Νίκος Καζαντζάκης: Να τους είχα τους παπάδες πληρώσει, δεν θα μου κάνανε τόση διαφήμιση
Ο Νίκος Καζαντζάκης (Ηράκλειο Κρήτης, 3/3/1883 – Φράιμπουργκ, 26/10/1957) σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα», τρία χρόνια πριν το θάνατό του και ενώ έχει χάσει ήδη την όρασή του από το ένα μάτι, θα μιλήσει για τους επικριτές του και την Ιερά Σύνοδο.
Μεταξύ άλλων θα χωρίσει τους συγγραφείς σε τρεις κατηγορίες, κατατάσσοντας τον εαυτό του σε μία από αυτές και θα σχολιάσει για την ποίηση, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Σήμερα υπάρχουν ποιήματα, ποιητές δεν υπάρχουν».
Η συνέντευξη δόθηκε στον Αλεξανδρινό λογοτέχνη και δημοσιογράφο Μανόλη Γιαλουράκη και έγινε στο σπίτι του Καζαντζάκη στην πόλη Αντίπ της Νότιας Γαλλίας. Δημοσιεύτηκε στις 24/11/54.
Από τότε έχουν αλλάξει τόσα πολλά και άλλα τόσα έχουν παραμείνει ακριβώς τα ίδια ίδια.
Διατηρήθηκε η ορθογραφία.
Ο κορυφαίος Έλλην πεζογράφος Ν. Καζαντζάκης, που τα έργα του έχουν δημιουργήσει τελευταίως τόσον θόρυβο, έδωσε την παρακάτω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξιν προς τον γνωστότατον Αλεξανδρινόν λογοτέχνην και δημοσιογράφον κ. Μαν. Γιαλουράκην, που την παρεχώρησε εις τα «Νέα». Εκείνο το μεσημέρι, η ζέστη ήτανε ανυπόφορη, νάρκη εμούδιαζε την Αντίμπ. Η παλιά Αντίμπ είναι πιο κάτω απ’ τη νέα, σ’ αυτή δε θα δεις να περιφέρωνται γυναίκες και άνδρες μισόγυμνοι, που ξεροψήνει το κορμί τους ο ήλιος. Είν’ η Αντίπολις, η αυστηρή, τα σπίτια είναι σπίτια χωριάτικα, η αγορά Μασσενά και τα σοκάκια τα στενά, με τις γυναίκες που ξαποστάζουνε στα κατώφλια. Στον αριθμό εννιά του στενόμακρου δρόμου που έχει όλα του χωριού και τίποτα της κοσμικής λουτρόπολης, στην οδό Ντύ μπά Καστελέ, είν’ ένα σπίτι μ’ ένα χαλκά σιδερένιο μεγάλο στην πόρτα. Εκεί κατοικεί ο Νίκος Καζαντζάκης. Όταν άνοιξε η πόρτα, η γυναίκα μας δέχτηκε πρόθυμα, ο άντρας είχε γυρισμένες τις πλάτες του προς την έξοδο, καθότανε σ’ ένα τραπέζι κι έτρωγε. Ναι, είπε ο Καζαντζάκης σαν άκουσε τ’ όνομα. Πέρασε, πέρασε… Διάβασα κείνα πούγραψες για την «Εστία». Τόχω τ’ απόκομμα φυλάξει… Πούθε είσαι;
Κρητικός, είπα και σώπασε. Μάντευα την εντύπωση της λέξης…
Κρητικός, λέει ο Καζαντζάκης, Κρητικός. Ξέρεις τι ευθύνη μεγάλη είναι τούτη; Ξέρεις τι περηφάνεια γιομίζει τα στήθια μας. Θείο δώρο κείνος ο τόπος. Είναι θείο δώρο νάσαι Κρητικός. Το ξέρεις;
Έπειτα κοντοστέκεται κι αναπωλεί:
Η Αλεξάνδρεια τι γίνεται; Ρωτάει. Την Αίγυπτο την αγάπησα. Αγάπησα πολύ τον τόπο. Δεν τον περιέργραψα στα «Ταξιδεύοντας» όσο πρέπει. Θά θελα να ξανάρθω και να γράψω πάλι. Μόνο διαλέξεις δε θα κάμω. Είναι φοβερό. Όλοι σήμερα κάνουν διαλέξεις.
