Νίκος Καζαντζάκης: Αν μια γυναίκα κοιμηθεί μόνη, ντροπιάζει όλους τους άντρες
Το εύρος και η ποικιλία του έργου του Νίκου Καζαντζάκη είναι ανεξάντλητα. Τραγωδίες, μυθιστορήματα, ταξιδιωτικά, φιλοσοφικά έργα, μεταφράσεις, φυσικά το έπος «Οδύσσεια» με 33.000 στίχους κ.ά. Ολα ανυπολόγιστα σε μέγεθος και αξία. Υπάρχει και μια πλευρά του όμως όχι ιδιαίτερα γνωστή: η σχέση του με τις γυναίκες.
Ο Νίκος Καζαντζάκης έδινε μεγάλη αξία στον ρόλο της γυναίκας. Η ζωή του, όπως έλεγε ο ίδιος, έγινε πολυτιμότερη διότι γνώρισε σημαντικές γυναίκες (τις Γαλάτεια και Ελένη), για τις οποίες πάντοτε μιλούσε με θαυμασμό, αγάπη και ευγνωμοσύνη.
Ωστόσο, η σχέση του με τις γυναίκες δημιουργεί αντιφάσεις και οι απόψεις για το θέμα είναι έως και σήμερα, 60 χρόνια από τον θάνατό του, αντικρουόμενες.
“Μια γυναίκα πρέπει να την αγαπάς τόσο πολύ που δεν θα της περάσει καν η ιδέα πως κάποιος άλλος θα την αγαπήσει ποτέ περισσότερο”, είπε πει. Και το σίγουρο είναι πως όσες ερωτεύτηκε, τον επηρέασαν πνευματικά.
Πολύ νέος ερωτεύτηκε τη δασκάλα των αγγλικών του, Κάθλιν Φορντ. Αργότερα, συνδέθηκε ερωτικά με τη Ράλα-Ραχήλ και την Ιτκα. Και οι δύο τον ενέπνευσαν στο έργο του.
Ταυτόχρονα, είχε και αρκετές φίλες που απλώς θαύμαζε (μα θαύμαζε πολύ), όπως τις Κατίνα Παξινού, Τζένη Μανούση, Μαρία Βοναπάρτη, Καίτη-Μαρίκα Παπαϊωάννου-Χουρμουζίου κ.ά.
Μεγάλος έρωτας στα νεανικά του χρόνια υπήρξε η συγγραφέας Γαλάτεια Αλεξίου. Είναι γνωστή η φράση του: «επιθυμώ την Γαλάτειαν και μίαν καλύβη».
Παντρεύτηκαν το 1911, έζησαν όμως μαζί μόνο 16 χρόνια. Το 1922, έγραψε ο Καζαντζάκης από τη Βιέννη στη Γαλάτεια μια επιστολή που δείχνει όλη την αγάπη και τον θαυμασμό του γι’ αυτήν:
❝Δεν ξέρω πώς να σου πω, που ντρέπομαι, πως ποτέ μου δεν σε αγάπησα τόσο βαθιά, τόσο απελπισμένα, όσο τώρα.
Μου λες πως νιώθεις πως είμαι τώρα πολύ μακριά σου. Στον κόσμο εγώ κανένα άλλο δεν αγαπώ όσο Σένα.
Είσαι η μόνη ατομική υπόσταση, που με συγκινεί έως θανάτου. Αγαπώ ως λες, όλους τους ανθρώπους, και ακόμα ίσα με τους ανθρώπους και για τον ίδιο λόγο, όλα τα ζα, τα δέντρα, τ’ άστρα. Ολα τα νιώθω σα συναθλητές, σα μια πομπή ιερή, που ξεκινά από ένα σκοτεινό σημείο και οδεύει σε ένα άλλο σκοτεινό σημείο. Και κανένας δεν ξέρει γιατί και τι σημασία έχει όλη τούτη η ταραχή, και αν η πομπή είναι ψίκι ή ξόδι…
Μα εγώ πάντοτε ανασηκώνουμαι από τη θάλασσα τούτη της ματαιότητας και ρίχνω μια ματιά σιωπηλή, απελπισμένη στην αόματη πλημμύρα των οργανισμών.
Δεν ξεχωρίζω κανένα πρόσωπο. Ολα είναι πνιμένα στο κίτρινο φως της ματαιότητας. Δεν ξεχωρίζω πατέρα και αδερφή, μήτε φίλους, μήτε τον εαυτό μου. Μόνο εσένα ξεχωρίζω.
Και θα ‘θελα να μπορούσα όλη τούτη τη μάταιη, άθλια, ακατανόητη στιγμή να την κάμω αθάνατη.
Το πρόσωπό Σου θα ‘θελα πάντα να βλέπω αιώνια, να μη χαθεί από τα μάτια σου όλη η δύναμη, η ζωή, ο έρωτας του προσώπου Σου.
Είσαι το μόνο στέρεο πρόσωπο μέσα στο χάος του Θεού.
Δεν ξέρω πώς να λέω λόγια τρυφερά, δεν ξέρω πώς να σου μιλήσω, για να νιώσεις, πόσο Σ’ αγαπώ❞.
Παρ’ όλα τα τόσο όμορφα λόγια αγάπης, έναν χρόνο αργότερα, το 1923, ερωτεύτηκε μια 20χρονη Γερμανίδα, την Ελσα Λάνγκε.
Σε ένα από τα γράμματά του προς εκείνη γράφει:
❝Η τέχνη είναι για ‘μένα μια έξοδος δειλίας, μια μεγάλη αμαρτία.
Μαγεύει τις δυνάμεις μας, της δίνω το μυαλό μου και το αίμα μου, χαίρουμαι με την ομορφιά της, γιατί δεν έχω ακόμα τη δύναμη να ξεφύγω πέρα από το όμορφο και το άσκημο.
Αχ, να Σας ξαναδώ, να γελάσουμε, να μιλήσουμε, να περπατήσουμε, να σιωπήσουμε!
Τι είναι αυτός ο κόσμος; Από πού; Κατά πού; Γιατί; Δόξα σοι ο Θεός, δεν υπάρχει απάντηση!
Δημιουργούμε αυτή την απάντηση κάθε μέρα με το δάκρυ μας, το γέλιο και το αίμα.
Δόξα σοι ο Θεός! Είμαστε λεύτεροι, δίχως ελπίδα και δίχως αφέντη❞.
Σημαντικό, επίσης, ρόλο στη ζωή του έπαιξαν η Ελλη Λαμπρίδη, παιδαγωγός, και η φεμινίστρια Ρέιτσελ Λιπστάιν.
Η Ελλη Λαμπρίδη είχε πολύ έντονη προσωπικότητα και δυναμικό χαρακτήρα. Μετά τον χωρισμό της με τον Καζαντζάκη έγραψε:
❝Ο Καζαντζάκης ήταν πλασμένος να συμβιώσει με γυναίκα που ήταν διατεθειμένη να απαρνηθεί τον εαυτό της. Να προσαρμοστεί με τον δικό του τρόπο. Να υποταχτεί στην καθημερινότητά του❞.
Αυτά τα χαρακτηριστικά είχε η τελευταία του γυναίκα, Ελένη Σαμίου, που την πρωτογνώρισε το 1924.
Στάθηκε δίπλα του με αυταπάρνηση και αυτοθυσία. Δίχως τη συμπαράσταση της Ελένης ίσως ο Καζαντζάκης να μην κέρδιζε την τόση προβολή, υποστήριζε η Ελλη Αλεξίου, αδελφή της Γαλάτειας.
Η Ελλη Αλεξίου στο πρόσφατο βιβλίο της Εύας Νικολαΐδου «Ελλη Αλεξίου: ένας αιώνας ζωής» (εκδόσεις Καστανιώτη) περιγράφει την προσωπικότητα του Νίκου Καζαντζάκη στην Εύα όπως τον έζησε στα νεανικά τους χρόνια.
Μέσα από τις αφηγήσεις των δύο αυτών γυναικών προσεγγίζουμε την άβυσσο της ψυχής του.
