Οι πιο ωραίοι άνθρωποι που έχω γνωρίσει πάντα χαμογελούσαν..
Οι πιο ωραίοι άνθρωποι που έχω γνωρίσει ήταν αληθινοί. Πάντα ήταν ο εαυτός τους. Είχαν μια βαθιά επίγνωση του ποιοι είναι. Δεν είχαν ανάγκη να αποδείξουν τίποτα σε κανέναν. Ήταν γνήσιοι και αυθεντικοί. Άφηναν όλους τους άλλους να ανακαλύψουν το πραγματικό τους μεγαλείο, χωρίς να κρύψουν τίποτα. Ποτέ δεν είχαν προσποιηθεί. Άλλωστε, δεν είχαν λόγο να το κάνουν, αφού ήταν οι πιο ωραίοι άνθρωποι που είχαν υπάρξει.
Οι πιο ωραίοι άνθρωποι που έχω γνωρίσει πάντα ακτινοβολούσαν. Εγώ θα τους έλεγα «αυτόφωτους». Χαρακτηρίζονταν από μια μοναδική λάμψη που κέντριζε την προσοχή σου και σε τραβούσε κοντά τους σαν μαγνήτης. Και έλαμπαν με αυτό τον τρόπο, γιατί η ομορφιά της ψυχής τους ήταν τόσο έντονη που δεν μπορούσε παρά να εξωτερικευθεί και στην όψη τους. Ο ίδιος ο ήλιος κατοικούσε μέσα τους. Αυτοί ήταν και οι πιο όμορφοι άνθρωποι που είχα γνωρίσει. Και η ομορφιά τους αυτή ήταν ανεπανάληπτη. Δεν ήταν μια συνηθισμένη ομορφιά. Μάλιστα, συνέβαινε το εξής παράξενο: καθώς περνούσαν τα χρόνια, τα όμορφα χαρακτηριστικά τους δε ξεθώριαζαν, αλλά αντιθέτως, αυτοί γίνονταν όλο και πιο όμορφοι.
Οι πιο ωραίοι άνθρωποι που έχω γνωρίσει είχαν τα πιο όμορφα μάτια που θα μπορούσε να αντικρίσει κάποιος στη ζωή του. Μάτια που χαμογελούσαν, όπως χαμογελούσε και η ψυχή τους. Πάντα καθαρά και κρυστάλλινα. Γυάλιζαν σαν μικρά διαμάντια. Σε κέρδιζαν με το πρώτο βλέμμα. Κοιτούσες μέσα στα μάτια αυτών των ανθρώπων και μπορούσες να δεις όλο το παρελθόν τους. Κυρίως, όμως, μπορούσες να βουτήξεις μέσα στην ψυχή τους και να δεις αυτά που οι ίδιοι κρατούσαν κρυφά. Αυτά τα μάτια ήταν το πιο όμορφο χαρακτηριστικό πάνω τους.
Οι πιο ωραίοι άνθρωποι που έχω γνωρίσει αγαπούσαν όλο τον κόσμο. Και οι περισσότεροι, με τη σειρά τους, τους αγαπούσαν. Λάτρευαν το συνάνθρωπο. Ζούσαν γι’ αυτόν. Και η αγάπη τους αυτή ήταν ειλικρινής και ανιδιοτελής. Δεν είχαν εχθρούς. Έτσι νόμιζαν τουλάχιστον. Ακόμα και αυτοί που τους ζήλευαν δεν είχαν να τους προσάψουν κάτι κακό, γιατί απλώς ήταν οι πιο ωραίοι άνθρωποι που υπήρχαν.
Οι πιο ωραίοι άνθρωποι που έχω γνωρίσει βοηθούσαν όλο τον κόσμο. Και ήταν οι πιο καλοί άνθρωποι που υπήρχαν, όχι μόνο γιατί ήταν πάντα δίπλα σε όσους ζητούσαν τη βοήθειά τους, αλλά γιατί παρείχαν χωρίς δεύτερη σκέψη τον ίδιο τους τον εαυτό σε όσους τους χρειάζονταν, χωρίς καν να τους το ζητήσουν. Γύρευαν τον αδύναμο, τον πεινασμένο, τον ταλαιπωρημένο κυρίως όταν δεν τους έβλεπε κάποιος. Ό, τι έκαναν προσπαθούσαν να το κάνουν κρυφά, γιατί δεν τους ενδιέφερε η επιβράβευση των ανθρώπων.
Δεν το έκαναν γιατί περίμεναν αντάλλαγμα. Οι πιο ωραίοι άνθρωποι που έχω γνωρίσει δεν πήραν ποτέ πίσω όσα έδωσαν. Δεν ήταν αυτό το μέλημά τους. Το έκαναν, γιατί έτσι ήθελαν. Το έκαναν, γιατί αυτό ήταν η ζωή τους. Το έκαναν, γιατί αγαπούσαν τον άλλο, όποιος κι αν ήταν αυτός. Το έκαναν, γιατί μπορούσαν έστω και για λίγο να μπουν στη θέση του και να καταλάβουν πόσο δύσκολη ήταν. Το έκαναν, για να απαλύνουν παροδικά τον πόνο τους. Έδιναν, λοιπόν, απ’ το υστέρημά τους και όχι γιατί τους περίσσευαν. Βαθιά μέσα τους, όμως, ήξεραν πως αν βοηθούσαν μια φορά, οφειλέτης τους θα ήταν ο ίδιος ο Θεός. Και πάντα επαληθεύονταν. Άνοιγαν τα ουράνια και τους δίνονταν απλόχερα εκατό φορές περισσότερα. Και αυτοί, από την αγάπη τους αλλά και από την ευγνωμοσύνη τους, συνέχιζαν το κρυφό τους έργο. Και γίνονταν κάθε φορά όλο και πιο πλούσιοι.
