Ποιος ήταν “Ο Γιάννης Ο Φονιάς” του Νίκου Γκάτσου; Ποίημα ή πραγματική ιστορία;
«Η σχέση μου με τον Γκάτσο μού διαμόρφωσε τον χαρακτήρα. Τον θεωρώ τον πιο σημαντικό άνθρωπο που γνώρισα στη ζωή μου, μετά τη μητέρα μου. Ο Γκάτσος μ’ έφτιαξε πνευματικά» Μάνος Χατζιδάκις
Όταν το φθινόπωρο του 1976 ο Μανώλης Μητσιάς μπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το τραγούδι «Ο Γιάννης ο φονιάς» είχε κατά νου -όπως ο ίδιος έχει πει- να το ερμηνεύσει σαν ένα βαρύ χασάπικο.
«Δεν κατάλαβες!… Συνωμοτικά θα το πεις», του ξέκοψε ο Χατζιδάκις, δίνοντας με αυτό τον τρόπο την πραγματική διάσταση στην ιστορία που αφηγούνταν ο Νίκος Γκάτσος μέσα από τους 21 στίχους του…
Ετοίμαζαν τον δίσκο «Αθανασία»… Έναν δισκο που αρχικά ο Χατζιδάκις, για δικούς του λόγους, δεν ήθελε να κυκλοφορήσει με τη δική του υπογραφή στη μουσική, αλλά με ψευδώνυμο! Ύστερα από ατέλειωτες συζητήσεις και μύρια όσα παρακάλια ο παραγωγός της «Κολούμπια» Γιώργος Μαρκάκης, καταφέρνει να τον μεταπείσει. Στο τέλος δέχεται να βάλει το όνομά του, υπό τον όρο ότι το ομότιτλο κομμάτι της συλλογής, την «Αθανασία» δηλαδή, θα την πει η Δήμητρα Γαλάνη… Όπερ και εγένετο…
Ο δίσκος βγήκε στα δισκοπωλεία τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς και περιείχε συνολικά 11 κομμάτια… Τα 10 με τη φωνή του Μανώλη Μητσιά, όλα σε στίχους- ποίημα του Νίκου Γκάτσου… Εκείνο που ξεχώρισε από την αρχή ήταν «Ο Γιάννης ο φονιάς» που έκτοτε άρχισε να τον περιβάλλει η αχλή του αστικού μύθου.
Ο στίχος λέει:
Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη.
Προχτές την Κυριακή μετά απ’ τη φυλακή επέρασ’ απ’ το σπίτι.
Του βγάλαμε γλυκό, του βγάλαμε και μέντα
μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα.
Μονάχα το Φροσί με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα.
Του φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά και βγήκε από τη σάλα.
Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει
κι ούτε ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη.
Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς με του καημού τ’ αγκάθι.
Θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη.
Ο Γκάτσος δεν μίλησε ποτέ δημόσια για το ποιος ήταν ο ήρωας του τραγουδιού αυτού. Δύο όμως είναι οι πιο πιθανές εκδοχές. Με την πρώτη να υποστηρίζει ότι σε ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας το 1950 και λίγο μετά από έναν φρικτό εμφύλιο που κατάπιε την Ελλάδα και ένα μεγάλο μέρος της ευαισθησίας και της τρυφερότητάς της, ο Γιάννης, ένα παιδί 15 χρονών, σκότωσε τη μάνα του και τον εραστή της.
Η δεύτερη εκδοχή, ίσως και η πιο πιθανή, την οποία διηγείται ο συγχωρεμένος ο Γιουργομέγγουλης, επιστήθιος φίλος του Λοΐζου, επικαλείται ότι του είπε ο Γκάτσος ότι ο Γιάννης ο φονιάς δεν σκότωσε ποτέ κανέναν. Ο αδελφός του Γιάννη, πατέρας τεσσάρων παιδιών, σκότωσε για λόγους τιμής έναν συγχωριανό του και ο Γιάννης, που ήταν αρραβωνιασμένος με το Φροσί, πήρε το φονικό απάνω του για να μην ορφανέψει η φαμίλια του αδερφού του και να έχουν καλύτερη φροντίδα οι γονείς του.
Οπωσδήποτε, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι δεν ισχύει τίποτα από τα παραπάνω και απλώς είναι μία μυθοπλασία του Γκάτσου.