Μέσα από τις διηγήσεις της Ελλης Αλεξίου
«Υμνητής και λάτρης της μοναξιάς, του ταίριαζε μια γυναίκα σκιά»
❝Αγάπησα γυναίκες, στάθηκα τυχερός, εξαίσιες γυναίκες μου τύχαν στο δρόμο μου❞.
Με αυτά τα λόγια, ο ίδιος ο Νίκος Καζαντζάκης σκιαγράφησε το πώς βίωνε τις σχέσεις του με τις γυναίκες.
Ωστόσο, η Ελλη Αλεξίου, η οποία μεγάλωσε μαζί του διότι τον γνώριζε από μαθητή του σχολείου (η Γαλάτεια, η πρώτη γυναίκα του Καζαντζάκη, ήταν αδερφή της), στη βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη, «Για να γίνει μεγάλος», αφηγείται τη ζωή του με τις δύο γυναίκες που παντρεύτηκε (αρχικά την αδερφή της, Γαλάτεια, και τέλος την Ελένη Σαμίου) και παρουσιάζει μία άλλη πλευρά των γεγονότων.
«Εζησα δίπλα στον Καζαντζάκη από παιδί», λέει η Ελλη Αλεξίου. «Το θέμα “Νίκος” ήταν το πρωταρχικό, που σαν συνύπαρχτο άρωμα γέμιζε την οικογενειακή ατμόσφαιρα των παιδικών και νεανικών μας χρόνων. Το θέμα έμοιαζε ακριβώς με τα κρητικά δίστιχα, με τις μαντινάδες, όπως τις τραγουδάμε στα γλέντια μας. Το παίρνει ο ένας τραγουδιστής, απαντά ο άλλος, ο τρίτος υμνεί, ο τέταρτος εναντιώνεται, άλλος επιτίθεται και πεισματώνει, άλλος σαρκάζει τον προηγούμενο, ακολουθεί ο συμβιβαστής, απαριθμώντας χάρες και προτερήματα. Κάθε φωνή με την ιδιάζουσα ιδιομορφία της. Και κάπως έτσι, η χωριάτικη κάμαρα μετατρεπόταν σε λαϊκό κοινοβούλιο».
«Οι ψυχικές ιδιότητες του Καζαντζάκη, οι ιδιορρυθμίες της ιδιοσυγκρασίας του, οι ανατάσεις και πτώσεις του, αποτελούσαν τις μόνιμες συζητήσεις και διαμάχες της σπιτικής μας και της ηρακλειώτικης ζωής», συνεχίζει.
«Ενας κόσμος ακοίμητος και ολοζώντανος ζει μέσα μου στενά δεμένος με αυτόν τον ανθρώπινο τύπο, που, σαν Κοχινούρ (σ.σ.: σπάνιο διαμάντι που βρέθηκε στην Ινδία), έπρεπε να τον διατηρήσουμε, να τον κρατήσουμε άφθαρτο για τις μελλούμενες γενεές, γιατί στην ανθρωποθάλασσα ξεχώριζε σαν το πολύκλαδο στάχυ του Λισσένκο μέσα στη σταχυοθάλασσα της απέραντης στέπας».
«Σε όλη αυτή την πορεία, σε όλα του τα έργα, οι γυναίκες έχουν να παίξουν βοηθητικό ρόλο στην ανάδειξη της ιδέας», λέει η Ελλη.
«Είναι τα σαρκικά εξαρτήματα του άντρα. Ποτέ δεν είναι υπεύθυνοι φορείς των κηρυγμάτων του, με κάποια πνευματικότητα. Ο ίδιος, στους δεσμούς του με γυναίκες, ποτέ δεν άλλαξε την πορεία του εξαιτίας τους. Εφευγε, κι αυτές τον παίρναν το κατόπι. Δεν υπάρχει σημείο στη ζωή του που να τον δείχνει τυφλωμένο, εξαρτημένο από κάποιον έρωτα. Πάντα αυτός κρατάει τα γκέμια και τιμονεύει την ερωτική πορεία».