Κι έπειτα προσθέτει:
Για τον Καβάφη μιλάνε πάντα κοντά σας; Τον θυμάμαι καλά. Ένας θνητός που κατώρθωσε να γίνει αθάνατος. Κι ο Νικολαΐδης ο Νίκος;
Στο Κάιρο, στο νοσοκομείο. Ο Καζαντζάκης μελαγχωλεί.
Άρρωστος; Είναι καλός και τον παραγνωρίζει η Αθήνα, λέει. Κι οι άλλοι; Οι νέοι; Η παράδοση δεν έσβυσε. Παίρνω τα βιβλία τους. Δεν έχω καιρό πολύ να τα διαβάσω. Έχω να γράψω. Και βιάζομαι. Πρέπει να τα προφτάσω όλα. Όμως όταν μπόρεσω κάτι διαβάζω. Ξέρω αιφνής πως εσύ γράφεις ταξιδιωτικά. Ακόμα θυμάμαι πως εντύπωση μου κάμανε τα ποιήματα του Στρατή Τσίρκα. Είναι καλός αυτός. Καλός.
Αναφέρεται τότε σε πρόσωπα της Αλεξανδρινής λογοτεχνίας και προσθέτει:
Ο Παναΐτ Ιστράτι στο τέλος της ζωής του χάλασε. Όταν γεράσει κανείς πρέπει να προσέχει γιατί το σώμα είναι προδότης. Τον κοιτάζω καθώς μιλάει. Ένας Κρητικός υψηλός, με μάτια που φλέγονται. Ο Χρόνος πέρασε κι άφησε στο κορμί τα σημάδια του. Δεν του τσάκισε όμως τη δύναμη της ψυχής. Καθώς σε κυττάζει ξέρεις πως σ’ ερευνά, ξέρεις πως θέλει να μαντέψει πολλά, πως τα μαντεύει κιόλας. Εκεί στην Αλεξάνδρεια, ρωτά, οι νέοι διαβάζουνε; Τους ενδιαφέρει η Τέχνη;
Η Τέχνη η αμόλυντη, όχι η άλλη. Με καταλαβαίνεται; Δεν είμαι κριτικός για να κάνω αξιολογήσεις. Νομίζω όμως πως κι οι περισσότεροι κριτικοί κρίνουνε κατά τις προτιμήσεις τους, χωρίς να τ’ ομολογούν. Ας είναι: Εμένα τουλάχιστον δε μ’ αρέσουνε τα βιβλία με ιστορίες ομοσεξουαλισμού, τριγώνων – σύζυγοι κι εραστής – και τα παρόμοια. Μ’ άρεσε όμως το βιβλίο του Καββαδία. Είναι πολύ δυνατό. Κι ο συγγραφέας του αγνός κι ας κάνει εντύπωση άλλη. Μα δεν πάμε πάνω. Είναι καλύτερα…
Ανεβαίνουμε στο πάνω δωμάτιο, στο γραφείο του συγγραφέα. Οι τοίχοι είναι σκεπασμένοι με βιβλία σε ράφια, κάπου ξεχωρίζει ένα πορτραίτο του Ντάντε. Απ’ τον εξώστη βλέπεις τη γαλάζια γοητεία της θάλασσας. Η Γαλλία του Νότου, θερμή γυναίκα, σε ναρκώνει με τη γοητεία της. Μια κληματαριά πρασινίζει στα κάγκελα, κατάφορτη τσαμπιά μ’ άγουρες ρόγες…
Σαν την Ελλάδα, λέει ο Καζαντζάκης. Το βλέμμα του χάνεται πέρα, εκεί που η Αντίμπ σμίγει τη θάλασσα. Σαν ήρθα δω μάρεσε ο τόπος. Είνε χωριό κι είνε και στη Νίκαια κοντά. Δεν είμαι απομονωμένος απ’ τον κόσμο και μπορώ κιόλας μ’ ησυχία να εργάζουμαι.
Σαν την Ελλάδα, είναι η Αντίμπ, λέω. Μα Ελλάδα ειρηνική.
