Ο Αλέξανδρος έχει δείκτη νοημοσύνης 135+ και οραματίζεται μια καλύτερη παιδεία
Ο Αλέξανδρος Παπανδρέου ανήκει στους ανθρώπους με δείκτη νοημοσύνης ανώτερο από το μέσο όρο, είναι Ηλεκτρολόγος Μηχανικός & Μηχανικός Η/Υ και υπότροφος υποψήφιος Διδάκτορας στο ΕΚΦΕ «Δημόκριτος» στο εργαστήριο Υπολογιστικής Ευφυΐας, μέλος της ελληνικής MENSA και ο ιδρυτής και συντονιστής του SIG Κοινωνικής Παρέμβασης.
Είναι ο ιδρυτής του μη κερδοσκοπικού οργανισμού «Χαρισμάθεια», που μεριμνά για την ανάπτυξη των χαρισματικών παιδιών και την διάδοση της δημιουργικότητας στην εκπαίδευση, ενώ έχει οργανώσει και τα πρώτα προγράμματα στην Ελλάδα τα οποία απευθύνονται σε χαρισματικά παιδιά.
Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του, κάνει μαθήματα, επιμορφώσεις, συμβουλευτική γονέων αλλά και mentoring σε νέους και παιδιά. Αρθρογραφεί σε επιστημονικά περιοδικά, έχει δώσει διαλέξεις σε διεθνή συνέδρια και έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα, ενώ στα ενδιαφέροντα του είναι οι αλγόριθμοι, η φιλοσοφία, η φυσική, τα ταξίδια, η συγγραφή βιβλίων και η σκηνοθεσία.
Ο 38χρονος Αλέξανδρος Παπανδρέου όταν ήταν μικρός, γοητευόταν από τα ρομπότ και προσπαθούσε να φτιάξει το δικό του ενώνοντας κουτιά, βάζοντάς του μάτια συνδέοντας λαμπάκια σε μπαταρίες, δίνοντάς του φωνή μέσα από κασετόφωνο και έχοντας καταστρέψει πολλά τηλεκατευθυνόμενα, έτσι ώστε να το κάνει να κινείται. Όσο πλησίαζε ο καιρός για να πάει στο σχολείο, περίμενε ότι τα πράγματα θα αποκτούσαν ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Το σχολείο αποδείχθηκε άκαμπτο και αποστειρωμένο με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να ενσωματωθεί στις εκπαιδευτικές του πτυχές. Ακόμα, σαν μαθητής ένιωθε ότι αυτά που διδασκόταν τα γνώριζε ήδη και είχε καταλήξει να χάσει εντελώς το ενδιαφέρον του για τα σχολικά μαθήματα. Τον έθλιβε η σκέψη ότι έπρεπε να περνάει τις πιο παραγωγικές ώρες τις ημέρες του με αυτό τον τρόπο και πολλές φορές, τις διδακτικές ώρες, ασχολούνταν με ασκήσεις μαθημάτων πανεπιστημίου.
Όταν πήγαινε στο σχολείο έπαιρνε μαζί του μόνο ένα στυλό, πολύ συχνά απουσίαζε, ενώ ειδικά στο γυμνάσιο και το λύκειο, βρισκόταν πιο συχνά στο προαύλιο να παίζει με τα παιδιά που είχαν γυμναστική παρά στην τάξη να παρακολουθεί το μάθημα. Η αποστήθιση και η αναπαραγωγή γνώσης ήταν στο επίκεντρο, ενώ υπήρχε πραγματικά περιορισμένος χώρος για προσωπική έκφραση. Οι καθηγητές σκέφτονταν να τον αφήσουν στην ίδια τάξη, αλλά με 19,5 μέσο όρο βαθμολογίας ήταν αδύνατο.
Παράλληλα, καθ’ όλα τα μαθητικά του χρόνια, οι γονείς του φρόντιζαν να τον γεμίζουν με δραστηριότητες. Δοκίμασε πέντε αθλήματα, έμαθε δύο μουσικά όργανα και τέσσερις ξένες γλώσσες.