Γαλάτεια, Ελένη
«Πολλές φορές» συνεχίζει η Αλεξίου, «κάθισα να σκεφτώ ποιες ιδιότητες δέσανε τον Καζαντζάκη με τις γυναίκες του (Γαλάτεια, Ελένη), αφού οι δυο τους σε τίποτα δε μοιάζανε. Ούτε στο κορμί, ούτε στην ψυχή, ούτε στο μυαλό.
»Είχαν και οι δυο πολλά στοιχεία ικανά να τραβήξουν έναν άντρα, μα τα στοιχεία αυτά βρίσκονταν στους αντίποδες. Και λέω: ίσως αυτή η άκρα αντίθεση αποτέλεσε το συνδετικό κρίκο. Τη δύναμη έλξης.
»Κουρασμένος από την αντάρτικη, την ανυπότακτη και ανυποχώρητη φύση της Γαλάτειας, που δεν ήξερε τι θα πει επιείκεια και ανοχή του υποκειμενικά αντίθετου Καζαντζάκη σε όλα τα ζητήματα (τέχνης και ζωής), που ύψωνε βωμούς μόνο στην τέχνη, που φτάνει στο πάθος από τους αθόρυβους δρόμους. Που δε συμπαθούσε τη μεγαλοστομία, τις έξαλλες κραυγές, τα σύμβολα, τους παλιούς καθιερωμένους ήρωες και τις αναβιώσεις χρησιμοποιηθέντων θεμάτων.
»Η Γαλάτεια δεν μπορούσε να δει με γαλήνη και κατανόηση τις αντίθετες από τη δική της απόψεις. Οπωσδήποτε οι δυο τους ήταν οι πιο ακατάλληλοι ο ένας για τον άλλο. Του Καζαντζάκη, υμνητή και λάτρη της μοναξιάς, του ταίριαζε μία γυναίκα σκιά. Που θα ‘πιανε όσο γίνεται λιγότερο χώρο, ψυχικά και σωματικά. Που θα ήταν διατεθειμένη να συντονίσει τη ζωή της με τη δική του. Γιατί εκείνος δεν ήταν πλασμένος να βγει ούτε κατά κεραία έξω απ’ την ατομικότητά του…
»Κάπως έτσι καταλήγομε και ξαναλέμε: το μοναδικό παράπονο της Γαλάτειας ήταν η μοναξιά. Η απύθμενη, η ασύλληπτη μοναξιά. Ποτέ η ένδεια».
Η Ελλη Αλεξίου, στο ίδιο βιβλίο, υποστηρίζει για τη δεύτερη γυναίκα του, Ελένη:
«Η Ελένη ήταν το άκρο αντίθετο της Γαλάτειας. Πολύ εξυπηρετική στα συγγραφικά του έργα. Οταν αναλογίζομαι πως η τεράστια “Οδύσσεια” αντιγράφηκε δώδεκα φορές από τα χέρια της! Και να ‘ταν μόνο η “Οδύσσεια”; Ολο γενικά το έργο του βρισκόταν συνεχώς κάτω από τα στοργικά της χέρια. Αθλος φοβερός.
»Η Ελένη στάθηκε δίπλα του σαν δεύτερος εαυτός του. Πολλά χρωστάει στην Ελένη ο Καζαντζάκης. Τον βοήθησε σημαντικά στις φιλόδοξες επιδιώξεις του. Στον τομέα αυτόν, βάδισαν πιασμένοι χέρι-χέρι.
»Το καλό έργο πρέπει να γίνεται γνωστό· πρέπει να διαβάζεται. Ο καλός συγγραφέας πρέπει να γίνεται φίλος των μαζών. Μακάρι οι άνθρωποι σ’ όλη τη γη να διαβάσουν και να χαρούν τον “Καπετάν Μιχάλη” ή την “Αναφορά στον Γκρέκο”. Μακάρι! Μα αν περίμεναν να πληροφορηθούν γι’ αυτά τα βιβλία από τις ενέργειες της αδελφής μου, θα περίμεναν ακόμη.
»Η Ελένη αποδείχθηκε η ιδανική του συντρόφισσα. Ηταν πλασμένη πάνω στα μέτρα του Νίκου. Στα μέτρα αυτοθυσίας που απαιτούσε η συμβίωση μαζί του.
