Ο διάσημος ψυχαναλυτής D. Lauru διαλύει τους μύθους για τις σχέσεις: Δεν υπάρχει ευτυχισμένος έρωτας
Ο Didier Lauru είναι Γάλλος ψυχίατρος και ψυχαναλυτής. Είναι διευθυντής του ιατρο-παιδαγωγικού κέντρου «Etienne Marcel», το οποίο έχει ιδρυθεί από τη Françoise Dolto (εμβληματική φιγούρα της γαλλικής ψυχανάλυσης) όπου γίνεται θεραπεία παιδιών από 0 έως 20 χρόνων. Ιδιωτικά, ο Δρ. Lauru εργάζεται θεραπευτικά κυρίως με ενήλικες.
Είναι συγγραφέας βιβλίων με 2-3 κύρια θέματα, εκ των οποίων η εφηβεία και η αγάπη. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Πατέρας- κόρη. Μια ιστορία του βλέμματος» αναλύει τις σχέσεις ανάμεσα στους πατέρες και τις κόρες και τις δυσκολίες που μπορεί να προκύπτουν στις μετέπειτα ερωτικές ή συναισθηματικές σχέσεις των γυναικών.
Η συνέντευξη δόθηκε στη Ροζαλίνα Ντότσεβα ενώ την μετάφραση έκανε η Ελπίδα Μαρκοπούλου, Ψυχολόγος, D.E.A.
Ρ.Ντ: Αγάπη ή Αγάπες; Μια αγάπη ή περισσότερες μορφές αγάπης – μητρική, των εραστών, για την Πατρίδα;
D.L: Πράγματι, υπάρχουν διάφορα είδη αγάπης. Αλλά ο Freud ήταν ένας από τους πρώτους που είπε ότι όλες οι παραδοχές της λέξης αγάπη επιστρέφουν σε μία, πρόκειται για τον ίδιο τύπο αγάπης. Συνδέεται με το γεγονός ότι όταν είμαστε μωρά, είτε αγόρια είτε κορίτσια, πριν από όλα αγαπάμε τη μαμά μας και στη συνέχεια, τον μπαμπά μας. Αλλά σε όλη μας τη ζωή, τελικά, επαναλαμβάνουμε ή ξαναζούμε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το γεγονός ότι αγαπήσαμε τη μητέρα μας και ότι αγαπηθήκαμε από τη μητέρα μας. Υπάρχει ένας είδος μήτρας (καλουπιού) στην οποία φτιαχτήκαμε μέσα από τη σχέση μας με τη μητέρα μας – καταρχήν αυτήν που φροντίζει, που προσφέρει το στήθος, που ασχολείται μαζί μας. Αυτό δίνει ένα καλούπι και με βάση αυτό το καλούπι θα αγαπήσουμε τους άλλους και θα αγαπηθούμε από τους άλλους με βάση αυτή την πρώτη σχέση αγάπης.
Ρ.Ντ: Γνωρίζουμε τη διάσημη αυτή φράση του Freud, ο οποίος έπειτα από τριάντα χρόνια μελέτης της γυναικείας ψυχής, δεν κατόρθωσε να απαντήσει στην ερώτηση «τι θέλει η γυναίκα». Εγώ αμφιβάλλω ότι απάντησε κάποιος ικανοποιητικά στην ερώτηση «τι θέλει ένας άνδρας».
D.L: Λοιπόν, καταρχήν οι άνδρες και οι γυναίκες δεν αγαπούν με τον ίδιο τρόπο. Χονδρικά, αυτό που αρέσει σε μια γυναίκα είναι να αγαπιέται από έναν άνδρα. Ενώ αυτό που αρέσει στον άνδρα είναι να αγαπά μια γυναίκα. Και μερικές υστερικές γυναίκες σχεδόν αρρωσταίνουν από αυτό, γιατί αυτό που πράγματι μετράει γι’ αυτές είναι να αποπλανούν τους άνδρες, αλλά πέρα από αυτό αδιαφορούν τελείως, δεν τις ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Ο κινηματογράφος έχει στρέψει τους προβολείς σε αυτό, υπάρχουν πολλές – οι αποκαλούμενες «Ωραίες αδιάφορες»- οι γυναίκες οι οποίες προφανώς δεν αγαπούν παρά τον εαυτό τους. Δεν μπορούν να αγαπήσουν πραγματικά έναν άνδρα, γιατί εκείνο που τις ενδιαφέρει είναι οι άνδρες να τις κοιτάζουν, να τους λένε ότι είναι όμορφες, έξυπνες και να τις βρίσκουν αξιοθαύμαστες. Αποτελούν έναν τύπο γυναικών που δείχνει σε υπερβολικό βαθμό αυτό που αρέσει στις γυναίκες – να αγαπιούνται.