Να σου πω κάτι; Ξέρεις τι θυμήθηκα; Ένα Αθηναίο δημοσιογράφο πούρθε ως εδώ κι έγραψε έπειτα, πως είμαι υπέρ του πολέμου!… Το να με ρωτάνε «Είσαι υπέρ ή κατά του πολέμου;», είναι σα να με ρωτάνε «Είσαι υπέρ ή κατά του σεισμού;». Δεν είπα ποτέ πως είμαι υπέρ του πολέμου. Μόνο που δεν με κατάλαβε, τι έλεγα. Βρισκόμαστε στο τέλος μιας ιστορικής εποχής. Ο κόσμος τούτος που ζούμε, βρίσκεται σε διάλυση. Αποσύνθεση ηθική, ψυχική, οικονομική. Βρωμάει ο κόσμος απ’ την αποσύνθεση. Αυτή ‘ναι η εποχή μας. Μια άλλη εποχή, όπως γίνεται πάντοτε, μάχεται να γεννηθή γιατί η αποσύνθεση στάθηκε πάντα ο πρόλογος της σύνθεσης. Ο κόσμος αυτός, είναι στα σπάργανα. Γεννήθηκε, άλλ’ ακόμα ψελλίζει. Δεν έχει τη δύναμη ν’ αντισταθή στη καλά ωργανωμένη αδικία. Είναι οι δύο πραγματικότητες. Το μεταξύ ενός πολιτισμού που χάνεται κι ενός που δημιουργείται διάστημα, τ’ ωνόμασαν πάντοτε μεσαίωνα. Αυτόν ζούμε. Δεν τον βλέπουμε. Οι ιστορικοί θα τον δούνε. Κι είναι γεγονός πως πάντοτε ένας μεσαίωνας έχει πολέμους.
Ποιοι λόγοι σας οδηγήσανε στην απόφαση να γράψετε μυθιστόρημα;
Μυθιστόρημα, δεν έλεγα να γράψω ποτέ. Η γυναίκα μου, μού έλεγε πως μπορώ να γράψω. Έφυγα πριν έφτά χρόνια απ’ την Ελλάδα. Να επικοινωθήσω με τους ξένους με ποιήματα, ήταν αδύνατο. Πόσοι διαβάζουνε σήμερα; Άρχισα στην ξενητειά να γράφω μυθιστορήματα για να δοκιμάσω αν μπορώ να επικοινωνήσω με τους εδώ ανθρώπους. Το «Ζορμπά», τον είχα ήδη γράψει στη κατοχή, αλλ’ αυτός είναι μνημόσυνο. Πάντως το μεταφράσανε. Ακολούθησε «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο καπετάν Μιχάλης», – στα γερμανικά, σουηδικά, νορβητικά κι αγγλικά. – «Ο τελευταίος πειρασμός», «Ο φτωχούλης του Θεού», – που κυκλοφορεί νορβηγικά και σουηδικά τον Οκτώβρη, – και τώρα ξαναδουλεύω για να του δώσω την τελική μορφή το νέο μου έργο. Τίτλος του είναι: «Θέλει να ζήσει λεύτερος; – Σκοτώστε τον!» Έγραψ’ ακόμη τραγωδίες. Τα «Σόδομα και Γόμορα» θα παιχθούν το Δεκέμβρη στο Μαγχάιμ, στο ίδιο θέατρο που παίχτηκαν οι τραγωδίες του Σίλλερ. Είναι σε πρόζα. Μία θεατρική διασκευή του «Χριστός ξανασταυρώνεται» παίχτηκε στο Όσλο. Έγραψα κι άλλες τραγωδίες. Το «Χριστόφορο Κολόμβο», τον «Κωνσταντίνο Παλαιολόγο» και τον «Κούρο» χώρια απ’ τις παληές, που τις γνωρίζετε. Τώρα ετοιμάζεται η Αγγλική μετάφραση της «Οδύσσειας». Ο εκδότης μου στη Νέα Υόρκη έστειλε στην Αντίμπ, τον καθηγητή της Ποίησης Κίμωνα Φράιερ, που είναι κι ο ίδιος ποιητής, και συνεργάζεται μαζί μου μεταφράζοντας σε στίχους την «Οδύσσεια». Έρχεται κάθε μέρα, του διαβάζω στίχο – στίχο, τον εξηγώ, φεύγει και τους μεταφράζει κατόπι στ’ αγγλικά. Έστειλε κιόλας, δείγμα της εργασίας του στον καθηγητή της Οξφόρδης τον Μπάουρα, που του έγραψε πως τη βρίσκει πολύ καλή.