Όσον αφορά την κοινωνικότητά του, δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερα προβλήματα με τον περίγυρο του, καθώς είχε αρκετά ανεπτυγμένη κοινωνική ευφυία και μπορούσε να προσαρμοστεί χωρίς να θυσιάζει στοιχεία του χαρακτήρα του. Ήταν αποδεκτός στο σχολικό περιβάλλον, είχε πολλές παρέες και πολύ καλούς φίλους. «Αυτό που με εκνεύριζε ήταν οι περιπτώσεις εκείνες που οι δάσκαλοι μου αμφισβητούσαν ότι έχω κάνει μόνος μου τις εργασίες που μας είχαν βάλει» έχει πει σε συνέντευξή του.
Πέρασε στο Πολυτεχνείο, στη σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών, από όπου και αποφοίτησε, με θέμα διπλωματικής «Συσχέτιση γεωμαγνητικών διαταραχών από το Διάστημα με πρόβλεψη σεισμών» και διδακτορικό στην Τεχνητή Νοημοσύνη και στην Όραση Υπολογιστών.
Όσο υπηρετούσε στο στρατό, έδωσε νοητικό τεστ στη Mensa, το οποίο φανέρωσε το δικό του στο 135+, με τον μέσο άνθρωπο να βρίσκεται κοντά στο 100. Δεν έκανε ποτέ το δεύτερο τεστ που δείχνει τον ακριβή δείκτη του, καθώς θεωρεί πως, «Αν αυτοπροσδιορίζεσαι ως νούμερο μιας στατιστικής, τότε είσαι απλώς «νούμερο». O καθένας πιστεύει μια πραγματικότητα που έχει στο κεφάλι του. Αυτό αποδεικνύει την αδυναμία μας να φτάσουμε στην αλήθεια. Αν όμως καταφέρεις να τη βρεις, δεν υπάρχει τίποτα πιο δεσμευτικό».
Κατά τη διάρκεια που έκανε το διδακτορικό του, αποφάσισε να κάνει κάτι ώστε να γίνει πιο ευχάριστη η εμπειρία του σχολείου, όχι με σκοπό τα πράγματα να γίνουν πιο εύκολα αλλά πιο ουσιαστικά, να δημιουργηθεί η εκπαίδευση όπως την είχε φανταστεί. Κάπως έτσι άρχισε να σχηματίζεται η Χαρισμάθεια, το επιστέγασμα των προσπαθειών που έγιναν, έτσι ώστε να μπορέσουν τα χαρισματικά παιδιά να ανοίξουν τα φτερά τους.
Το 2012, όταν ο Αλέξανδρος Παπανδρέου ώθησε τα πρώτα προγράμματα για χαρισματικά παιδιά στην Ελλάδα, η έννοια της χαρισματικότητας ήταν σχεδόν άγνωστη στην ελληνική κοινωνία. Έτσι λοιπόν, συγκεντρώθηκαν ακαδημαϊκοί, παιδοψυχολόγοι, γιατροί -αναπτυξιολόγοι- από την Ελλάδα και το εξωτερικό, έτσι ώστε να διοργανωθεί η μεγαλύτερη εκδήλωση που είχε γνωρίσει η χώρα αναφορικά με τις εκπαιδευτικές και συναισθηματικές ανάγκες των χαρισματικών αυτών παιδιών.
Παράλληλα, εκπαιδευτικοί επιμορφώθηκαν πάνω σε διδακτικές στρατηγικές για τάξεις πολλαπλών ταχυτήτων, έτσι ώστε όλα τα παιδιά να έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν το δυναμικό τους στο ακέραιο, και θεσπίστηκαν κύκλοι συμβουλευτικής γονέων.
