Ο «Μαύρος Καβαλάρης» Νικόλαος Πλαστήρας που αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην Ελλάδα
Ο άξιος της πατρίδας στρατηγός και πολιτικός που πρωταγωνίστησε στα τεκταινόμενα για μισό αιώνα
Η νεοελληνική ιστορία στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα οι κρίσιμες περίοδοί της σφραγίστηκαν από τα πεπραγμένα του ηρωικού στρατιωτικού Πλαστήρα, που έμελλε να μείνει γνωστός με το τιμητικό προσωνύμιο «Μαύρος Καβαλάρης», που ήρθε να περιγράψει τόσο τα ανδραγαθήματά του στο πεδίο της μάχης όσο και το μελαμψό παρουσιαστικό του.
Τσεκουράτος στρατηγός και αδέκαστος πολιτικός, ο σταθερά προσκολλημένος στα δημοκρατικά ιδεώδη Πλαστήρας κόσμησε με την παρουσία και τα χρονικά του την πολιτική μας ιστορία και λειτούργησε ως εχέγγυο για πολλά και τραγικά γεγονότα, κάνοντας τους ιστορικούς να ισχυριστούν ότι η πατρίδα του χρωστά πολλά.
Ο δαφνοστεφανωμένος και μπαρουτοκαπνισμένος «Μαύρος Καβαλάρης» του μικρασιατικού μετώπου εμφανίστηκε στον πολιτικό βίο τον Ιανουάριο του 1945, όταν με προτροπή των Άγγλων διορίστηκε (από τον αντιβασιλέα Δαμασκηνό) πρωθυπουργός της χώρας. Μοναδικός στόχος στη βραχύβια πρώτη του θητεία θα ήταν ένας και μόνον ένας: η αποτροπή του εμφυλίου πολέμου και η ειρηνική συμφιλίωση.
Καθοριστική υπήρξε και η συμβολή του στον τερματισμό της εθνικής τραγωδίας που γράφτηκε με τα Δεκεμβριανά (1944), την ίδια στιγμή που ήταν και από τους πρωτεργάτες της Συμφωνίας της Βάρκιζας, η οποία οδήγησε σε αφοπλισμό των κομμουνιστών και άνοιξε τον δρόμο για τις εκλογές του 1946.
Ως άνθρωπος βαθύτατα δημοκρατικός, ο Πλαστήρας ήταν περισσότερο στρατιωτικός παρά πολιτικός. Κι αν γνώριζε εξαιρετικά την τέχνη των στρατιωτικών ελιγμών, αγνοούσε παντελώς τους σκιώδεις πολιτικούς χειρισμούς και τις μοχλεύσεις του παρασκηνίου, που θα τον αναγκάσουν σε λάθη, υπαναχωρήσεις και παραιτήσεις.
Όποια κι αν είναι όμως η ιστορική ετυμηγορία για τα πολιτικά του πεπραγμένα, το γεγονός παραμένει ότι ο Πλαστήρας ήταν μια από τις ισχυρότερες πολιτικές φυσιογνωμίες του τόπου και η απώλειά του το 1953 λογίστηκε γεγονός κομβικής σημασίας, δρομολογώντας σημαντικές εξελίξεις στην ελληνική πολιτική σκηνή και ιδιαιτέρως στον ευρύτερο χώρο του Κέντρου.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα το 1944 ύστερα από την πολυετή εξορία του για το αποτυχημένο πραξικόπημα του 1933 (εξορία που θα του στερήσει τη δυνατότητα να πολεμήσει στον Β’ Παγκόσμιο), λειτούργησε ως εγγυητής της σταθερότητας στα αιματηρά Δεκεμβριανά, καθώς ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να συμβάλει ενεργά στη συμφιλίωση. Ο πάντα πατριώτης Πλαστήρας διέθετε μεγάλη επιρροή στα σώματα ασφαλείας αλλά και τις προσφυγικές συνοικίες και προσπάθησε λυσσαλέα να σταματήσει τον εθνικό σπαραγμό, ενώ αργότερα, πριν από τις εκλογές του 1950, ήταν ο πρώτος πολιτικός που ανέλαβε την πρωτοβουλία για ανασύνταξη των κεντρώων πολιτικών δυνάμεων.