Ενώ ένας άνδρας, αυτό που του αρέσει είναι να αγαπά μία γυναίκα. Αλλά συχνά εξιδανικεύει τη γυναίκα, δηλαδή δεν την αντιλαμβάνεται όπως είναι αλλά την αντιλαμβάνεται πάντοτε σαν μια άλλη. Και με αυτήν την έννοια πλανάται, είναι μέσα στην ψευδαίσθηση, μα και ο καθένας είναι μέσα στην αυταπάτη όταν ερωτεύεται. Δηλαδή όταν ερωτευόμαστε κάποιον, αυτό που αγαπάμε δεν είναι ακριβώς ο άλλος, είναι ο άλλος όπως θα θέλαμε να είναι. Οι άνθρωποι αποδίδουν στους άλλους τέτοιες ποιότητες, οι οποίες γενικά απαντούν ακριβώς στην έλλειψη που ο καθένας αισθάνεται μέσα του – ξέρω πως μου λείπει αυτό, πως μου λείπει το άλλο, θα ήθελα να είμαι όπως αυτό και το άλλο – και ξαφνικά όταν ερωτευόμαστε το άλλο φύλο, τη στιγμή αυτή ανακαλύπτουμε τις ιδιότητες αυτές στον άλλο. Και στην πραγματικότητα, αυτός ή αυτή δεν τις έχει, αυτό είναι το πρόβλημα. Είμαστε στο φαντασιακό επίπεδο, μέσα στην αυταπάτη και στην αρχή, είναι υπέροχα να πιστεύεις ότι ο άλλος έχει κάτι που σου λείπει. Μετά, κάποια στιγμή καταλαβαίνουμε ότι ο άλλος δεν είναι καθόλου έτσι, ότι είναι αυτός που είναι, κι ότι δεν είναι έτσι όπως είχαμε θελήσει να τον φαντασιωθούμε. Εξ ου και η απομάγευση, εξ’ου και ο πόνος, εξ ου και η δυσκολία να είσαι ζευγάρι, η δυσκολία να συνεχίζεις να αγαπάς. Γιατί είναι δύσκολο να συνεχίζεις να αγαπάς κάποιον που σε έχει όντως απογοητεύσει.
Ρ.Ντ: Η οπτική σας για τον έρωτα είναι υπερβολικά απαισιόδοξη, θα είμαστε πάντα απογοητευμένοι στον έρωτα…
D.L: Δεν είναι απαισιόδοξη, είναι ρεαλιστική. Αυτό δεν εμποδίζει να είναι η αγάπη όμορφη και γι’ αυτό όλοι θέλουμε να γνωρίσουμε την αγάπη, το μεγάλο έρωτα. Είναι γιατί αυτό μας δίνει την εντύπωση ότι είμαστε πλήρως ευτυχισμένοι και ευχαριστημένοι, αφού ο άλλος έρχεται ακριβώς να γεμίσει τη στιγμή αυτή τα κενά μας.