Ο πλούτος τους, όμως, δεν ήταν άμεσα ορατός, γιατί βρισκόταν στην ίδια τους την ψυχή. Και ήξεραν πως, συγκριτικά με τα επίγεια αγαθά, αυτός ο πλούτος ήταν πολύ πιο σημαντικός. Βέβαια, η μεγαλύτερη ανταμοιβή γι’ αυτούς ήταν το «ευχαριστώ» που έκρυβε το βλέμμα όσων βοηθούσαν. Αυτή ήταν η μοναδική στιγμή που στα μάτια των ανθρώπων αντίκριζαν τον ίδιο το Θεό.
Οι πιο ωραίοι άνθρωποι που έχω γνωρίσει απολάμβαναν κάθε δευτερόλεπτο της ζωής τους. Ζούσαν έντονα την κάθε στιγμή και γι’ αυτούς κάθε μέρα ήταν ένα θαύμα, μια γιορτή. Προσπαθούσαν να βλέπουν το καλό σε οποιαδήποτε εμπειρία της ζωής τους. Τίποτα δεν τάραζε τη ζωή τους˙ ακόμα κι αν εμφανιζόταν κάτι κακό. Ήξεραν πως μετά από τη βροχή ακολουθεί το ουράνιο τόξο˙ μετά από το χειμώνα έρχεται η άνοιξη. Ήξεραν πως το πιο όμορφο φως είναι μετά από το πιο βαθύ σκοτάδι.
Οι πιο ωραίοι άνθρωποι που έχω γνωρίσει πάντα χαμογελούσαν. Και όταν χαμογελούσαν, χαμογελούσε και όλη η πλάση μαζί τους. Το πιο σημαντικό, όμως, ξέρετε ποιο είναι; Ότι αυτό το χαμόγελο έβγαινε μέσα από την ψυχή τους. Αυτό ήταν και το πιο αγνό και ειλικρινές δώρο που θα μπορούσαν να σου προσφέρουν για να σου φτιάξουν τη μέρα.
Οι πιο ωραίοι άνθρωποι που έχω γνωρίσει δεν έκρυβαν τα συναισθήματά τους. Ήταν χαρούμενοι και το έδειχναν. Αν και σχεδόν πάντα φαίνονταν χαρούμενοι. Υπέφεραν. Υπέφεραν με τον πόνο του άλλου, σαν να ήταν οι ίδιοι που πονούσαν. Πληγώνονταν από ανθρώπους και καταστάσεις. Πληγώνονταν πολύ. Παρόλ’ αυτά, όλους τους αγαπούσαν. Αυτό τους έκανε και τους πιο ωραίους ανθρώπους. Έκλαιγαν. Και έκλαιγαν πιο συχνά απ’ όσο ο κόσμος νόμιζε. Άνθρωποι ήταν κι αυτοί. Το γεγονός ότι ήταν τόσο ωραίοι δεν τους έκανε υπεράνθρωπους. Όταν έκλαιγαν, όμως, έκλαιγαν μόνοι. Δεν ήθελαν να κάνουν κάποιον δυστυχισμένο εξαιτίας τους. Μόνο χαρά ήθελαν να προσφέρουν.
Οι πιο ωραίοι άνθρωποι που έχω γνωρίσει ήταν ευγενικοί και γλυκομίλητοι. Είχαν πάντα έναν καλό λόγο για όλους. Δεν προσέβαλλαν κανέναν. Γιατί σέβονταν αυτόν που στεκόταν απέναντί τους, αφού πίστευαν ότι είχαν να κερδίσουν κάτι από όλους τους ανθρώπους.
Οι πιο ωραίοι άνθρωποι που έχω γνωρίσει δεν είχαν πολλά, αλλά ήταν βασιλιάδες. Απ’ το τίποτα έφτιαχναν τα πάντα. Τους έλειπαν χίλια δυο πράγματα αλλά δεν παραπονέθηκαν ποτέ. Αντιθέτως, πάντα δοξολογούσαν το Θεό για όσα τους προσέφερε. Έμαθαν να αγωνίζονται, να παλεύουν και ποτέ να μην το βάζουν κάτω κάθε φορά που ήθελαν να καταφέρουν κάτι.
Οι πιο ωραίοι άνθρωποι υπάρχουν δίπλα μας και οφείλουμε να τους αναζητήσουμε. Οι πιο ωραίοι άνθρωποι είναι αυτοί που επαναφέρουν την πίστη μου στον ίδιο τον άνθρωπο και με κάνουν να ελπίζω για ένα καλύτερο αύριο.
Της Τάνιας Δήμου.