Ο γεφυροποιός μεταξύ Αριστεράς και αστικών δυνάμεων πέθανε πάμφτωχος σε ένα δυάρι πάνω σε ένα ράντζο, καθώς αρνιόταν να αποδεχθεί λεφτά και συντάξεις όσο η Ελλάδα στέναζε από τη φτώχεια και την ανέχεια. Μέχρι και κρεβάτι αρνήθηκε να του φέρουν, λέγοντας περίφημα: «Τόσοι άνθρωποι μένουν σε παράγκες, εγώ θα έχω κρεβάτι;».
Η ανιδιοτέλεια της προσφοράς του στα κοινά, ο πατριωτισμός και τα δημοκρατικά του ιδεώδη παραμένουν φάροι στο εσωτερικό τοπίο, όσο κι αν οι ακραίες πολιτικές συνθήκες οδήγησαν τον φωτισμένο αυτό πατριώτη με την πραγματικά τεράστια προσφορά στον τόπο σε μεγάλα ατοπήματα. Ο Πλαστήρας ήταν εξάλλου ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων, της εμπλοκής της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο και της Μικρασιατικής Εκστρατείας και προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να κρατήσει όρθια την Ελλάδα μέσα στις πιο κρίσιμες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας της…
Πρώτα χρόνια
Ο Νικόλαος Πλαστήρας γεννιέται στις 4 Νοεμβρίου 1883 στο Βούνεσι (το σημερινό Μορφοβούνι) της Καρδίτσας ως γιος ενός ράφτη και της υφάντρας συζύγου του. Ο πόλεμος ήταν για το νεαρό αγόρι καθημερινότητα ήδη από τα μικράτα του, όταν η οικογένεια αναγκάστηκε να καταφύγει στα βουνά στις περιπέτειες του 1897. Παρά τις πολλές διακοπές και τα απρόοπτα, ο Πλαστήρας ολοκληρώνει το σχολείο στην Καρδίτσα και κατατάσσεται εθελοντικά στο στράτευμα το 1903.
Το 1907 θα πάρει μέρος ως νεαρός δεκανέας στον Μακεδονικό Αγώνα και θα εμπλακεί από την πρώτη στιγμή στην πολιτική, μέσω του «Συνδέσμου Υπαξιωματικών» που έψαχνε να εξυγιάνει τον Στρατό. Το 1909 θα πάρει μέρος στο λεγόμενο «Κίνημα στο Γουδί» που θα φέρει στην εξουσία τον Βενιζέλο και λίγο αργότερα (1912) θα αποφοιτήσει από τη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας ως ανθυπολοχαγός…
Πολεμικοί άθλοι και Μικρασιατική Εκστρατεία
Με τον βαθμό αυτό θα πολεμήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και θα διακριθεί ως θαρραλέος ήρωας, απ’ όπου θα πάρει και το προσωνύμιο «Μαύρος Καβαλάρης». Λόγω των «εξαίρετων πράξεών» του θα προαχθεί σε υπολοχαγό και λοχαγό κατόπιν, επαναλαμβάνοντας αργότερα τους πολεμικούς του άθλους στο Μακεδονικό Μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου, απ’ όπου ξεπήδησε ταγματάρχης και λίγο αργότερα θα πάρει τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη «επ’ ανδραγαθία», όντας τώρα διοικητής των δυνάμεων της Χίου.
Ο Παπάγος αναλαμβάνει το 1919 τη διοίκηση του Συντάγματος Ευζώνων στην εκστρατεία των δυνάμεων της Αντάντ κατά των Μπολσεβίκων στην Ουκρανία. Το εγχείρημα αποτυγχάνει και ο διοικητής καταφεύγει με τη δύναμή του στη Ρουμανία και από κει στέλνεται ως συνταγματάρχης πια στο Μικρασιατικό Μέτωπο και ειδικότερα στη Σμύρνη.
Παρά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, ο Πλαστήρας παρέμεινε σταθερά στο πλευρό του και ρίχνεται με τα μούτρα στον πόλεμο. Διακρίνεται και πάλι και τώρα γίνεται φόβητρο για τους Τούρκους, που τον ονομάζουν «Καρά-Πιπέρ» (μαύρο πιπέρι) και το σύνταγμά του «Σεϊτάν Ασκέρ» (στρατός του διαβόλου). Στρατιώτης μεταξύ ίσων, ο συνταγματάρχης φυλά σκοπιές το βράδυ για να ξεκουράζονται οι άντρες του και μετρά νέες δόξες, ιδιαίτερα κατά την τουρκική αντεπίθεση στο Σαγγάριο.
