Ο Λεωνίδας Καβάκος είναι ο πρώτος Έλληνας μετά τον Δ. Μητρόπουλο που διευθύνει τη Φιλαρμονική της Ν. Υόρκης
Τη μεσσηνιακή πρωτεύουσα επέλεξε ο Λεωνίδας Καβάκος ως εφαλτήριο για το νέο του άλμα στην κατάκτηση του παγκόσμιου μουσικού στερεώματος, δηλαδή την καθιέρωσή του, εκτός από βιολονίστα, και ως διευθυντή ορχήστρας, συμπράττοντας με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στο Μέγαρο Χορού Καλαμάτας, την Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016.
Εξάλλου, την Πέμπτη 20 Οκτωβρίου, εμφανίστηκε με διπλή ιδιότητα με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης, της οποίας είναι artist in residence για την καλλιτεχνική περίοδο 2016-2017. Με απόσταση πάνω από μισόν αιώνα, είναι ο πρώτος Ελληνας που διευθύνει την ορχήστρα μετά τον Δημήτρη Μητρόπουλο.
Η βραδιά ξεκίνησε με το Κοντσέρτο για δύο βιολιά του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, με συμπρωταγωνιστή τον Ρόμαν Σίμοβιτς, εξάρχοντα της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου. Η συνακρόαση δύο κορυφαίων δεξιοτεχνών, που αμφότεροι παίζουν σε όργανα Στραντιβάρι, ήταν οπωσδήποτε μια σπουδαία εμπειρία, αλλά με την προσοχή του Λεωνίδα Καβάκου στραμμένη στην ερμηνεία του δικού του μέρους, η ορχήστρα είχε κάποια ατυχήματα στον συγχρονισμό. Και παρά τον περιορισμό της σε δεκαοκτώ έγχορδα, ο ήχος παρέμενε βαρύς, ενώ άνευρη ήταν και η σχεδόν προσχηματική πραγμάτωση του κοντίνουο από το τσέμπαλο.
Το ενδιαφέρον κορυφώθηκε άμεσα στο δεύτερο έργο της βραδιάς, τη Συμφωνία αρ. 36 σε ντο μείζονα του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, επονομαζόμενη «του Λιντς». Η πολύ προσεγμένη φραστική και δυναμική ανέδειξαν με ανάγλυφη πλαστικότητα και ζωντάνια την περιπετειώδη διαλεκτική των μουσικών θεμάτων, που αποτελεί την πεμπτουσία της κλασικής φόρμας σονάτας. Στο αντάντε, ο αρχιμουσικός χωρίς βιασύνη αλλά και χωρίς χαλάρωση εκμαίευσε από την ορχήστρα ένα καλειδοσκόπιο διαθέσεων και, αν το μενουέτο θα μπορούσε να είναι πιο ανάλαφρο, το γοργό τελευταίο μέρος είχε ευπρόσδεκτη εγρήγορση και δυναμισμό.
Ως αρχιμουσικός ο Καβάκος μοιάζει με χορευτή που ακροβατεί στα περιορισμένα όρια του ποδιού. Διηύθυνε χωρίς παρτιτούρα και χωρίς μπαγκέτα. Παρακολουθώντας τα χέρια, που διατηρούν πάντοτε το σπάσιμο στον καρπό, αναρωτιέται κανείς αρχικά πώς ακριβώς καταφέρνει να τον παρακολουθεί η ορχήστρα, η οποία πάντως είναι συγχρονισμένη. Σιγά σιγά αποκωδικοποιεί κανείς τις κινήσεις, κυρίως ερμηνευτικές οδηγίες.
Φαίνεται να διευθύνει με την κίνηση όλου του σώματος, του κεφαλιού, με το βλέμμα, ακόμα και με το χαμόγελο που μοιάζει να του έρχεται μόνο σε αυτές τις στιγμές μουσικής ευδαιμονίας.
Μετά το διάλειμμα ακούσαμε τη δεύτερη Συμφωνία, επίσης σε ντο μείζονα, του Ρόμπερτ Σούμαν, σε μια ερμηνεία που αποδέσμευσε σπάνιο ρομαντικό πάθος και έναν εξαιρετικό παλμό και δυναμισμό. Οπως και στον Μότσαρτ, η ορχήστρα παρακολούθησε τον αρχιμουσικό με προσοχή και αφοσίωση. Ο ήχος στη στεγνή ακουστική της αίθουσας δεν ήταν ιδιαίτερα γοητευτικός, αλλά η μουσική ήταν σωστή και η συνολική παρουσία της ορχήστρας τέτοια που θα επιθυμούσε κανείς να χαρακτηρίζει κάθε της συναυλία.
Παρά τη μακροχρόνια εμπειρία του στη διεύθυνση ορχήστρας, ο Λεωνίδας Καβάκος ακόμα δεν φαίνεται εντελώς κατασταλαγμένος σε αυτόν τον τομέα. Διαθέτει όμως σημαντικές ποιότητες: βαθιά γνώση της παρτιτούρας, ικανότητα να κινητοποιεί την ορχήστρα και αυτό που φαίνεται να λείπει όλο και περισσότερο από τις κλινικές και αποστειρωμένες προσεγγίσεις πολλών σύγχρονων αρχιμουσικών, ειλικρινές και μεταδοτικό πάθος για τη μουσική.
Απολαύστε τον Λεωνίδα Καβάκο στο βίντεο που ακολουθεί: