Ο αντιήρωας
Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, πολλοί εκ των συμμετεχόντων στην εξέγερση έσπευσαν να διεκδικήσουν τις δάφνες για την παρουσία τους, να ζητήσουν στον πολιτικό και κοινωνικό στίβο το «αντίτιμο» για τον ρόλο που είχαν στη σύγκρουση με τις δυνάμεις του δικτατορικού καθεστώτος.
Υπήρξε όμως και ένα πλήθος πρωταγωνιστών των δραματικών γεγονότων κυρίως εκτός του φοιτητικού χώρου που συνειδητά έμειναν στην αφάνεια, που δεν επεδίωξαν να καταγραφούν σε καμιά λίστα «ηρώων του Πολυτεχνείου». Αποφεύγοντας την αποπληρωμή της δημοσιότητας και την απαίτηση «αναγνώρισης» της προσφοράς τους.
Άνθρωποι που, όπως έδωσαν το παρών τον Νοέμβριο του ’73 στο Πολυτεχνείο, έτσι διακριτικά αποχώρησαν. Για πάντα! Έχοντας μόνο την αίσθηση ότι έπραξαν το καθήκον τους. Γι’ αυτούς, για τη δική τους δημοκρατία, για κανένα αντάλλαγμα, για καμιά ίσως καπηλεία.
Η περίπτωση που παρουσιάζει «Το Βήμα», του Γιώργου Κηρύκου, ενός ανθρώπου που πρωτοστάτησε στην εξέγερση, βασανίστηκε στα κρατητήρια της ΕΣΑ και ύστερα φρόντισε να μην «πουλήσει» τίποτε από τις «ημέρες της επανάστασης», είναι συμβολική. Και η ζωή του, η κατοπινή θυσία του, δείγμα της αντίληψής του.
Της γενιάς των «αντιηρώων» του Πολυτεχνείου…
Ο προβολέας του τεθωρακισμένου που στεκόταν μπροστά στην πύλη του Πολυτεχνείου εκείνο το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου 1973 ήταν ο μόνος που φώτισε το πρόσωπό του. Εκείνη τη νύχτα, μα και τα επόμενα χρόνια…
Η στεντόρεια κραυγή «όχι αδέλφια, δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό» τη στιγμή που ανέμιζε την ελληνική σημαία σκαρφαλωμένος στην κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου το μοναδικό άκουσμα της ύπαρξής του. Η πρώτη και η τελευταία «δήλωση» ως το απροσδόκητο τέλος…
Το καρέ στο περιώνυμο φιλμ της εισβολής του τεθωρακισμένου στο Πολυτεχνείο, όπου διακρίνεται να καταρρέει και να χάνεται δίπλα από τις ερπύστριες του τανκ, ήταν το τελευταίο που ήθελε να αποτυπώνεται η παρουσία του, ο αγώνας, η προσφορά του. Οπως αυτός τουλάχιστον τη θεωρούσε και τη μετρούσε…
Πιστεύοντας ότι τίποτε δεν χρειαζόταν εξαργύρωση. Μόνο η ίδια του η ζωή χαμένη πάντα σ’ ένα παρανάλωμα.
Ο Γιώργος Κηρύκου, ο άνθρωπος που φαίνεται να «καταπίνει» το στρατιωτικό άρμα όταν εισβάλλει στο Πολυτεχνείο και του οποίου ουδείς γνώριζε για πολλά χρόνια μετά τα γεγονότα του 1973 το όνομά του, επέζησε, συνελήφθη, βασανίστηκε, αποσύρθηκε, σιώπησε, επέλεξε, κάηκε ζωντανός στην καταστρεπτική φωτιά της Ικαρίας το 1993.
Προσπαθώντας να απεγκλωβίσει από τον πύρινο κλοιό μια γερόντισσα που κουβαλούσε στην πλάτη του.
Είκοσι χρόνια μετά, η νέα, η τελευταία θυσία.
Ο 39χρονος Γιώργος Κηρύκου, ένα από τα πέντε παιδιά μιας φτωχής οικογένειας από τα Λιόσια, είχε επιλέξει τον δρόμο της φωτιάς ως το τέλος.