Παρά την ήττα των ελληνικών δυνάμεων, το δικό του σύνταγμα μετρά μικρές απώλειες και υποχωρεί από τις θέσεις του πάντα συντεταγμένα, μαζεύοντας στρατιώτες από διαλυμένες μονάδες αλλά και χιλιάδες πρόσφυγες που έπαιρναν τον δρόμο του ξεριζωμού. Η μεγάλη αγάπη που θα του είχε έκτοτε ο μικρασιατικός ελληνισμός έλκει από δω ακριβώς την καταγωγή του.
Η δράση του κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία ενίσχυσε τη φήμη του αγέρωχου συνταγματάρχη, ο οποίος κατέφτασε στον Τσεσμέ και μετά στη Χίο, σώζοντας χιλιάδες πρόσφυγες που τον ακολουθούσαν…
Ο στρατιωτικός γίνεται πολιτικός
Η Μικρασιατική Καταστροφή θα φέρει όπως ξέρουμε την εξέγερση του στρατού στη Χίο και τη Μυτιλήνη τον Σεπτέμβριο του 1922 και τη δημιουργία της λεγόμενης «Επαναστατικής Επιτροπής», υπό τους Πλαστήρα, Γονατά και Φωκά. Η τριανδρία αξιώνει την παράδοση της εξουσίας και αποκτά τον έλεγχο της κατάστασης, αν και το έργο της μόνο εύκολο δεν είναι.
Πρέπει να διαπραγματευτεί τους όρους της ήττας στην επικείμενη Διάσκεψη της Λωζάνης και να απαντήσει στο πιεστικό πρόβλημα της στέγασης των εκατοντάδων χιλιάδων Μικρασιατών, την ίδια ώρα που οφείλει να κατευνάσει το τραυματισμένο λαϊκό αίσθημα. Οι πρωταίτιοι της Εθνικής Συμφοράς προσάγονται στη «Δίκη των Εξ» και εκτελούνται στο Γουδί, σε μια αμφιλεγόμενη προσωπική απόφαση του Πλαστήρα, και ο Βενιζέλος καλείται εσπευσμένα από την εξορία, πάλι από τον ίδιο τον Πλαστήρα, ώστε να διαπραγματευτεί με την Τουρκία (1923).
Ο Πλαστήρας εμφορούνταν βεβαίως από σφοδρά δημοκρατικά αισθήματα και πίστευε πάντα ότι η θέση των στρατιωτικών ήταν στους στρατώνες και όχι στα πολιτικά αξιώματα, γι’ αυτό και οδήγησε τη χώρα σε εκλογές τον Δεκέμβριο του 1923. Όχι βέβαια προτού τακτοποιήσει το αγροτικό ζήτημα, μοιράζοντας τα τσιφλίκια στους ακτήμονες, και βρει τρόπο να περιθάλψει τους εκτοπισμένους έλληνες πρόσφυγες. Ο ίδιος παραιτήθηκε από τα στρατιωτικά του καθήκοντα και αποστρατεύτηκε ως «άξιος της πατρίδος» με τον τιμητικό βαθμό του αντιστράτηγου. Η νέα Βουλή οδήγησε στη Β’ (και αβασίλευτη) Ελληνική Δημοκρατία.
Ως πολίτης πια, ο Πλαστήρας δεν απασχόλησε την πολιτική ζωή του τόπου μεταξύ 1924-1933, εξαιρουμένης της απόπειρας ανατροπής του πρωθυπουργού Πάγκαλου το 1925, που θα καταλήξει στη σύλληψή του. Τώρα ζούσε στην Ιταλία και την Ευρώπη και δεν θα απασχολήσει τα κοινά μέχρι το 1933, όταν προσπάθησε εκ νέου να ανατρέψει την εκλεγμένη κυβέρνηση του Τσαλδάρη με το «Κίνημα Υπέρ του Βενιζέλου», αν και απέτυχε παταγωδώς. Για να αποφύγει τη σύλληψη, μετακομίζει στη Γαλλία, όπου και καταδικάζεται τελικά σε θάνατο για την εμπλοκή του στο επόμενο φιλοβενιζελικό κίνημα του Μαρτίου του 1935, αν και έλαβε τελικά χάρη λίγο αργότερα από τον βασιλιά Γεώργιο Β’.
