη Λέκκα για να ακολουθήσουν οι Δήμητρα Γαλάνη, Μάριος Φραγκούλης, Γιάννης Πάριος, Γλυκερία, Νατάσσα Μποφίλιου και ο Γιάννης Χαρούλης.