Αλλά θέλω να ξαναγυρίσω στην πρώτη σας ερώτηση- τι θέλει ένας άνδρας; Είναι σχεδόν πιο απλό, αυτό που θέλει, είναι -να αγαπήσει μια γυναίκα κι έπειτα- να οδηγήσει την επιθυμία της, δηλαδή – να έχει μια ερωτική και σεξουαλική σχέση με τη γυναίκα που επιθυμεί, θέλει να είναι με αυτή τη γυναίκα, θέλει να την απολαύσει, να νιώσει σεξουαλική ευχαρίστηση από αυτήν. Ενώ για τη γυναίκα είναι πιο περίπλοκο, πιο δύσκολο. Γιατί για να έχει τη γυναικεία της ικανοποίηση, πρέπει αυτή να νιώθει ότι αγαπιέται πραγματικά. Το ξαναδιαβάζω αυτό στην ανατομία, μια γυναίκα έχει τα αναπαραγωγικά της όργανα περισσότερο εσωτερικά παρά εξωτερικά (σε αντίθεση με τον άνδρα) και εξαιτίας αυτού έχει ανάγκη από ένα κλίμα συναισθηματικής ασφάλειας, να γνωρίζει περισσότερα για τα συναισθήματα του άνδρα. Κλασσικά λέμε επίσης ότι ένας άνδρας θα πει ότι αγαπάει για να έχει σεξουαλικότητα και μια γυναίκα θα προσφέρει τη σεξουαλικότητα για να αγαπηθεί, για να έχει λίγη αγάπη ως αντάλλαγμα. Άρα, αυτά κάπου συναντώνται, αλλά δεν είναι εντελώς συμμετρικά – ο άνδρας και η γυναίκα δεν περιμένουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Και για παράδειγμα, μια γυναίκα θα της είναι πολύ δύσκολο να κάνει έρωτα με έναν άνδρα που δεν αγαπά, ενώ ένας άνδρας το διαχωρίζει πιο εύκολα, του είναι πιο εύκολο να κοπεί στα δύο ώστε να θέλει να έχει σεξουαλικές σχέσεις με μια γυναίκα που δεν αγαπά, που την επιθυμεί αλλά δεν αγαπά.
Ρ.Ντ: Πιστεύετε πως ο έρωτας έρχεται κεραυνοβόλα; Σε ένα ποίημα, ο Jacques Prévert λέει:
Ο έρωτας όπως εγώ φεύγει ταξίδι
μια μέρα θα τον ξανασυναντήσω
Μόλις που θα δω το πρόσωπο του
αμέσως θα τον αναγνωρίσω
D.L: Καταρχήν, υπάρχει ένα πράγμα πολύ ξεχωριστό που είναι ο κεραυνοβόλος έρωτας. Σε πολλές γλώσσες (στα αγγλικά, στα γερμανικά, στα ισπανικά, στα βουλγαρικά επίσης) λέμε «έρωτας με την πρώτη ματιά», στα γαλλικά λέμε «κεραυνοβόλος έρωτας». Πρόκειται για ένα γεγονός πολύ ιδιαίτερο που δεν το ζουν όλοι οι άνθρωποι. Δεν ξέρουμε γιατί. Εγώ έχω κάποιες ιδέες. Ο κεραυνοβόλος έρωτας είναι αμοιβαίος, συμβαίνει όταν δυο άνθρωποι συναντώνται και κοιτάζονται και μαγεύονται τελείως ο ένας από τον άλλο. Έχω μια ιδέα γι’ αυτό: σκέφτομαι πωςείναι ένας τρόπος να επιστρέψουν στην παιδική κατάσταση ταυτόχρονα. Αυτό ανταποκρίνεται εντελώς στην αγάπη, στον τρόπο με τον οποίο κοιτάζονται τα μωρά και οι μαμάδες- κοιτάζονται πολύ κοντά, κάνουν αστεία οι δυο τους, ελκύονται και γοητεύονται όπως μας γοητεύει μια εικόνα. Και στον κεραυνοβόλο έρωτα ξαναβρίσκουμε αυτή τη γοητεία, αλλά τότε γοητευόμαστε πάλι από μια εικόνα και όχι από μια πραγματικότητα, γιατί ερωτευόμαστε με την πρώτη ματιά χωρίς να γνωρίζουμε τον άλλο. Και είναι ένας πολύ ιδιαίτερος τρόπος για να ερωτευτεί κανείς. Υπάρχει ένα τραγούδι του Φρανκ Σινάτρα που γνωρίζει όλος ο κόσμος – «Strangers in the night». Σε αυτήν την ιστορία, δυο άγνωστοι συναντώνται μέσα στη νύχτα και ερωτεύονται για πάντα. Και στο τέλος του τραγουδιού, ο Σινάτρα λέει κάτι που γνωρίζουν όλοι οι άνθρωποι σε όλες τις γλώσσες. Που είναι: «ντου- μπι- ντου- μπι- ντου, ντα- ντα- ντα- ντα- ντα». Και αναρωτήθηκα: «τι είναι αυτό; γιατί το χρησιμοποίησε;». Δεν είναι αγγλικά, είναι απλά λέξεις που δε λένε τίποτα, αλλά που θυμίζουν αυτό που κάνουν τα μωρά, κάνουν : «ντα- ντα- ντα», «μπα- μπα- μπα», «ντου- ντου- ντου». Για μένα είναι μια απεικόνιση αυτού που λέω: παραμένουμε ενήλικες κατά ένα μέρος, κατά ένα άλλο μέρος, για αυτό που αφορά την αγάπη τέλος πάντων, ξαναπέφτουμε εντελώς στην παιδική κατάσταση, ξαναγινόμαστε μωρά κι ερωτευόμαστε και γοητευόμαστε πραγματικά από τον άλλο, από τη μητέρα.