Στο βιβλίο «Είναι αρρώστια τα τραγούδια» (Εκδόσεις Καστανιώτη 2002) ο Μάνος Ελευθερίου δίνει μια άλλη συναρπαστική εκδοχή:
Ο Γιάννης (ο φονιάς) της ζωής μας, του Νίκου Γκάτσου
[…] Όλα λέγονται τηλεγραφικώς αλλά με σπάνια κρυστάλλινη διαύγεια […] Η αρχή της ιστορίας είναι λαχανιαστική. Όλα πρέπει να ειπωθούν γρήγορα για να φτάσουμε στο σημείο της συνάντησης των ηρώων, δηλαδή στην κλασσική σκηνή που παραπέμπει στις περιλάλητες συναντήσεις και «αναγνωρίσεις» των ηρώων της αρχαίας τραγωδίας. Με μα διαφορά: εδώ δεν θα δοθεί η λυτρωτική λύση. Η τραγωδία έχει ήδη συντελεστεί για όλα τα πρόσωπα.
Εκείνοι που θα σηκώσουν στο εξής το βάρος των αναμνήσεων είναι ο φονιάς και το Φροσί, η γυναίκα-φάντασμα. Σ’ αυτό το κρίσιμο όμως σημείο της συνάντησης φονιά και συγγενών (του;) δε θα δοθεί καμία εξήγηση. […]ούτε ευθύνες θα ζητηθούν από κανέναν ούτε θα του δοθούν παράσημα. Το πιο σημαντικό: όλα θα γίνουν μέσα στην απόλυτη ΣΙΩΠΗ. […] Ήδη από την πρώτη κιόλας λέξη υπάρχει μετέωρο με την παρουσία του αλλά άφαντο το θύμα του φόνου. […] Πουθενά στο τραγούδι δεν γίνεται έστω και νύξη για το πώς βγήκε από τη φυλακή, αν πήρε χάρη, για παράδειγμα, ή εξέτισε ολόκληρη (πόση άραγε;) την ποινή του…
[…] Για να κάνει όμως αυτή την εσπευσμένη επίσκεψη στο μοιραίο σπίτι, σημαίνει ότι ο κύριος λόγος της πράξης του μόνο αυτό τούτο το σπίτι αφορούσε, πως για χάρη κάποιου και για την τιμή και την υπόληψη κάποιου απ’ αυτό το σπίτι έγινε το φονικό και πως ο φονιάς δεν είχε καμία αναστολή και καμία τύψη. Άραγε πόσο «συγγενής» ήταν με το Φροσί για να «θυμάται ξανά/φεγγάρια μακρινά» και μέχρι ποιο σημείο είχαν προχωρήσει οι σχέσεις τους, είτε συγγενικές είτε όχι. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
[…] Ο φόνος έγινε (με μαχαίρι άραγε ή με περίστροφο;) πιθανότατα για να ξεπλύνει μια βαριά προσβολή. Ίσως να σκότωσε κάποιον αντίπαλο-εκβιαστή ή μόνο εκβιαστή ή μόνο περαστικό εραστή που λάκισε ύπουλα και άνανδρα και δεν κράτησε το λόγο του – αυτά είναι λίγο παρατραβηγμένα, αλλά δεν έχω λόγους να τ ’αποκλείσω, όπως δεν αποκλείω, με κάθε επιφύλαξη, και το φόνο για πολιτικούς λόγους ή το φόνο με ταπεινά ελατήρια – δεν πήγαινε στην ψυχολογία του Γκάτσου κάτι τέτοιο, όπως δεν θ’ άντεχε τη «βεντέτα» ως δίκαιη παράδοση… […] Το Φροσί, έχει όλη τη συμπάθεια εκείνου που μας ιστορεί τα καθέκαστα και ο φονιάς όλο τον συγκρατημένο ανείπωτο θαυμασμό του.
[…] Η μόνη «πράξη» που συντελείται μετά τα κεράσματα του γλυκού και της μέντας είναι να σκύψει (δεν λέγεται, αλλά εννοείται) και να φιλήσει δημοσίως και αμίλητη τα χέρια του «τ’ ακριβά», που ωστόσο έπραξαν ένα φόνο…
[…] Στο σκηνικό του σπιτιού υπάρχει μόνο μία σάλα υποδοχής και είναι το κεντρικό μέρος όπου θα δοθεί η τελική λύση χωρίς να ειπωθεί κουβέντα στο μαρτύριο του σιωπηλού φονιά, μπροστά στους σιωπηλούς συγγενείς και στο «βουβό» Φροσί. Νομίζω ότι τέτοια κορυφαία δραματουργική σκηνή μόνο ο Γκάτσος κατόρθωσε στα χρόνια μας, αρματωμένος καθώς ήταν με τόση θεατρική φόρτιση και παιδεία. Δεν γίνονται και δεν γράφονται εύκολα τέτοια πράγματα και νομίζω ότι τέτοιο τραγούδι δεν θα ξαναγραφτεί τουλάχιστον για τα χρόνια που μας απομένουν…
[…] Το τέλος του μονόπρακτου – γιατί για θεατρικό μονόπρακτο πρόκειται, που ξεπερνά την «αφασία» των δαιμονικών μονόπρακτων του Σάμιουελ Μπέκετ – είναι σύντομο κι αυτό, καμωμένο από τους ίδιους λιγοσύλλαβους, λαχανιαστικούς στίχους.
