Ο φούρναρης της Κω που με την ανθρωπιά του έχει κάνει όλο τον κόσμο να μιλάει γι’ αυτόν!
“Η Ευρώπη που θέλω να ζω είναι αυτή του φούρναρη στην Κω”, είπε χθες ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ
Ο 76χρονος Διονύσης Αρβανιτάκης από την Κω είναι ο άνθρωπος στον οποίο αναφέρθηκε χθες στο Ευρωκοινοβούλιο ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, λέγοντας, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του για το προσφυγικό, ότι η Ευρώπη που θέλει να ζει είναι αυτή του φούρναρη στην Κω. “Αυτός ο άνθρωπος είναι Ευρώπη”, είχε πει ο Γιούνκερ. Παιδί και ο ίδιος της μετανάστευσης κατάγεται από τον Πύργο Ηλείας και ειχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Μικρός πουλούσε κουλούρια στα Πατήσια. Όταν επέστρεψε με κάποιο κομπόδεμα στην Ελλάδα πήγε στην Κω, πατρίδα της γυναίκας του και άνοιξε τον πρώτο φούρνο. Τώρα έχει επτά καταστήματα τα οποία διαχειρίζονται τα τέσσερα παιδιά του.
Ο κ. Αρβανιτάκης από τον Μάρτιο κάθε ημέρα μοιράζει δύο βανάκια ψωμί, κρουασάν και γλυκά στους πρόσφυγες που φτάνουν στο νησί από τα τουρκικά παράλια. Μιλώντας στο «Έθνος» λέει ότι το ίδιο κάνουν και άλλοι ιδιοκτήτες φούρνων στο νησί, αλλά και πολλοί εθελοντές που έχουν αγκαλιάσει όλους αυτούς που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν συγγενείς, πατρίδα και αγαπημένα χώματα για το ταξίδι της ελπίδας, της διαφυγής, της ζωής.
«Θυμάμαι, μικρό παιδί ήμουν ακόμη όταν αναγκάστηκα για ένα καλύτερο αύριο, να φύγω από τον τόπο μου -τον Πύργο Ηλείας- και να πάω μετανάστης στην Αυστραλία. Η ξενιτιά είναι δύσκολη. Έπιασα δουλειά ως ζαχαροπλάστης – αρτοποιός, αυτή την τέχνη γνώριζα και τα κατάφερα με πολύ κόπο και πολύ δουλειά. Εκεί γνώρισα τη γυναίκα μου, την Ευαγγελία και το 1970, όταν είχαμε κάνει ένα γερό κομπόδεμα, αποφασίσαμε να έρθουμε και να ζήσουμε στην Κω, στον τόπο καταγωγής της συζύγου, φτιάχνοντας τη δική μας επιχείρηση. Εδώ μένουν και οι τρεις μου γιοι με τις οικογένειες τους, εκτός από την κόρη μας που ζει στον Βόλο. Αυτή τη στιγμή έχουμε επτά καταστήματα στο νησί, αλλά τα έχουν αναλάβει τα παιδιά μου» λέει συγκινημένος στην εφημερίδα ο κ. Διονύσης.
Στην ερώτηση του δημοσιογράφου γιατί βοηθά τους πρόσφυγες απαντά: «Αυτά που βλέπουμε και ζούμε τόσους μήνες τώρα δεν μεταφέρονται εύκολα. Μικρά παιδιά από τη Συρία, το Αφγανιστάν πέφτουν κάτω και φωνάζουν ‘μαμ’. Μας δείχνουν με τα χεράκια τους το ψωμί. Δεν γνωρίζουν τη λέξη φαγητό. Ποιος άνθρωπος μπορεί να μείνει ασυγκίνητος όταν βλέπει ένα μικρό παιδί να τρώει χώμα; Πείτε μου… Χωρίς κανέναν δισταγμό, καμία δεύτερη σκέψη, είπα κάθε μέρα θα τους φτιάχνω ψωμί και με το βαν θα τους το πηγαίνω. Όποιος δεν έχει πεινάσει, δεν μπορεί να να μπει στη θέση αυτών των ανθρώπων. Πρόσφυγες… ‘Εμείς’ και ‘εκείνοι’ στο ίδιο νησί, βίοι παράλληλοι που συγκλίνουν στην έννοια άνθρωπος…»