»Η Ελένη διαφύλασσε σαν ιερά κειμήλια την κάθε του φράση. Τις σημειώσεις του. Τα τετράδια, τα ημερολόγια, την αλληλογραφία, τις ανταποκρίσεις, ό,τι κατά καιρούς έβγαινε από τα χέρια του: τα χειρόγραφά του, τα ανέκδοτα έργα του, τα αναμνηστικά του αντικείμενα… Και ζούσε τις αγωνίες του, τόσο βασανιστικά, όσο και ο ίδιος».
Ελένη Καζαντζάκη- Συνέντευξη
Ο όρκος… «μπροστά στη μεγάλη θάλασσα»
Η Ελένη Καζαντζάκη σπάνια έδινε συνεντεύξεις. Στα 102 χρόνια που έζησε (πέθανε το 2004), μίλησε μόνο 4-5 φορές σε δημοσιογράφους.
Τη μοναδική συνέντευξη που παραχώρησε στη Γενεύη ήταν στη δημοσιογράφο-συγγραφέα Εύα Νικολαΐδου, το 1985.
Η συνέντευξη έμεινε αδημοσίευτη στα αρχεία της δημοσιογράφου μέχρι σήμερα..
Τον είπαν φιλόσοφο. Μεγάλο. Εμπνευσμένο. Συγγραφέα όλων των ειδών του λόγου και τον πρώτο που μεταφράστηκε σ’ όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη του κόσμου.
Ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957) είχε μια οικουμενικότητα στη σκέψη και στα αισθήματα. Ηθελε να γίνει υπεράνθρωπος.
Ηταν ψηλός κι αδύνατος. Γελούσε πολύ. Ελεγε πως το γέλιο είναι εξυγιαντικό. Κρατούσε συνήθως καπέλο, γάντια, ένα βιβλίο, κι όταν ήταν φοιτητής είχε στα χέρια του ένα μπαστούνι.
Τον απασχολούσαν πάντα οι μεγάλες ιδέες. Μελέτησε όλες τις φιλοσοφίες του κόσμου, κλεισμένος στον πύργο της μοναξιάς του.
Σηκωνόταν στις 6 το πρωί κι άρχιζε τη δουλειά. Οταν κουβέντιαζε, είχε διαρκώς ένα μπλοκάκι και σημείωνε λέξεις.
Πίστευε στην ολοκλήρωση του ατόμου. Ταξίδεψε σ’ όλον τον κόσμο. Το έργο του αναγνωρίστηκε παγκόσμια.
Τον ονομάζουν «γίγαντα γιο της Γης», «φυσιογνωμία του αιώνα», «θρησκευτικό φιλόσοφο που σταυρώθηκε στο σταυρό της μεταφυσικής».
Ο Γεώργιος Παπανδρέου τού είπε κάποτε: «Είσαι ελεύθερος απ’ τις ιδέες, που φαίνεσαι κατεχόμενος», για να λάβει την απάντηση από τον συγγραφέα: «Τούτη είναι η καταδίκη μου και την παίρνω μαζί μου».
Το 1911, ο Καζαντζάκης παντρεύτηκε τη Γαλάτεια. Την αγάπησε για τον περήφανο χαρακτήρα της. Ομως η μοναξιά του, το «κλείσιμο» στον εαυτό του, οδήγησε στον χωρισμό.
Το 1945 παντρεύεται την Ελένη. Αποδείχτηκε ιδανική σύντροφος. Στάθηκε κοντά του με μοναδική αφοσίωση και αυταπάρνηση.
Ο ίδιος γράφει: ❝Αγάπησα γυναίκες. Στάθηκα τυχερός. Εξαίσιες γυναίκες. Ποτέ οι άνδρες δεν μου ‘καμαν τόσο καλό και δε βοήθησαν τόσο τον αγώνα μου όσο οι γυναίκες ετούτες. Και πάνω από όλα μία, η τελευταία…❞.