Είπατε πως ο «Ζορμπάς» δεν είναι μυθιστόρημα. Πως είναι μνημόσυνο. Ο Καζαντζάκης σηκώνεται συγκινημένος. Θα σου το πω μου λέει. Θα σου το πω. Ο Ζορμπάς, υπήρξε. Όλα σ’ εκείνο το βιβλίο, είναι αληθινά. Όλα. Λεγότανε Γιώργης Ζορμπάς. Όχι, Αλέξης. Έχω και πολλά γράμματά του. Μπορεί να τα δημοσιέψω κάποτε. Ήταν Μακεδόνας. Η κόρη του ζει ακόμη, τ’ αγγόνια του, ο γυιός του. Έκαμα μεγάλο γλέντι στο Ηράκλειο, όταν γνώρισα τον γυιό του. Στάσου να δεις. Πηγαίνει σ’ ένα ράφι και ψάχνει. Κατεβάζει ένα μεγάλο φάκελλο με κιτρινισμένα χαρτιά. Είναι τα γράμματά του, λέει. Καύμένε Ζορμπά. Ήσουνα τέλειος εσύ.
Η συγκίνηση τον έχει κυριέψει. Ψαχουλεύει τα γράμματα με χέρια που τρέμουνε. Να τον ρωτήσω κάτι να τον κάμω να ξεχαστεί…
Πως αντιλαμβάνεσθε, αλήθεια, το μυθιστόρημα;
Το πιο σπουδαίο για μένα είναι ένα πράγμα, να ’ναι ριζωμένο στο χώμα και το κεφάλι του να ξεχωρίζει απ’ τη γη. Να’ ναι όσο βαθύτερα μπορεί στη λάσπη κι η κεφαλή του να φτάνει στ’ άστρα… Πολύ χώμα θέλω, και πολύ ανθό. Τέτοια πράγματα δεν βλέπω πολλά στην σημερινή ελληνική λογοτεχνία. Κριτικός δεν είμαι, γιατί ό,τι συμβαίνει στην ιδιοσυγκρασία μου, είναι καλό, κι ό,τι όχι, κακό. Όμως αυτό, κριτική δεν είναι. Το λέω ξάστερα, όπως διακηρύσσω και την αποστροφή μου για τα κείμενα λογοτεχνών μας που μιλάνε έξω τόπου και χρόνου για ζητήματα που δεν έχουνε δεσμούς με τη γη. Τους ανθρώπους που γράφουνε, τους διαιρώ σε τρεις κατηγορίες:
Σε κείνους που περιγράφουν κι εκπροσωπούν τη σημερινή αποσύνθεση του κόσμου, όπως ο Έλιοτ. Οι Γάλλοι έχουνε καλούς συγγραφείς του είδους αυτού, που γράφουνε για φρικιαστικά πράγματα, αιμομιξίες, βιασμούς και παρόμοια. Είναι ζωντανοί συγγραφείς. Πολύ καλοί. Τους σέβομαι, αλλά δεν τους θαυμάζω.
Οι συγγραφείς που νοσταλγούνε το Παρελθόν, γυρίζουνε στα παληά, γίνονται κήρυκες της φυγής. Ο «Καπετάν Μιχάλης» θα πήτε είναι τέτοιο; Όχι. Εκείνος είναι όραμα που αγκαλιάζει μια ιστορική στιγμή της Κρήτης και μέσα απ’ αυτή, την πάλη του ανθρώπου για την Ελευθερία.
Οι συγγραφείς που μάχουνται να διακρίνουνε ποιο είναι το πρόσωπο του μελλούμενου πολιτισμού και προσπαθούνε να συλλάβουνε τη μελλούμενη οικονομική διάθρωση της κοινωνίας. Ο καθένας, σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του, παίρνει μια θέση. Εμένα μ’ ενδιαφέρει η Τρίτη κατηγορία. Στην «Οδύσσεια», βρίσκεται πιο έντονα, η προσπάθειά μου να προφητέψω τη μελλούμενη ανθρωπότητα.
Είπατε στην αρχή πως γράψατε μυθιστορήματα, γιατί οι πολλοί δεν ενδιαφέρονται για την Ποίηση. Νομίζετε πως το είδος τούτο του λόγου έχει ξοφλήσει;
Καθόλου. Η Ποίηση εξακολουθεί να είναι απαραίτητη. Ποτέ άλλη εποχή δεν είχε την ανάγκη της όσο η δική μας. Η Ποίηση είναι κάτι που ξαλαφρώνει. Κι ο άνθρωπος σήμερα, έχει ανάγκη να ξαλαφρώσει. Όμως δε νομίζω πως υπάρχουνε σήμερα μεγάλοι ποιητές. Ο δικός μας ποιητής, ο Σικελιανός, ήτανε μεγάλος. Ο Βάρναλης γράφει καλά και θα μπορούσε να δώσει μεγάλα πράγματα, αν έκανε ορισμένες θυσίες. Γιατί η Τέχνη θέλει όλος να της δοθείς. Αλλοιώς δε σε θέλει. Σήμερα υπάρχουν ποιήματα, ποιητές δεν υπάρχουν.