Ρ.Ντ: Και λοιπόν – ο έρωτας είναι πάθος;
D.L: Ο έρωτας δεν είναι ούτε πάθος. Η ετυμολογική ρίζα της λέξης (amour) προέρχεται από τα λατινικά και συνδέεται με τον πόνο. Ερωτευόμαστε πολύ, πολύ δυνατά, αλλά ταυτόχρονα υποφέρουμε. Θέλουμε όλο και περισσότερη αγάπη και δεν την αποκτούμε. Κι έπειτα δεν είμαστε ευτυχισμένοι, γιατί δεν έχουμε αγαπηθεί αρκετά, όπως θα θέλαμε. Είναι ο παράφορος έρωτας που είναι πολύ όμορφος και δυνατός, αλλά σημαίνει να είσαι ερωτευμένος με τρόπο υπερβολικό. Και είναι πολύ όμορφο συναίσθημα, αλλά γενικά δεν διαρκεί πολύ. Κι έπειτα, υπάρχει το «είμαι κανονικά ερωτευμένος» – αυτό που περιγράψαμε ως τώρα και που είναι ευχάριστο. Γνωρίζοντας ότι ν’ αγαπάς είναι η ύπαρξη μιας ερωτικής σχέσης. Στην αρχή είμαστε πολύ ερωτευμένοι, καμιά φορά παθιασμένα ερωτευμένοι -όχι πάντα- και στη συνέχεια, μετά από κάποιο διάστημα, κάποιους μήνες, κάποια χρόνια, αυτό κατευνάζεται κάπως. Είτε σταματάει γιατί τελείωσε, είτε αυτό το συναίσθημα μεταμορφώνεται σε ένα συναίσθημα πολύ πιο ήρεμο και που μας κάνει να υποφέρουμε λιγότερο και πρόκειται για την αγάπη. Αγαπάμε. Απλά.
Ρ.Ντ: Στα άρθρα σας αναφέρεστε συχνά στην ευγενή αγάπη. Είναι κρίμα κατά τη γνώμη μου που ιστορικά οι Βούλγαροι άνδρες δε είχαν αυτήν την εμπειρία…
D.L: Είναι καταπληκτικό για μια γυναίκα να έχει αγαπηθεί με ευγενικό τρόπο. Το συνάντησα αυτό στους εφήβους, αλλά για τον εξής λόγο: έχουν ανάγκη να περάσουν από στάδια, να έχουν χρόνο, πριν να συναντήσουν αληθινά μια γυναίκα, πριν να την πλησιάσουν, να την αγγίξουν φυσικά, να την φιλήσουν, και μετά να κάνουν έρωτα – χρειάζονται στάδια έτσι, χρειάζονται χρόνο. Γιατί; Γιατί τους φοβίζει. Τα νεαρά κορίτσια φοβούνται επίσης. Αλλά οι νέοι άνδρες πράγματι έχουν στην περίπτωση αυτή ανάγκη από απόσταση, από ποίηση, από τραγούδια. Ο ευγενής έρωτας ήταν η αγάπη, η ποίηση, η μουσική. Ήταν ποιήματα τραγουδισμένα ταυτόχρονα, αυτό μπορούσε να διαρκέσει πολύ καιρό και ήταν κωδικοποιημένο σε στάδια. Δεν γνωρίζω πως είναι οι άνδρες στη Βουλγαρία, αλλά οι άνδρες είναι παντού οι ίδιοι. Οι