Η αποδοχή και η προσέλευση ξεπέρασαν τις προσδοκίες τους, καθώς περισσότερα από 900 άτομα παρακολούθησαν τις ομιλίες και τα workshops της εκδήλωσης. Παρά την επιτυχία που είχε το εγχείρημα, η εκδήλωση αυτή δεν αποτελούσε αυτοσκοπό, μιας και ήταν μόνο η αφετηρία σε ένα ταξίδι με προορισμό μία καλύτερη, ποιοτικότερη και πιο ολοκληρωμένη διαπαιδαγώγηση.
Από το 2013, δημιουργήθηκε, αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε το πρώτο ολοκληρωμένο πρόγραμμα εμπλουτισμού της ύλης για παιδιά δημοτικού (master classes), το οποίο πλαισιώθηκε με εξάμηνους κύκλους συμβουλευτικής γονέων και επιμορφώσεις εκπαιδευτικών. Έκτοτε, η έννοια της χαρισματικότητας έχει διεισδύσει για τα καλά στην ελληνική κοινωνία, καθώς η αυξανόμενη ευαισθητοποίηση φορέων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, γονέων και δασκάλων-καθηγητών σηματοδότησε την ωρίμανση των συνθηκών για τη δημιουργία ενός οργανισμού που θα ασχολείται αποκλειστικά με την αναγνώριση, υποστήριξη και ανάδειξη των χαρισματικών παιδιών. Ως εκ τούτου, το 2015, δημιουργήθηκε η Χαρισμάθεια.
Η Χαρισμάθεια ουσιαστικά αποτελεί ένα πλαίσιο έρευνας, ευρύτερης συνεργασίας και συμπόρευσης όλων των δυνάμεων που ασχολούνται με τα χαρισματικά παιδιά, με σκοπό τη δημιουργία μιας μεγαλύτερης δομής, με στόχο τη διαμόρφωση, ανάπτυξη και εφαρμογή πρακτικών, που συνεισφέρουν και διανθίζουν τη διαπαιδαγώγηση των χαρισματικών παιδιών. Είναι κοινός τόπος για όσους θέλουν να ενημερωθούν για τις ανάγκες των παιδιών αυτών και σημείο αναφοράς για όσους θέλουν να συνεισφέρουν στην πλήρωση αυτών των αναγκών.
Όλα αυτά τα προγράμματα τρέχουν μέχρι και σήμερα μέσα από τη Χαρισμάθεια, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για τον Αλέξανδρο Παπανδρέου και την ομάδα του. Ένιωθαν ότι έπρεπε να φτάσουν σε όλες τις οικογένειες, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, ώστε να κάνουν πραγματικά τη διαφορά. «Δεν μπορούσαμε, λοιπόν, παρά να είναι να φτιάξουμε μια διαδικτυακή πλατφόρμα». Συνδύασαν τη διασκέδαση και το κίνητρο που προσφέρει ένα παιχνίδι με τον εμπλουτισμό της ύλης και τις διδακτικές τεχνικές που εφαρμόζουν στα μαθήματα και δημιούργησαν την «Αλεξάνδρεια».
Η «Αλεξάνδρεια», δηλαδή, είναι ένα διαδικτυακό παιχνίδι στο οποίο τα παιδιά αναπτύσσουν τις δεξιότητες του 21ου αιώνα παίρνοντας ερεθίσματα από διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα. Τα παιδιά από 7 χρονών μπορούν να δημιουργήσουν τον δικό τους χαρακτήρα στο παιχνίδι, να τον αναπτύξουν μέσα από δοκιμασίες και να γίνουν οι επόμενοι θεματοφύλακες της Αλεξάνδρειας.
Εκτός από το να ευαισθητοποιήσει την κοινωνία σχετικά με τις ιδιαίτερες ανάγκες που παρουσιάζουν τα χαρισματικά παιδιά και να αποτελέσει ένα ευρύτερο πλαίσιο έρευνας και σύγκλισης όλων των δομών που ασχολούνται με τα παιδιά αυτά, το κέντρο της Χαρισμάθειας, όπου παρακολουθούν τα παιδιά, βασίζεται σε τέσσερις άξονες.