Ο Γιάννης, από την «άκρη της γωνιάς» του όπου κάθισε μαζεμένος (άλλη μια σκηνική υπόδειξη του Γκάτσου), ανακαλεί σιωπηλός ακόμη μια φορά, αλλά μπροστά σε μάρτυρες, στη μνήμη του το χαμένο όνειρο της αγάπης, χωρίς παράπονο και χωρίς πια να διεκδικεί τίποτα. Εκείνο το σπαρακτικό «θυμήθηκε ξανά / φεγγάρια μακρινά / και τ’ όνειρο που εχάθη» σημαίνει απλούστατα ότι «αυτό» ήταν που τον κατέτρωγε όλα τα βασανισμένα χρόνια μέσα στη φυλακή, ότι «αυτή» η ανάμνηση της οριστικά χαμένης ευτυχίας του θα τον κατατρώγει στο εξής και «αυτό» θα ανακαλεί διαρκώς…
Ο ποιητικός πρόγονος του «Γιάννη του φονιά»
Κατευθείαν ποιητικός «πρόγονος» του «Γιάννη του φονιά» έχω τη γνώμη ότι είναι «Το μεσολογγίτικο» (1914), ένα από τα πιο ευτυχισμένα ποιήματα του Μιλτιάδη Μαλακάση και της ελληνικής ποίησης. Ιδού το κατά τη γνώμη μου ιχνογραφημένο πειστήριο της κληρονομιάς. Αναδημοσιεύω το ποίημα αφαιρώντας αυθαίρετα τα «γεμίσματα» που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις «δύο πράξεις» του.
ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΚΟ
Η κόρη ενός θαλασσινού κ’ ενός λιμνιώτη η αδερφή
κ η μοσκοθυγατέρα
τραγουδισμένης με καημούς μάνας που στάθηκε κορφή
στη νύχτα και στη μέρα,
τι με τ’ άστρι παράβγαινε και θάμπωνε τον ήλιο –
της Κυρ’ Αννιώς η Μπίλιω
πρώτη μου αγάπη, αυγερινός, μου μήνυσ’ ως ξανάρθα εδώ,
πρι’ φύγω πάλε πίσω
για την ερμιά, την ξενιτιά, να πάω μια μέρα να τη δω,
να δη α θα τη γνωρίσω!…
Χηράμενη της ερωτιάς, κι απ’ την παλιά καταλαλιά,
στο πατρικό ρημάδι,
στα μαύρα και στα σκοτεινά, σαν την κεραυνωμένην ελιά,
την ηύρα το άλλο βράδυ,
που και στ’ αχνό της πρόσωπο μαντεύονταν μονάχα,
θαμπά και νυχτομάχα,
σημάδια του καλού καιρού, τα μυγδαλάτα της τα δυό –
που να μπορούσα να ‘σκυβα, δροσιά την πίκρα τους να πιω! –
στα δάκρυα βουτηγμένα,
για κείνη και για μένα!…
Από τον τίτλο κιόλας του ποιήματος του Μαλακάση, «Το μεσολογγίτικο», έρχεται και η πρώτη νύξη, καθώς παραπέμπει κατευθείαν στον γενέθλιο τόπο των γονιών του Γιάννη του Γκάτσου, αφού είναι «παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη».