Σαν εκείνη της ψυχής του, που σιγόκαιε τον Νοέμβριο του ’73 για ελευθερία, σαν αυτή που κατέκαιε, που αποψίλωνε, 20 χρόνια μετά, ολόκληρο το νησί…
Η διαδρομή του αφανούς
Κανένα αρχείο, κανένα βιβλίο δεν κατέγραψε την παρουσία του στο Πολυτεχνείο. Ποτέ κανένας επισήμως δεν έμαθε το όνομα του νεαρού που φαίνεται να πέφτει κάτω από τις ερπύστριες του τεθωρακισμένου κρατώντας την ελληνική σημαία. Σαν ο ίδιος να ήθελε μ’ αυτή την πτώση, το χάσιμό του κάτω από το τανκ να κλείσει τη μικρή «επαναστατική» του ιστορία.
Σαν να επεδίωκε όλοι αυτοί που «εισέπραξαν» το αντίτιμο της συμμετοχής τους στα γεγονότα του Νοεμβρίου να τον θεωρούν «νεκρό».
Ο Γιώργος Κηρύκου ζούσε όλα αυτά τα χρόνια μετά το Πολυτεχνείο από τα λίγα λεφτά που έβγαζε από μαθήματα κιθάρας, από κάποιες πρόσκαιρες δουλειές στην Αθήνα και από το μπάρκο του στα τέλη της δεκαετίας του ’70 σε γκαζάδικα.
Το όνομά του στον κατάλογο των 13 νεκρών του τραγικού περιστατικού της Ικαρίας, όπου έμενε δίπλα στη μητέρα του για πολλά χρόνια, δεν σήμαινε σε κανέναν τίποτε. Κανένας δεν μπορούσε να γνωρίζει το τερτίπι της μοίρας. Η αλληλεγγύη στον αγώνα των φοιτητών η ίδια που καθόριζε όλες τις επιλογές του, ακόμη και τη μοιραία, την τελευταία. Δεν είχε επιτρέψει σε κανέναν, παρά μόνο σε λίγους συγγενείς και φίλους, να γνωρίζει, να θρηνήσει, να καταλάβει.
Να γνωρίζει την ιστορία του ήρωα δίχως ταυτότητα. Του συμβόλου της «άγνωστης» γενιάς του Πολυτεχνείου.
Ο πατέρας του Γιώργου, που δούλευε σε μια χαρτοβιομηχανία, πέθανε το 1970 από πνευμονία στέλνοντάς τον από τα 16 χρόνια του στον αγώνα για το μεροκάματο. Η μάνα του έφυγε για την Ικαρία όπου ήταν το πατρικό της σπίτι και ο Γιώργος για να βοηθήσει όλους δούλευε σε οικοδομές, ελαιοχρωματιστής, κλητήρας σε διάφορες εταιρείες. Μόνο αποκούμπι η κιθάρα του, οι μπαλάντες που δημιουργούσε και τραγουδούσε στον λίγο ελεύθερο χρόνο του.
«Ο Γιώργος το μόνο που ήξερε ήταν να αγωνίζεται. Με τον πιο αγνό τρόπο. Για τα ιδανικά του. Χωρίς να πουλάει τίποτε» θυμάται η αδελφή του Κωνσταντίνα, που εξακολουθεί να ζει στη γειτονιά όπου μεγάλωσε. Το άλλο κορίτσι, η Ολγα, ζει στην Πετρούπολη, ο ένας αδελφός του, ο Θόδωρος, στο Μενίδι και ο Φώτης μόνιμα στην Αυστραλία.
Ο αγώνας για την ελευθερία μα και η αγάπη του για μια φοιτήτρια, τη Μαρία, που έχασε μέσα στη δίνη των γεγονότων, τον έφεραν στα 19 του χρόνια στο Πολυτεχνείο.
«Τον θυμάμαι συνέχεια πάνω στην πύλη, να κρατάει τη σημαία, να φωνάζει συνθήματα. Ηταν με μια παρέα φίλων από την Ικαρία και γειτονόπουλων από τα Λιόσια. Δεν ήταν στο μπλοκ των φοιτητών, δεν γνώριζε κανέναν, όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να είναι μαχητικός, να παρασέρνει τους υπόλοιπους» ξαναφέρνει στη μνήμη της η Θάλεια Φράγκου, φοιτήτρια τότε της ΑΣΟΕΕ, που καταγόταν από την Ικαρία και ήξερε τον Γιώργο.
Ο Γιώργος Κηρύκου κατέρρευσε μπροστά στα μάτια της. Εκείνη στεκόταν λίγα βήματα πιο πίσω. Χαθήκανε. Η Θάλεια οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα του Γκύζη και βασανίστηκε. Ο Γιώργος κρατήθηκε ένα μήνα στο ΚΕΒΟΠ και στην ΕΣΑ, όπου ξυλοκοπήθηκε δίχως έλεος.