Ο δικτάτορας Μεταξάς δεν τον θέλει με τίποτα στην Ελλάδα και ο πάντα δημοκράτης Πλαστήρας πρωτοστατεί στη δημιουργία αντιδικτατορικής κίνησης στο εξωτερικό (λειτουργεί ως πρόεδρος της Αντιδικτατορικής Επιτροπής). Τώρα προσπαθεί (αν και μάταια) να πείσει τη γαλλική κυβέρνηση να αναλάβει ενεργό ρόλο για την κατάλυση του στρατιωτικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.
Ο Πλαστήρας θα περάσει τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου εκτός Ελλάδας και κάλεσε μάλιστα κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου την ελληνική κυβέρνηση να συνθηκολογήσει με την Ιταλία. Η περίφημη επιστολή του (του 1941) έμελλε να του κοστίσει μελλοντικά, καθώς όταν δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελληνικό Αίμα» τον Απρίλιο του 1945, με τον Πλαστήρα πρωθυπουργό, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησής του (8 Απριλίου 1945). Πολλοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν προδότη τον μεγάλο αυτό ήρωα.
Μετά την Απελευθέρωση και τα αιματοβαμμένα «Δεκεμβριανά» του 1944, καλείται εκ νέου πίσω για να αναλάβει την κυβέρνηση ως πρόσωπο κοινής αποδοχής και διορίζεται τελικά πρωθυπουργός τον Ιανουάριο του 1945, δημιουργώντας μάλιστα μια πολυσυλλεκτική κυβέρνηση με όλες τις δυνάμεις του φάσματος (πλην των κομμουνιστών).
Ως εγγυητής της σταθερότητας, προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις να αποτρέψει τον Εμφύλιο Πόλεμο, έχει όμως να παλέψει τους Άγγλους που δεν τον θέλουν με τίποτα. Επί πρωθυπουργίας υπογράφεται ωστόσο η Συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος του 1945), αν και η δημοσίευση της προ πενταετίας επιστολής του για τη συνθηκολόγηση της χώρας μας στον πόλεμο κατά των Ιταλών και η θύελλα αντιδράσεων τον αναγκάζουν να παραιτηθεί (Απρίλιος του 1945).
Τώρα είναι εκτός πολιτικής σκηνής, αν και καταφέρεται τόσο κατά της Αριστεράς όσο και κατά της Δεξιάς για τον αδελφοκτόνο πόλεμο και είναι μάλιστα ο πρώτος πολιτικός που δεν μασάει τα λόγια του και μιλά ανοιχτά για «Εμφύλιο Πόλεμο» και εθνικό σπαραγμό. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου, ιδρύει τον Ιανουάριο του 1950 το δικό του κεντρώο κόμμα, την ΕΠΕΚ (Εθνική Προοδευτική Ένωσις Κέντρου), και συμμετέχει στον κυβερνητικό συνασπισμό του Απριλίου. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνησή του θα έχει ζωή μόλις τέσσερις μήνες (ως τον Αύγουστο του 1950), θα προλάβει να πάρει πολλά μέτρα που έψαχναν να αμβλύνουν το τεταμένο μετεμφυλιακό κλίμα, περιορίζοντας τις διώξεις των αριστερών.
Πρωταγωνιστής πια της πολιτικής ζωής, σχηματίζει εκ νέου κυβέρνηση συνασπισμού τον Νοέμβριο του 1951, που θα παραμείνει στη ζωή για έναν χρόνο (μέχρι τον Οκτώβριο του 1952), μια περίοδο που οι ιστορικοί θα χαρακτηρίσουν ως «Κεντρώο Διάλειμμα». Ο μετριοπαθής και δημοκράτης Πλαστήρας προσπάθησε να κάνει πολλά και διάφορα, αν και συναντούσε πάντα τόσο την αντίδραση των ανακτόρων και των φιλομοναρχικών δυνάμεων όσο και των δεξιών αστικών κομμάτων που συμμετείχαν στις κυβερνήσεις του.
Παρά ταύτα, εργάστηκε ενεργά για την εξάλειψη των εμφυλιακών συνεπειών στο έθνος αλλά και για την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση. Το προωθημένο για την εποχή πρόγραμμα εθνικοποιήσεων, έργων υποδομών, κοινωνικών παροχών, διανομής γης στους ακτήμονες και χορήγησης ψήφου στις γυναίκες ήταν πράγματι επαναστατικό. Ο Πλαστήρας ήθελε να προχωρήσει περαιτέρω την πολιτική της εθνικής συμφιλίωσης, μέσω της κατάργησης των στρατοδικείων, της απάλειψης των αντικομουνιστικών νόμων, της απελευθέρωσης των εκτοπισμένων και της κατάργησης ακόμα και της θανατικής ποινής, αν και το παλάτι που δεν συμφωνούσε με την πολιτική της συμφιλίωσης, δεν επέτρεψε τελικά να περάσει κανένα από τα δημοκρατικά μέτρα του Πλαστήρα.