Γενεύη 1985. Φθινόπωρο. Το τοπίο γαλήνιο. Στον αριθμό 32, στον 5ο όροφο, ζούσε η Ελένη Σαμίου-Καζαντζάκη. Σ’ ένα απλό διαμέρισμα, γεμάτο από τη δύναμη της ζωής και του έργου του Νίκου Καζαντζάκη.
Επιπλα, βιβλία, φωτογραφίες, αλληλογραφία, άλμπουμ, τα πορτρέτα του. Εκεί τη συνάντησα. Σπανίως έδινε συνεντεύξεις.
Καθίσαμε σε μια μεγάλη ροτόντα. Εκεί είχε αραδιάσει τις μνήμες 30 χρόνων.
Μου εξήγησε ότι σ’ αυτό το τραπέζι έφαγαν σπουδαίες προσωπικότητες την εποχή της χούντας, όταν κυνηγημένοι περνούσαν για να καταθέσουν στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
● Ο ίδιος ο Καζαντζάκης έλεγε πως σε σας όφειλε την καθημερινή του ευτυχία.
«Πίστευα όσα χρόνια ήμουν μαζί του ότι ταξίδευα στο διάστημα. Βρισκόμουν σε μια τροχιά, που γλιστρώντας ανάμεσα σε γαλαξίες γνώρισα όλον τον πλανήτη. Δίπλα μου ο Νίκος, σαν ήλιος, να φωτίζει τη ζωή μου, γιατί τα έτη φωτός που κουβαλούσε ήταν τουλάχιστον 100 χρόνια πιο μπροστά από την εποχή του. Πάντα κρατούσε μαζί του στα ταξίδια του την εικόνα της Παναγίας, που πίσω της είχε γράψει με κεφαλαία γράμματα: «ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΣΥΝΤΑΞΙΔΕΥΤΡΙΑ».
● Πώς γνωριστήκατε;
«Σε μια εκδρομή. Μια παρέα, διανοούμενοι της εποχής, που σύχναζαν στο καφενείο της δεξαμενής, στους πρόποδες του Λυκαβηττού, αποφάσισαν να πάμε στη Ραφήνα. Ηταν Μάης του 1924. Με παρακίνησε η Μαρίνα Παπαϊωάννου να πάω μαζί τους για μπάνιο. Ολοι μπήκαν στη θάλασσα εκτός από μένα, που προτιμούσα την ωραία παραλία. Ορθιος στεκόταν δίπλα μου για πολλή ώρα ο Νίκος Καζαντζάκης. Ηθελε να με προστατεύσει από τον ήλιο. Εκανε σκιά με την κορμοστασιά του. Εκεί, μου χάρισε ένα βιβλίο με την αφιέρωση: “Για να θυμάσαι όσα είπαμε μπροστά στη μεγάλη θάλασσα”. Αυτός ήταν και ο όρκος της αιώνιας αγάπης μας».
● Τα θυμάστε όλα με ακρίβεια…
«Πολλές φορές, διαβάζοντας τα γράμματα και τις κάρτες που μου έστελνε, νομίζω ότι τον ακούω δίπλα μου να μου λέει “γυρίζω το Ηράκλειο, θωρώ τη γνώριμή μας θάλασσα, τα λιοκρουμένα βουνά, το χώμα το άσπρο, τις πέτρες, τα χόρτα, τις παλιές γνώριμες πόρτες, τις κοπέλες τις άγνωστες, τις γνωστές γερασμένες φιλενάδες, σα να ζω σ’ ένα όνειρο παλιό, σα να κοιτάζω μέσα σε βαθιά διάφανα νερά μια γνωστή μου βουλιαγμένη πολιτεία… Να ’στε καλή, ήσυχη, να φροντίζετε το σώμα σας, ν’ αγαπάτε, να ελεείτε, ν’ ανέχεστε τους ανθρώπους, να μην ξεχνάτε τα λόγια μας, τους περιπάτους, τους ζεστούς βράχους όπου καθίσαμε, τα πεύκα, τα βουνά, τα άστρα που είδαμε μαζί, απελπισμένοι κι ευτυχείς… Σας θυμούμαι σ’ όλες τούτες τις πικρές, ανένδοτες στιγμές, θυμούμαι τα μάτια σας, τη σιωπή, τα λόγια, τους ίσκιους μας απάνω στις πέτρες, όλες μας τις πορείες ανάμεσα στους γιαλούς και στα χωράφια κι ανάμεσα στις ψυχές μας. Αχ! τι φοβερό μυστήριο είναι η καρδιά του ανθρώπου, πώς κοιτάζω πίσω μου και χαίρομαι αυτή την κόκκινη γραμμή που χαρίζουν οι θερμές στάλες της ανθρώπινης καρδιάς μας!”»
● Αυτή η επιστολή μου θυμίζει και άλλα γράμματα που έστελνε στον αγαπημένο φίλο του Παντελή Πρεβελάκη, που μίλησε πέρυσι (1984) στην Ακαδημία, για τον ίδιο, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του.
«Ναι, υπήρξε ο στενότερος φίλος του. Τα 400 γράμματα που του έστειλε ήταν μια αποκάλυψη. Σελίδες ημερολογίου του. Αυτό ήταν. Μια αυτοβιογραφία του. Πάντα τον προσφωνούσε: “αγαπητέ Αδελφέ”».
● Δεν ήταν δύσκολο να ζήσετε με μια τόσο μεγάλη προσωπικότητα;
«Καθόλου. Ηταν σαν ένα μικρό παιδί. Κι ένα μωρό θα μπορούσε να τον ξεγελάσει. Ο Νίκος ήταν μεγάλος, αλλά ήταν απλός».
● Η υπερβολική μοναχικότητά του δεν σας κούρασε;
«Αγαπούσε να είναι μόνος του. Ομως ποτέ δεν έκλεισε την πόρτα σε κανένα. Οποιος ερχόταν όχι μόνο τον δεχόταν, αλλά με τραβούσε από το μανίκι λέγοντας “πες του να φάει μαζί μας”… Κι όταν του έλεγα πως δεν έχουμε τίποτα, παρά μόνο πατάτες, μου απαντούσε: “Δεν πειράζει, πατάτες κι ελιές” έλεγε, “αρκεί να φάει κοντά μας”… [Η Ελένη βρίσκει μια φωτογραφία του Καζαντζάκη που τράβηξε η ίδια] Να, εδώ είμαστε στην Αίγινα. Ζήσαμε τότε τα ωραιότερα χρόνια. Μαζί στην κατοχή, αλλά είχαμε μια απέραντη αγάπη. Γενναιότητα. Πιστεύαμε πως θα νικήσουμε. Ο Νίκος μάς έδινε κουράγιο. Ηταν μεγάλος οραματιστής».
● Τι πίστευε ο Καζαντζάκης για τη γυναίκα;
«Του άρεσαν οι ωραίες γυναίκες. Οταν ερχόταν στο σπίτι μια όμορφη γυναίκα έλαμπε ολόκληρος. Ανθούσε. Γινόταν 20 χρόνων. Γελούσε. Τρελαινόταν από τη χαρά του. Αν ερχόταν καμία άσχημη, ντρεπόταν κι ο ίδιος. Δεν άνοιγε το στόμα του. Εκτός αν ήταν έξυπνη… Τότε έλεγε 2-3 κουβέντες».
● Εσείς τον ζηλεύατε; Τον ίδιο, την τόση του ακτινοβολία;
«Με φώναζε πάντα “τυχερή γυναίκα”. Και κάθε φορά που τον ρωτούσα το γιατί, απαντούσε: “Γιατί δεν δουλεύεις σε ξένα χέρια, έχεις δική σου στέγη. Εχεις έναν άνθρωπο που σ’ αγαπάει. Και δεν σου λέει ποτέ ψέματα”… Τα μεγαλύτερα ιδανικά που πίστευε ο Καζαντζάκης ήταν η ελευθερία, η εμπιστοσύνη στον άνθρωπο και το πάθος για δημιουργία. Να καταλάβετε, τον πατέρα του, τον Καπετάν Μιχάλη, τον φοβόταν, αλλά και τον θαύμαζε. Δεν ξέχασε ποτέ, όταν ο πατέρας του τον πήγε στον “Μεγάλο Πλάτανο”, για να φιλήσει τα παγωμένα πόδια από τους δημογέροντες που κρέμασαν οι Τούρκοι. Ηταν τότε 6 χρόνων… Νομίζω πως ήταν ακόμα χθες, όταν μου υπαγόρευε στη γραφομηχανή την “Οδύσσεια” της ζωής του. Και διόρθωνε μετά προσεκτικά τα λάθη μου, πάντα με το χαμόγελο, λέγοντας: “Συγγνώμη, Ελένη, διορθώνω μόνο τα σημεία που είχες μεγάλη φαντασία”. Ο Νίκος ήταν για μένα άβυσσος…».
