Ο Αργύρης έφυγε από την Αθήνα για να κρατήσει ζωντανή την τέχνη του αργαλειού στην Μυτιλήνη
Η «συντήρηση» της διαφορετικότητας είναι ίσως αυτοσκοπός για τον Αργύρη Χατζημαλλή. Μεγαλωμένος στη Μυτιλήνη, αποφάσισε στα 18 του, όπως κάθε νέο παιδί να ανοίξει τους ορίζοντές του και να σπουδάσει στην Αθήνα αρχικά στη σχολή Βιβλιοθηκονομίας και στη συνέχεια ασχολήθηκε με σπουδές στη Συντήρηση Έργων Ζωγραφικής.
Από πολύ μικρή ηλικία συλλέγει παλαιά αντικείμενα, τα οποία δεν αποτελούν απλά συλλογή, αλλά είναι και λειτουργικά αντικείμενα. Κατάφερε να κάνει το πάθος των τελευταίων 25 χρόνων, επάγγελμα και πλέον ασχολείται με τον παραδοσιακό χορό και επαγγελματικά.
Ο παραδοσιακός χορός τον ώθησε στο αναπόσπαστο κομμάτι αυτού, την παραδοσιακή φορεσιά, η οποία συνήθως ήταν χειροποίητη. Με αφορμή αυτού, ξεκίνησε όχι μόνο να μαθαίνει παραδοσιακές μορφές κεντήματος αλλά, και το ξεχασμένο για τους περισσότερους, αργαλειό.
Γι’ αυτό το λόγο ξεκίνησε προσωπικές έρευνες και συνεντεύξεις με τις τελευταίες πλέον υφάντρες και διάστρες του νησιού και παράλληλα στη συλλογή παραδοσιακών τραγουδιών, παραμυθιών, εθίμων στον κύκλο της ζωής που δυστυχώς έχουν χαθεί.
Οι ασυνήθιστες αυτές ενασχολήσεις έχουν γίνει τρόπος ζωής για τον Αργύρη και όπως υποστηρίζει και ο ίδιος ο αυτοπροσδιορισμός του.
Σήμερα, ο 44χρονος πλέον Αργύρης, είναι ο μοναδικός άνδρας που ασχολείται με την τέχνη του αργαλειού στη Λέσβο.
Ο Αργύρης μίλησε στην Νάνσυ Μητροπούλου και στο Travel.gr για την τέχνη του αλλά και για την απόφαση να φύγει από την Αθήνα και να εγκατασταθεί μόνιμα πλέον στην Μυτιλήνη.
“Είμαι 44 ετών. Γεννήθηκα στη Μυτιλήνη, έμεινα εδώ μέχρι τα 18 μου, μετά έφυγα για σπουδές -Βιβλιοθηκονομία και Συντήρηση Έργων Τέχνης- και εργασία στην Αθήνα και τα τελευταία χρόνια είμαι μόνιμος κάτοικος εδώ. Έμενα στο Μεταξουργείο, μέσα στο τσιμέντο. Ένιωσα ότι η Φύση μου έλειψε και επέστρεψα στον τόπο καταγωγής μου.
Είμαι παραδοσιακός χορευτής. Χορεύω εδώ και 30 χρόνια σε παραδοσιακά συγκροτήματα. Γνώρισα την μαγεία αυθεντικών παραδοσιακών φορεσιών, μέσα από την συμμετοχή μου σε παραστάσεις. Μου αρέσει πολύ η κλωστή και το ρούχο. Γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία να τα «αποσυνθέσω» για να δω πώς γίνονται. Στην αρχή, ξεκίνησα να πλέκω με το βελονάκι, μετά έμαθα να κεντάω και να ράβω στη ραπτομηχανή της γιαγιάς μου και άφησα το πιο δύσκολο για το τέλος. Τον αργαλειό. Έκανα έρευνες στη Λέσβο για αυτή την τέχνη, πριν μια δεκαετία περίπου. Η Λέσβος υπήρξε ένα τεράστιο υφαντουργικό κέντρο στα τέλη του 19ου και αρχές 20ου αιώνα. Ύφαιναν πολύ, ειδικά στα μέρη της Αγιάσου. Απίστευτα καρό, κιλίμια, υφάσματα.
Αποφάσισα να αναζητήσω την τέχνη στα χωριά και μετά λύπης μου διαπίστωσα ότι αυτή η τέχνη είχε πεθάνει. Οι παλιές υφάντρες έφυγαν και η τέχνη δεν συνεχίστηκε από κανέναν. Εδώ και 5 χρόνια, πηγαίνω στην Αθήνα, μια φορά τον μήνα, παρακολουθώντας μαθήματα με μια φοβερή δασκάλα, την Σοφία Τσουρινάκη. Είναι υφάντρα και τεχνολόγος αρχαίου υφάσματος. Προσπαθώ αυτό που μου αρέσει, να το κάνω -προς το παρόν- μια μικρή επιχείρηση και μακάρι στο μέλλον, μια μεγάλη. Η έδρα της είναι στην Μυτιλήνη. Έχω ήδη ένα εργαστήριο με δύο οριζόντιους αργαλειούς και έναν κάθετο για κιλίμια και χαλιά.
Αυτή η τέχνη είναι φοβερή ψυχοθεραπεία. Οι πατήθρες, αυτή η αέναη κίνηση της σαΐτας που πηγαινοέρχεται πάνω στα στημόνια, με χαλαρώνει απίστευτα όσο κουρασμένος κι αν είμαι. Είναι μοναδική η αίσθηση της αυτάρκειας. Στόχος είναι να παράγω το δικό μου ύφασμα. Εγώ, πια, τείνω να μην αγοράζω ρούχα για μένα. Έχω μοδίστρα και μου ράβει τα δικά μου. Με κάθε ρούχο που βλέπεις να φτιάχνεται μπροστά σου, βλέπεις και έναν κόσμο να γεννιέται.