Τη στάθμιση επιπέδου αντιληπτικής ικανότητας (Test IQ) για παιδιά (6 με 16 ετών, τη διεξαγωγή απαιτητικών μαθημάτων εμπλουτισμού της ύλης (master-classes) για παιδιά δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου, την επιμόρφωση εκπαιδευτικών πάνω σε τεχνικές προσαρμοσμένης εκπαίδευσης σε τάξεις πολλαπλών ταχυτήτων και τους κύκλους συμβουλευτικής γονέων.
Ο μεγάλος στόχος του Αλέξανδρου Παπανδρέου και της Χαρισμάθειας είναι η αλλαγή της εκπαίδευσης. «Μας απασχολούν όλα τα παιδιά, όχι μόνο τα χαρισματικά. Πλέον, θέλουμε στις σχολικές τάξεις -που περιλαμβάνουν παιδιά ποικίλων ικανοτήτων- να μπορείς να κάνεις το ίδιο μάθημα σε όλους και ο καθένας να το βλέπει με διαφορετικό τρόπο, αναλόγως των ικανοτήτων του.
Πλέον, φεύγουμε από την αποστήθιση. Όταν τα παιδιά βγουν στην αγορά εργασίας, θα ερωτηθούν τι ξέρουν από το σχολείο. Ό,τι κι αν γνωρίζουν, δε θα ισχύει σε πέντε χρόνια. Θα τα ρωτήσουν όμως τι μπορούν να μάθουν, πώς μπορούν να συνεργαστούν, αν έχουν επικοινωνιακά χαρακτηριστικά. Δε θέλουμε να μετράμε δείκτες νοημοσύνης. Θέλουμε να υπάρχει ένα σύστημα που θα το κάνει αυτό αναπτύσσοντας δεξιότητες σε κάθε παιδί».
Επίσης, όπως έχει πει, τα παιδιά μπορούν να έχουν πρόσβαση σε έναν τρομακτικό όγκο δεδομένων μέσα από υπολογιστές και tablet, αλλά το στοίχημα δεν είναι πλέον να απομνημονεύουν, μα να μπορούν να διακρίνουν ποια από τις πληροφορίες μπορούν να αξιοποιήσουν. «Γι’ αυτό τον λόγο χρειάζεται να αναπτύξουν κριτική ικανότητα», ενώ ζητούμενο να συνθέσουν την πληροφορία αυτή σε κάτι καινούργιο. Έτσι, πρέπει να αναπτύξουν δημιουργικότητα. «Αυτοί είναι και οι δύο βασικοί πυλώνες πάνω στους οποίους στηριζόμαστε».
Αυτή τη στιγμή, συνεργάζονται με δασκάλους, εκπαιδευτικούς, διδάκτορες, με παιδοψυχολόγους που παρέχουν ψυχομετρικά εργαλεία, εταιρείες που βοηθούν στην ένταξη του gamification σε όλη τη διαδικασία, εκπαιδευτικοί που διαμορφώνουν το περιεχόμενο και μια σειρά ανθρώπων που έχουν στοιχηθεί πίσω από την προσπάθεια του οργανισμού οι οποίοι επιθυμούν να συνεισφέρουν.
Σε συνέντευξή του έχει πει πως αυτό που δε μπορεί, σε κάποιο βαθμό, να αποδεχθεί ακόμα και σήμερα είναι ότι δεν έσπρωξε τον εαυτό του όσο θα έπρεπε για να πετύχει αυτά που θα μπορούσε. Αν υπήρχε κάποιος να καταλάβει ότι λίμναζε, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, στο περιβάλλον που βρισκόταν και τον έσπρωχνε, ίσως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Κατέληξε λέγοντας πως ίσως όμως να μην είχε αναγνωρίσει και την ανάγκη να κάνει αυτό που κάνει.