● Ο ίδιος υποστήριζε πως τέσσερις άνθρωποι άφησαν βαθιά τα ίχνη τους στην ψυχή του: ο Ομηρος, ο Μπέρξον, ο Νίτσε και ο Ζορμπάς. Ετσι ήταν;
«Βεβαίως. Ο πρώτος ήταν το κατάφωτο μάτι, που με τη λάμψη του φώτιζε τα πάντα. Ο Μπέρξονας τον διευκόλυνε να δώσει εξηγήσεις σε απορίες και αγωνίες γύρω από τη φιλοσοφία. Ο Νίτσε τού έμαθε να μετουσιώνει την πίκρα και την αβεβαιότητα σε περηφάνια. Και ο Ζορμπάς τού έμαθε να αγαπά τη ζωή. Πολλές φορές έλεγε: “Εχω ντραπεί στη ζωή μου, γιατί έπιασα την ψυχή μου να μην τολμάει να κάνει ό,τι η ανώτατη παραφροσύνη -η ουσία της ζωής- μου φώναζε να κάμω. Μα ποτέ δε ντράπηκα για την ψυχή μου, όσο μπροστά στο Ζορμπά!”»
… Τη συζήτηση διέκοψαν δεκάδες ράμφη πουλιών που χτυπούσαν επίμονα το παράθυρο της κουζίνας της. Ηταν η συνηθισμένη ώρα του φαγητού τους που η Ελένη, απορροφημένη από τις αναμνήσεις της, το ξέχασε…
Ηταν μια αεικίνητη, δραστήρια, ακούραστη γυναίκα… Οπως εκείνη την Κυριακή του 1986, που γύρισε στη Γενεύη από τη Βιένη με το τρένο, στα 86 της χρόνια.
Φτάνοντας στο σπίτι της, μαθαίνει ότι ο Μπεζάρ βρίσκεται στη Λοζάνη και ενδιαφέρεται να τη συναντήσει για μια σοβαρή υπόθεση.
Ασχολήθηκε λίγη ώρα με την αλληλογραφία της. Λίγο αργότερα, βγήκε ν’ απολαύσει μία βόλτα στο πάρκο.
Σα σίφουνας πέρασε ένα όχημα και την τραυμάτισε σοβαρά. Εφυγε τότε από τη Γενεύη και έζησε 15 χρόνια κοντά στην οικογένεια του θετού γιου της, Πάτροκλου Σταύρου, στην Αθήνα, όπου τη φρόντισαν με πολλή αγάπη.
Για δυο πράγματα έλεγε δεν μετάνιωσε ποτέ στη ζωή της. Το ένα ότι παντρεύτηκε τον Καζαντζάκη το 1945 και το δεύτερο ότι υιοθέτησε, το 1982, τον Πάτροκλο Σταύρου.
Πέθανε στις 18 Φεβρουάριου 2004, την ημέρα των γενεθλίων του Καζαντζάκη.
Οπως διηγείται ο Πάτροκλος Σταύρου, συγγραφέας-εκδότης, μιλώντας με τρυφερότητα και στοργή για την Ελένη:
❝Εκεί που της χάιδευα το χέρι και μου το κρατούσε δυνατά, ξαφνικά σταμάτησε η αναπνοή της. Ηταν 102 ετών, αλλά μέχρι την τελευταία στιγμή είχε πλήρη διαύγεια.
Απέναντι, η εικόνα της Παναγίας, που συνομιλούσε πολλές φορές μαζί της, η “συνταξιδεύτρα”❞.