[…] Δε μου φεύγει από το μυαλό ότι ο Γκάτσος πρέπει να κονταροχτυπήθηκε μ’ αυτό το ποίημα του Μαλακάση, ότι επεζήτησε να το ξεπεράσει κι ακόμη ότι ο ίδιος συνειδητά έφερε τα βήματά του απέναντι σ’ έναν γερά αρματωμένο αντίπαλο ομότεχνό του και χωρίς αφορμή (και δεν είναι νόμιμη αφορμή, άραγε, η ποιητική δημιουργία; δεν είναι θεμιτή η ανταγωνιστικότητα;) εξώθησε τα πράγματα σε μια μονομαχία, στήνοντας απέναντι από τους πύργους του Μαλακάση τους δικούς του πύργους με τις πολεμίστρες. Το ίδιο άλλωστε έκανε και ο Διονύσιος Σολωμός (για να σταθώ μόνο σε μερικές κορυφές) με τον Φάουστ του Γκαίτε, το ίδιο ο Καβάφης με τον Πλούταρχο και την Ιστορία, το ίδιο ο Σαίξπηρ, παίρνοντας αυτούσιους τους μύθους από τον Πλούταρχο, το ίδιο οι αρχαίοι τραγικοί από τον Όμηρο…
Έμαθε όλη την Ελλάδα να τραγουδάει στίχους
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε (8 Δεκεμβρίου του 1914) στην Ασέα Αρκαδίας από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου. Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος, πηγαίνοντας ως μετανάστης στην Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στον Ατλαντικό.
Τέλειωσε το Δημοτικό στην Ασέα και το Γυμνάσιο στην κοντινή Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έτσι, όταν το 1930 μετέβη στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (διέκοψε μετά το δεύτερο έτος), ήξερε αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά, είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι και παρακολουθούσε τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης.
Το γεγονός ότι ο Γκάτσος έγραψε την «Αμοργό» σε ηλικία μόλις 32 ετών δημιουργούσε την αίσθηση ότι δεν επρόκειτο παρά για την αφετηρία ενός μακρού ποιητικού δρόμου. Εν τούτοις εκείνος σιώπησε, δεν εξέδωσε ξανά ποιητική συλλογή και στράφηκε στο τραγούδι. Αυτή η αλλαγή πλεύσης συνιστά ως σήμερα τη λεγόμενη «μυθολογία ή μυστήριο του Ν. Γκάτσου», όπως την αποκαλούν οι μελετητές του έργου του. Ο ίδιος δεν απάντησε ποτέ στο ερώτημα «γιατί εγκατέλειψε την ποίηση», όπως δεν εμφανίστηκε ποτέ και στην τηλεόραση για να πει έστω και μία κουβέντα.
Στο αρχείο της ΕΡΤ υπάρχει η μία και μοναδική του τηλεοπτική εμφάνιση, όπου ένας μουσικός παίζει πιάνο και ο Γκάτσος διακρίνεται σοβαρός και αμίλητος μέσα από έναν καθρέφτη.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 ως τα τέλη του ’80 ο Νίκος Γκάτσος δημοσιοποίησε περίπου 340 στίχους του σε συνθέσεις των Μάνου Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρου Ξαρχάκου, Δήμου Μούτση, Χριστόδουλου Χάλαρη, Γιώργου Χατζηνάσιου, Λουκιανού Κηλαηδόνη. «Τα περισσότερα από τα τραγούδια του που δισκογραφήθηκαν, γράφτηκαν πάνω σε ήδη δοσμένες μουσικές», έχει αποκαλύψει σε συνέντευξή της η πνευματική του κληρονόμος Αγαθή Δημητρούκα, κάτι που είναι ελάχιστα γνωστό στο ευρύ κοινό και έχει ξεχωριστή αξία, αφού -όπως εύστοχα έχει γραφεί- «έμαθε όλη την Ελλάδα να τραγουδάει στίχους που ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί»…
Η συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι αποτελεί ορόσημο για τον νεότερο ελληνικό πολιτισμό… Ο Χατζιδάκις βρήκε στον Γκάτσο τον λόγο των τραγουδιών του… Μία εξομολόγηση,όμως, του συνθέτη στον δημοσιογράφο Νίκο Γκροσδάνη αποκαλύπτει τον βαθύ ρόλο που έπαιξε η προσωπικότητα του ποιητή στον νεαρό τότε (είχαν 14 χρόνια διαφορά) Μάνο Χατζιδάκι: «Η σχέση μου με τον Γκάτσο μού διαμόρφωσε τον χαρακτήρα. Τον θεωρώ τον πιο σημαντικό άνθρωπο που γνώρισα στη ζωή μου, μετά τη μητέρα μου. Ο Γκάτσος μ’ έφτιαξε πνευματικά».
Ο Νίκος Γκάτσος εγκατέλειψε τον πεζό τούτο κόσμο, μια ανοιξιάτικη μέρα πριν από 24 χρόνια… Το ημερολόγιο έγραφε 12 Μαΐου του 1992…