άνδρες έχουν δύο ρεύματα- το ερωτικό ρεύμα και το σεξουαλικό ρεύμα – αλλά όπως έλεγα, είναι πολύ πιο επείγον για τον άνδρα να καταπραΰνει την σεξουαλική του ένταση, δηλαδή όταν έχει επιθυμία για μια γυναίκα θα κάνει όλα όσα μπορεί για να αποκτήσει αυτό που θέλει από εκείνη- να έχει μια σεξουαλική σχέση μαζί της, να πάρει ευχαρίστηση από αυτή. Ενώ οι γυναίκες μπορεί να διαφέρουν. Οι άνδρες στη Δυτική Ευρώπη, ναι, μπορεί να είναι περιποιητικοί, να προσφέρουν λουλούδια, αλλά το να γράφουν ποιήματα είναι σπάνιο. Μόνο οι ποιητές το κάνουν αυτό, οι ποιητές και οι έφηβοι. Αλλά εγώ έχω δει αρκετούς ενήλικες σε όλες τις ηλικίες -στα 40, 50 ακόμη και 60 χρόνια- να ερωτεύονται ξανά μια γυναίκα και σε εκείνη τη φάση μοιάζουν λίγο στους εφήβους, γράφουν ποιήματα, φαντασιώνονται τόσα πράγματα για τη γυναίκα που αγαπούν και πλησιάζουν λιγάκι την ευγενή αγάπη. Αλλά η ευγενής αγάπη ξεχάστηκε στον 12ο- 13ο αιώνα, κυρίως στη Γαλλία και την Ισπανία. Έχω συζητήσει γι’ αυτό το θέμα με Άραβες συναδέλφους οι οποίοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει κάτι αντίστοιχο στις χώρες της Β. Αφρικής στο επίπεδο της ποίησης, ακριβώς λίγο πριν, κατά το 10ο αιώνα.
Ρ.Ντ: Από εκεί ίσως προέρχεται το ρητό «Η γυναίκα αγαπά με τα αυτιά, ο άνδρας με τα μάτια».
D.L: Όχι, διότι και στις γυναίκες αρέσει να τις κοιτάζουν. Τους αρέσει πολύ να τους μιλάμε: «πες μου ότι μ’ αγαπάς, πες μου λόγια αγάπης«. Η γυναίκα είναι: «πες μου πως μ’ αγαπάς». Αλλά τους αρέσουν επίσης τα βλέμματα που τους αποθέτουν οι άνδρες, η προσοχή με την οποία παρατηρούν ότι είναι όμορφες, ελκυστικές, θελκτικές…
Αλλά όπως σας έλεγα, ο έρωτας είναι μια ιστορία φαντασιωσική, δηλαδή ερωτευόμαστε μια εικόνα, την εικόνα του άλλου, όχι αυτό που είναι ο άλλος, αλλά αυτό που φανταζόμαστε ότι είναι. Αυτό είναι το δράμα του έρωτα. Μιλάτε για ποιητές αλλά είναι ο Αραγκόν που έλεγε, επίσης: «Δεν υπάρχει ευτυχισμένος έρωτας». Και τελικά είναι αλήθεια, γιατί πάντοτε τελειώνει άσχημα, οι ερωτικές ιστορίες, δεν τελειώνουν όπως τέλος πάντων θα θέλαμε.