Eπί των κυβερνήσεών του βέβαια η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ και στο κοινωνικό πεδίο επιδίωξε να εφαρμόσει μια πραγματικά πρωτοπόρα και επαναστατική κοινωνική πολιτική. Ο «Μαύρος Καβαλάρης» έκανε πολλά για να επουλώσει τις μετεμφυλιακές πληγές, αν και πέρασαν στα «ψιλά» της Ιστορίας. Παρά τη θέλησή του μάλιστα και τη διακηρυγμένη αντίθεσή του, επί πρωθυπουργίας του εκτελέστηκε το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, Νίκος Μπελογιάννης.
Ήδη βαριά άρρωστος, ο Πλαστήρας κατέρρευσε όταν έμαθε την είδηση και καταρρακώθηκε ακόμα περισσότερο από το σύνθημα της Αριστεράς «τι Παπάγος, τι Πλαστήρας», παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είχε απευθύνει έκκληση στο ΚΚΕ για συστράτευση. Ο ίδιος έχασε τις εκλογές του Ιουλίου του 1952, και πάλι με παρέμβαση εξωθεσμικών παραγόντων και ξένων δυνάμεων, από τον Παπάγο και το κόμμα του διασπάστηκε.
Καταβεβλημένος από αλλεπάλληλα καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια, ο Πλαστήρας δεν εκλέγεται καν βουλευτής! Είναι το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ενώ ακολουθεί κατά πόδας και το τέλος της ζωής του. Πάμφτωχος και παραγνωρισμένος, διαμένει σε ένα μικρό διαμερισματάκι στο Μετς και δεν θέλει ούτε τηλέφωνο ανάγκης: «Η Ελλάδα πεινάει κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;», έλεγε στις εκκλήσεις των δικών του. Στην ευρύτερη οικογένειά του είχε απαγορεύσει μάλιστα να χρησιμοποιούν το επίθετο Πλαστήρας για να μην τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης. Όταν ο άνεργος αδερφός του βρήκε τελικά δουλειά ως «Πλαστήρας», ο στρατηγός το έμαθε και αφού τον επέπληξε, του απαγόρευσε να αποδεχθεί τη θέση λέγοντάς του: «Αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου».
Ο πρωθυπουργός Πλαστήρας δεν απέκτησε ποτέ δικό του σπίτι, μιας και όταν οι καλοί του φίλοι κανόνισαν κάποτε ένα στεγαστικό δάνειο, εκείνος τους αντιγύρισε: «Με τι μούτρα ρε θα βγω στο δρόμο αν μαθευτεί πως εγώ πήρα δάνειο για σπίτι;». Κατάκοιτος πια από την κακή κατάσταση της υγείας του, δέχθηκε λίγο πριν πεθάνει στο φτωχό διαμερισματάκι του κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο την επίσκεψη της βασίλισσας Φρειδερίκης, η οποία τον ρώτησε γιατί κοιμόταν σε ράντζο και όχι σε κανονικό κρεβάτι: «Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, το ράντζο από το στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ», της απάντησε ο υπερήφανος Πλαστήρας.
Όταν έκλεισε τα μάτια του στις 26 Ιουλίου 1953 χτυπημένος από νέο βαρύτατο έμφραγμα, δεν άφησε πίσω του ακίνητα ή τραπεζικές καταθέσεις. Η κληρονομιά που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του ήταν 216 δρχ., ένα χαρτονόμισμα των 10 δολαρίων και μια λακωνική προφορική διαθήκη: «Όλα για την Ελλάδα!». Στα ατομικά του είδη βρέθηκε επίσης ένα χρεωστικό του Στρατού για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής και 8 δραχμές, με τη σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού ώστε να μην χρωστά στην πατρίδα!
Όσο για το νεκρικό του κοστούμι, του το αγόρασαν οι φίλοι του, αφού ο μισθός του πήγαινε πάντα σε άπορους και ορφανά. Στην κηδεία του παραβρέθηκε ο βασιλιάς, σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος αλλά και άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα, πράγμα ασυνήθιστο για την εποχή…