Γιατί;
Η ζωή η σημερινή, είναι πολύ σκληρή, και δύσκολα συγκεντρώνεται ένας άνθρωπος να κάμη ποιητικό έργο ολοκληρωμένο. Δεν έχει ο άνθρωπος ψυχική, κοινωνική και οικονομική άνεση για να συγκεντρωθεί. Η ζωή είναι σήμερα τρομερή.
Τι έχετε να πείτε για κείνη την άστοχη ενέργεια της Ιεράς Συνόδου;
Πάρα πολύ λυπήθηκα, γιατί με τόση αφέλεια, έπεσε η Εκκλησία στην παγίδα που της έστησαν δύο ανώτεροι εκπρόσωποί της. Με μεγάλη μου θλίψη διαπίστωσα πως φάνηκαν κατώτεροι απ’ την αποστολή τους. Ο ένας αναθεμάτισε ένα βιβλίο που ομολογεί ο ίδιος πως δεν έχει διαβάσει – διάβασε μονάχα ένα υβριστικό άρθρο μιας κίτρινης εφημερίδας. Ο άλλος, που δεν κατώρθωσε καν τον τίτλο να διαβάσει σωστά, και το έγραψε «Καπετάν Μιχάλης Μαυρίδης», συγχέοντας το όνομα του ήρωα με το όνομα του εκδότη, πήρε κομμάτια από φράσεις, στρέβλωσε άλλες, παράλειδε ό,τι δεν τον συνέφερε, κι έβγαλε το συμπέρασμα που ήθελε, ενώ όλο το βιβλίο είναι ένας ύμνος για τον αγώνα του Κρητικού Λαού και γενικά του Ανθρώπου για την Ελευθερία. Κι ακόμα ένας ύμνος για την Εκκλησία, αφού ένας μητροπολίτης, μέσα στη σφαγή υπερασπίζεται ηρωικά το ποίμνιό του κι ένας ηγούμενος πεθαίνει με μαρτυρικό θάνατο, δοξάζοντας το Θεό και την Πατρίδα. Λυπούμαι πολύ, μα πρέπει να τονίσω πως απ’ όλη την περιπέτειαν αυτή, η Εκκλησία βγήκε μειωμένη. Να τους είχα τους παπάδες πληρώσει, δεν θα μου κάνανε τόση διαφήμιση. Και μου ζητούνε ν’ απολογηθώ Εγώ; Έπρεπε να ρθει ο Μητροπολίτης Χίου ν’ απολογηθεί, πως κρίνει ένα βιβλίο χωρίς να το διαβάσει. Το Βατικανό τουλάχιστον είπε τη γνώμη του μ’ ευγένεια. Με την ίδια ευγένεια μίλησε κι ο Μητροπολίτης Κασσάνδρειας. Ο «Τελευταίος πειρασμός» που «πείραξε» τόσο το Βατικανό, θα κυκλοφορήσει σύντομα κι ελληνικά στην Αθήνα. Θέμα του το ίδιο πάντα. Η πάλη κι η συμφιλίωση του Θεού με τον Άνθρωπο.
Ποια βιβλία ετοιμάζετε;
Όπως σας είπα, ρίχνω τις τελευταίες ματιές στο νέο μου βιβλίο. Το «Θέλει να ζήσει λεύτερος; Σκοτώστε τον». Η κεντρική ιδέα του έργου, είναι ότι ένας άνθρωπος σήμερα που θέλει νάναι ελεύθερος, είναι χαμένος. Μην κυττάζετ’ εμένα. Εγώ είμαι Κρητικός κι επειδή είμαι Κρητικός, δε σκοτώνομαι εύκολα. Καλά το λέει ο Μακρυγιάννης: «Η ψυχή μου είναι βαθειά, και δεν την βρίσκουν». Διορθώνω ακόμη τη μετάφραση μου της «Θείας Κωμωδίας» που η «Κόλαση» κυκλοφορεί προσεχώς στην Αθήνα. Θα τη βγάλω δηλαδή σε τρεις τόμους: «Κόλαση», «Καθαρτήρι», «Παράδεισος». Είναι μια εντελώς καινούργια δουλειά που την άρχισα στην κατοχή και τώρα την ξαναδιόρθωσα. Θαύμασα τη δημοτική μας γλώσσα. Πως μπόρεσε ν’ αποδώσει, λέξη προς λέξη, τον εντεκασύλλαβο! Μεγάλη ηδονή να δουλεύει κανείς τη δημοτική γλώσσα τώρα… Προχώρησε πολύ απ’ την εποχή του Πάλλη. Μεταφράζω ακόμη την «Οδύσσεια» του Ομήρου με τον Κακριδή, που μαζί του μετάφρασα και την «Ιλιάδα» που την αφιερώσαμε στη μνήμη του Πάλλη. Εγώ τη μεταφράζω λογοτεχνικά, εκείνος κυττάζει τα χειρόγραφα λέξη προς λέξη, Ιπό την πλευρά την επιστημονική, μου τα στέλνει, ξαναδιορθώνει τη μετάφραση, την ξαναβλέπει, κι όταν τελειώσει, συναντούμεθα για την τελική διόρθωση. Δεν υπάρχει τελειότερος συνεργάτης απ’ τον Κακριδή. Και σαν άνθρωπος και σαν επιστήμονας… Όμως, που θα βρούμε εκδότη; Κι είναι μία εργασία που θάπρεπε να την τυπώσει η Ακαδημία, μαζί με τ’ αρχαίο κείμενο. Δεν υπάρχει Ομηρική λέξη, δεν υπάρχει σύνθετο επίθετο, που να μην βρήκαμε τα αντίστοιχα στη δημοτική. Να, δείτε εδώ.
Κατεβάζει ένα δεμένο τετράδιο απ’ τη βιβλιοθήκη του. Είναι χειρόγραφο λεξικό της δημοτικής, που το έγραψεν ο ίδιος. Λέξεις άγνωστες για τους πολλούς, λέξεις πολύτιμες. Βοράστρι, διαβάζει στην τύχη ο Καζαντζάκης. Είναι ο πολικός αστέρας. Κρυφοπαχειά, η αδύνατη γυναίκα που έχει όπου χρειάζεται σάρκα αρκετή. Λατρεύω τη δημοτική γλώσσα. Τη δουλεύω σα σκλάβος και σαν εραστής. Σαράντα χρόνια γύριζα στα χωριά και μάζευα λέξεις. Ταξιδιωτικά για την Ελλάδα, δε γράψατε… Και για την Κύπρο. Η Αμμόχωστος. Πόσο την πεθύμησα. Τίποτα δεν υπάρχει στον κόσμο που να μου δίδει την αίσθηση της Γυναίκας όσο η Αμμόχωστος. Είναι απ’ τα ωραιότερα μέρη της γης. Τότε τον πήρε το παράπονο Δε θάθελα να πεθάνω πριν ξαναπάω στην Αμμόχωστο, λέει. Η ώρα είχε προχωρήσει. Καιρός είπα να του σφίξω το χέρι. Ένα χέρι που απλώνεται με θέρμη, καλωσύνη κι αντρισμό. Καλή αντάμωση, λέει ο Καζαντζάκης. Καλή αντάμωση, καλέ μου φίλε. Κι έπειτα τεντώνει το κορμί του, η φωνή είναι όλο φλόγα και συγκίνηση: Και να μη ξεχνάς ποτέ, λέει δυνατά, πως είσαι Κρητικός. Είναι μεγάλη ευθύνη νάσαι Κρητικός. Μεγάλη ευθύνη… Δρασκέλισα το κατώφλι σιωπηλός. «Η Τέχνη, μούλεγε πάλι κάποια φωνή, θέλει θυσίες. Θέλει ολοκαυτώματα. Θέλει όλος να της δοθείς, αλλοιώς δε σε θέλει». Εκεί, στο χωριό της Γαλλίας του Νότου, ένας άνθρωπος που η Τέχνη «τον θέλει» δουλεύει σκληρά με χίλιες θυσίες. Δουλεύει για κείνην. Δουλεύει για την Ελλάδα. Ο Νίκος Καζαντζάκης, δόξα του τόπου μας.