«Δεν ξέραμε πού βρισκόταν. Οταν πήγαμε στο Χαϊδάρι, μας είπαν ότι δεν είχαν κανένα κρατούμενο με το όνομα αυτό. Οταν ήλθε σπίτι μας, τα ρούχα του ήταν γεμάτα αίματα. Τον χτυπούσαν με δύναμη στο στομάχι και αυτό του δημιούργησε χρόνιο πρόβλημα υγείας. Το στομάχι του τον βασάνιζε ως το τέλος» θυμάται με δυσκολία και με πνιγμένη φωνή η μητέρα του κυρία Χρύσα Κηρύκου.
Ο Γιώργος μόλις συνήλθε γύρισε στη δουλειά. Ποτέ δεν θέλησε να δημοσιοποιήσει οτιδήποτε, να αναδείξει τον ρόλο του στα γεγονότα του Νοέμβρη. Ποτέ δεν πέρασε από το «γκισέ» της δημοσιότητας να εισπράξει κάτι.
«Γνωρίζω ότι υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που συμμετείχαν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και δεν εμφανίζονται πουθενά. Τον Κηρύκου δεν τον ήξερα, ούτε ότι ήταν αυτός που έπεσε μπροστά στο τανκ. Δεν ήξερα ποιο ήταν αυτό το άτομο. Στο βιβλίο μου υπάρχουν πολλά κενά…» αναφέρει ο κ. Δημήτρης Φύσσας, συγγραφέας του βιβλίου «Η Γενιά του Πολυτεχνείου» όπου συγκεντρώνει πληροφορίες από τα πάσης φύσεως αρχεία και έχει κατάλογο χιλιάδων συμμετεχόντων στα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου 1973.
Ο αλτρουισμός και η αυτοθυσία
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο Γιώργος, αφού τελείωσε το στρατιωτικό του, μπαρκάρισε. Το καράβι έπιανε σε όλα τα λιμάνια της Αμερικής. Στη Νέα Υόρκη γνώρισε μια κοπέλα από το Κολοράντο, παντρεύτηκαν και έμεινε εκεί ως το 1983. Επαιζε κιθάρα σε μαγαζιά της Αστόριας και ζούσαν ανεκτά. Απέκτησε και έναν γιο. Προσπάθησε να έλθει με την οικογένειά του στην Ελλάδα, όμως η γυναίκα του επέστρεψε γρήγορα πίσω, μαζί με το παιδί του. Δούλεψε σε μερικά μπαρ της Αθήνας αλλά τον περισσότερο καιρό έμενε στην Ικαρία, μαζί με τη μητέρα του. Στο νησί παρέδιδε με ελάχιστο αντίτιμο μαθήματα κιθάρας. Οι μαθητές, λόγω του λυρισμού, της γλυκιάς φωνής του, τον φώναζαν «Αλμπάνο». Εμοιαζε και λίγο στον ιταλό τραγουδιστή. Για το Πολυτεχνείο, για την εξέγερση, για την εισβολή του τανκ, για ό,τι ακολούθησε μιλούσε πλέον σπάνια.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έπιανε φωτιά στην Ικαρία, που ο Γιώργος Κηρύκου έτρεχε πρώτος για να βοηθήσει. Ετσι και εκείνο το καλοκαίρι του 1993. Οταν άκουσε ότι στην περιοχή Παναγιά είχε ξεσπάσει φωτιά και είχαν παγιδευθεί τέσσερις γέροντες έτρεξαν με τους φίλους του, τον Δημήτρη Τσαγανό και τον Ηλία Φυσίδα, να τους σώσουν. Τους άρπαξαν στα χέρια και τους μετέφεραν σε άλλο μέρος. Πίστεψαν ότι ήσαν ασφαλείς. Ο αέρας όμως γύρισε ξαφνικά και η φωτιά ήλθε επάνω τους. Εγκλωβίστηκαν. Προσπάθησαν να σώσουν τους γέροντες. Κάηκαν όλοι.
Τα τρία παιδιά τιμήθηκαν από την Ακαδημία για την αυτοθυσία τους.
«Οχι αδέλφια, δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό».
Το ανέμισμα της σημαίας, το μάγκωμα της ερπύστριας δίπλα από το κορμί του, τα βογκητά από τον ξυλοδαρμό, τα λόγια της δικής τους γενιάς στο ικαριώτικο καφενείο, η γλυκιά μελωδία της μπαλάντας του, το πύρινο αγκάλιασμα, το τέλος, η παντοτινή σιωπή.