Ρ.Ντ: Ναι, με χωρισμό, ή με γάμο…
D.L: Ναι, ή με αυτό το γνωστό συναίσθημα που ανακάλεσα: την αγάπη. Όχι το πάθος, όχι το ερωτικό συναίσθημα, αλλά την αγάπη που είναι πιο ήρεμη, η οποία μπορεί να ευχαριστεί ταυτόχρονα. Κατά τη γνώμη μου συνιστά τον καλύτερο τρόπο να τελειώσει μια ερωτική σχέση. Να ερωτεύεσαι μέσα στην αγάπη. Μια αγάπη λογική, ήρεμη, λιγότερο βίαιη, λιγότερο υπερβολική, η οποία όμως επιτρέπει σε δυο ανθρώπους να συνεχίζουν να έχουν οικειότητα, να ζουν μαζί, ενδεχομένως να αποκτήσουν παιδιά, γιατί όχι;
Ρ.Ντ: «Ο έρωτας» (l‘ amour) και «ο θάνατος» (la mort) -δυο λέξεις σχεδόν ομόηχες στα γαλλικά…
D.L: Ναι, στα γαλλικά γίνονται λογοπαίγνια με αυτές τις λέξεις. Είναι αλήθεια ότι ο έρωτας παραπέμπει στο θάνατο. Στα γαλλικά υπάρχει μια έκφραση – όταν έχουμε μια ερωτική επαφή και έχουμε οργασμό, μια κάποια στιγμή κατά την οποία χανόμαστε ανάμεσα σε δυο επίπεδα, είμαστε κουρασμένοι, αλλά αισθανόμαστε όμορφα, το αποκαλούμε αυτό «μικρό θάνατο». Και υπάρχει μεγάλη σχέση ανάμεσα στον έρωτα και το θάνατο: είναι ότι ενδεχομένως ο έρωτας επίσης συνιστά μια προσέγγιση του θανάτου, με την έννοια ότι αντιλαμβανόμαστε πως αν και έχουμε την ψευδαίσθηση να είμαστε δυο, είμαστε αποφασιστικά μόνοι. Και αυτό συναντά το γεγονός ότι όταν πεθαίνουμε είμαστε μόνοι, πάντοτε, ακόμα κι αν είμαστε περιτριγυρισμένοι από άλλους στις καλύτερες των περιπτώσεων, είμαστε μόνοι στο θάνατο. Αυτό δείχνει τα όρια της ύπαρξής μας, τα όρια του τι μπορούμε να περιμένουμε από τη ζωή.
Ρ.Ντ: Και ποια είναι η σημασία που αποδίδετε στο βλέμμα του πατέρα ώστε να το τοποθετείτε στον τίτλο του βιβλίου σας;
D.L: Μια γυναίκα δεν κατασκευάζεται μέσα σε μια μέρα. Η θηλυκότητα μεταδίδεται από τη γυναίκα καταρχήν, δηλαδή από τη μητέρα, σ’ αυτήν θέλει να μοιάσει το κορίτσι συνειδητά ή ασυνείδητα, με αυτήν θέλει να ταυτιστεί. Αλλά για να ανθίσει, ένα κορίτσι χρειάζεται τον πατέρα του, να αγαπηθεί μέσα στο βλέμμα του πατέρα του. Η εφηβεία είναι μια ιδιαίτερη φάση για τη νεαρή κοπέλα, γιατί στην εφηβεία αυτό που έχει σημασία για εκείνη είναι να μπορέσει να αναγνωρίσει ο πατέρας ότι έγινε γυναίκα. Και ο πατέρας έχει, χοντρικά, δυο- τρεις πιθανές στάσεις: είτε δεν βλέπει, κάνει ότι δεν βλέπει ότι η κόρη του έγινε γυναίκα, δεν την αναγνωρίζει ως τέτοια, κάτι που είναι δραματικό για το κορίτσι. Είτε αντίθετα, την αναγνωρίζει, της αναγνωρίζει πολλά πράγματα, έχει ένα βλέμμα σχεδόν επιθυμίας για την κόρη του, κι εκεί συναντάμε φαντασιωτικά την αιμομιξία, είναι σοβαρό για το κορίτσι να το συναισθανθεί αυτό. Είτε έχει μια ενδιάμεση θέση η οποία θα ήταν ιδανική, ένα βλέμμα που λέει: «βλέπω ότι έγινες μια νεαρή κοπέλα, μια νέα γυναίκα και σε αναγνωρίζω, μπορείς να αρέσεις και θα αρέσεις και θα βρεις μια μέρα ένα αγόρι ή έναν άνδρα που θα σου αρέσει και με τον οποίο θα έχεις μια όμορφη ιστορία, αλλά αυτός όπως και να ‘χει δε θα είμαι εγώ, θα είναι ένας άλλος άνδρας». Ο πατέρας της δίνει ένα διαβατήριο για τη γυναικεία θέση.Και αυτό παρέχει μεγάλη εμπιστοσύνη στη νεαρή κοπέλα η οποία ανακαλύπτει ότι μπορεί να στηριχτεί σε αυτήν την εμπιστοσύνη, έχοντας μέσα της γαλήνη θα μπορέσει να πάει προς τον άλλο.