Τα τελευταία χρόνια, βλέπω αρκετές κινήσεις για να αναγεννηθεί αυτή η τέχνη και υπάρχει κοινό που την υποστηρίζει. Πολύς κόσμος πιστεύει ότι είναι απλή. Απαιτούνται πολλές εργατοώρες για να δημιουργηθεί ένα ρούχο. Το κόστος είναι υψηλό. Εδώ και χρόνια, συνηθίσαμε σε μια γρήγορη κατανάλωση ρούχων, με μαζική παραγωγή και χαμηλή ποιότητα. Ντυνόμαστε όλοι το ίδιο και έχει χαθεί η μοναδικότητα. Με εμπνέει η Βαλκανική παράδοση, είτε σε μοτίφ μέσα στα υφαντά, είτε σε πατρόν. Υφαίνω αξεσουάρ, όπως εσάρπες, και πιο χρηστικά αντικείμενα, όπως θήκες για κινητά ή notebook. Οι περισσότεροι φίλοι με υποστηρίζουν.
Είμαι τρισευτυχισμένος στη Μυτιλήνη. Το ότι έφυγα από την Αθήνα είναι το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου, δεν μου λείπει τίποτα. Την άφησα γιατί δεν είχε την ποιότητα ζωής που έψαχνα, δεν υπήρχε επαφή με τη φύση. Το μέγεθός της και η φασαρία της σε μπερδεύει, χάνεις την ουσία της ζωής σου. Όταν μιλάω για τα επαγγελματικά μου όνειρά -επειδή είμαι υπάλληλος στον Δήμο Δυτικής Λέσβου- πολλοί φίλοι μου λένε «Τι πας να κάνεις; Να φύγεις από τη σταθερότητα;». Η ζωή είναι μικρή, πρέπει να κυνηγάμε τα όνειρά μας, θα προσθέσω εγώ.”
Παρακολουθήστε συνέντευξη του Αργύρη στο Εμπρός Επικοινωνία Αιγαίου Α.Ε
Η έρευνα
«Το να φτιάξεις ύφασμα δεν είναι τόσο απλό, όσο ακούγεται. Ξεκίνησα να κάνω κάποιες έρευνες στην ύπαιθρο της Λέσβου. Ήξερα ότι η Λέσβος ήταν ένα πολύ μεγάλο και σημαντικό υφαντουργικό κέντρο, οπότε λέω κάτι θα υπάρχει. Δυστυχώς, αυτή η τέχνη είχε πεθάνει. Ξεκίνησα εδώ και 7 χρόνια να το ψάχνω και δεν βρήκα υφάντρες που θα μου δείξουν τον τρόπο λειτουργία του αργαλειού. Το μόνο που εντόπισα ήταν κάποιους αργαλειούς μισούς, κάποιες γυναίκες που κάτι είχαν ακούσει, αλλά δεν γνώριζαν ολοκληρωμένη την διαδικασία. Γι΄ αυτό και αποτάθηκα στην πιο ειδικό την Σοφία Τσουρινάκη, που είναι τεχνολόγος αρχαίου υφάσματος και καθηγήτρια υφαντικής. Την ακολουθούσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, της είπα ότι θέλω να παρακολουθήσω μαθήματα. Η απάντησή της ήταν θετική. Έτσι τα τελευταία δύο χρόνια, πηγαίνω μία φορά τον μήνα στην Αθήνα και παρακολουθώ μαθήματα υφαντικής».
Η λαϊκή υφάντρα και τα υφάσματα της Λέσβου
Η έμπνευση ήρθε από την λαϊκή αυτή υφάντρα, η οποία δεν πήγαινε σχολείο και όμως μέσα από το υφαντό της μπορούσε να εκφράσει στην ουσία την προσωπικότητά της. Αυτό είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Υπάρχουν πάρα πολλές διαφορές στα υφαντά πάνω στη Λέσβο. Αυτό έχει να κάνει με το τι παράγει κάθε μέρος. Οι διαφορές είναι και στο υλικό αλλά και στα σχέδια. Για παράδειγμα η Αγιάσος είναι πάρα πολύ γνωστή για τα καρό της, με τα οποία καρό βαμβακερά υφάσματα κάνανε και τις βράκες που είναι πολύ γνωστές. Μάλιστα τα καρό της Αγιάσου διαφέρουν από τα καρό του Πλωμαρίου. Έτσι κάποιος μπορεί να ξεχωρίσει αν ένα σαλβάρι είναι από το Πλωμάρι ή από την Αγιάσο, κάτι που παρουσιάζει επίσης πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Στον Ασώματο που είναι ένα χωριό πριν ακριβώς την Αγιάσο, οι υφάντρες κάνανε, μεταξύ άλλων, το χαγιαλί. ‘Ένα μεταξωτό ύφασμα, στην ουσία ήταν μια μεταξωτή δαντέλα, δηλαδή δαντέλα που γινότανε στον αργαλειό. Στην Στύψη κάνανε πάρα πολύ ωραία κιλίμια από μαλλί και αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι η Στύψη είναι ένα αγροτικό χωριό. Το ίδιο ίσχυε και στα Παράκοιλα όπου κάνανε κουβέρτες και κιλίμια από μαλλί. Μάλιστα στα Παράκοιλα υπήρχε εργαστήριο κλωστοϋφαντουργίας το οποίο, δυστυχώς, πλέον έχει κλείσει.