Είναι αλήθεια, πράγματι, σχετικά με τις μετέπειτα ερωτικές επιλογές των γυναικών, θα επιλέξουν κάποιον σε αναφορά με την πατρική φιγούρα, θετικά ή αρνητικά. Είτε κάποιον που του μοιάζει (όχι αναγκαστικά στην εξωτερική εμφάνιση, αλλά κάποιον που έχει το ίδιο πνευματικό γούστο, ή στον τρόπο ζωής του, ή που έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που είναι μέρος της προσωπικότητάς του, κτλ). Είτε αντιθέτως κάποιον εντελώς διαφορετικό. Υπάρχουν υπερβολικές περιπτώσεις, σε σημείο που μια γυναίκα να βρίσκει έναν άνδρα από διαφορετική χώρα, κουλτούρα, και μάλιστα με διαφορετικό χρώμα, μόνο και μόνο για να είναι σίγουρη πως δεν θα ξαναπέσει πάνω στον πατέρα της. Τόσο μακριά από τον πατέρα που κυρίως δεν του μοιάζει. Και υπάρχουν άλλες γυναίκες που αναζητούν με επαναληπτικό τρόπο να βρουν έναν πατέρα, μέσω των ανδρών τον δικό τους πατέρα, κάτι που δε μπορεί παρά να αποτύχει γιατί στην ουσία έχουν κρατήσει μια εικόνα τελείως εξιδανικευμένη για τον πατέρα τους, δεν τον έχουν αποκαθηλώσει από το βάθρο της παιδικής ηλικίας. Δεν μπορούν παρά να απογοητεύονται από έναν άνδρα, αφού όπως και να ‘χει δε θα μπορέσει ποτέ να φτάσει το επίπεδο στο οποίο εκείνες έχουν τοποθετήσει τον πατέρα τους.
Και η ψυχική δουλειά που κάθε γυναίκα πρέπει να κάνει κατά τη διάρκεια της εφηβείας ειδικότερα, είναι να επανατοποθετήσει τους γονείς στη θέση τους, δηλαδή να γίνει ο πατέρας ένας άνδρας όπως οι άλλοι, όχι ο φοβερός, παντοδύναμος πατέρας που τα ξέρει όλα. Ώστε να μπορέσει, στη συνέχεια, να στραφεί προς τους άνδρες και να τους αγαπήσει «κανονικά».
Περίληψη
- Κάθε αγάπη παραπέμπει στον πρωταρχικό δεσμό μητέρας -παιδιού.
- Στη γυναίκα αρέσει να αγαπιέται από έναν άνδρα. Στον άνδρα αρέσει να αγαπάει μια γυναίκα.
- Στην αγάπη ο Άλλος έρχεται να συμπληρώσει τις ελλείψεις μας.
- Ο κεραυνοβόλος έρωτας αποτελεί έναν τρόπο κατά τον οποίο δυο άνθρωποι επιστρέφουν στην παιδική ηλικία την ίδια στιγμή.
- Ο καλύτερος τρόπος να τελειώσει μια ερωτική σχέση είναι με μια αγάπη λογική, ήσυχη, λιγότερο βίαιη, λιγότερο υπερβολική η οποία όμως επιτρέπει στους δυο να έχουν οικειότητα, να ζουν μαζί.
- Στην αγάπη και στο θάνατο είμαστε αποφασιστικά μόνοι.
- Οι γυναίκες επιλέγουν το αντικείμενο της αγάπης σε συνάρτηση με την πατρική φιγούρα- θετικά ή αρνητικά.
- Για να ανθίσει, η θηλυκότητα χρειάζεται ένα βλέμμα αγάπης από τον πατέρα.