“Πριν το τέλος”: Το υπέροχο τραγούδι που ερμήνευσε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου
“Πριν το τέλος”: Ένα από τα “τραγούδια σταθμούς” της ελληνικής μουσικής. Ένα από εκείνα τα τραγούδια που σε γεμίζουν συναισθήματα, που σε ταξιδεύουν στα όνειρα αλλά και στον πόνο που μπορεί να προκαλέσει μια μεγάλη και δυνατή αγάπη. Από τα τραγούδια που μάλλον όλοι έχουμε σιγοτραγουδήσει και έχουμε συγκινηθεί.
Πόσοι όμως γνωρίζουν ότι αυτό το υπέροχο πραγματικά τραγούδι είναι Ιταλικό;
Και όμως είναι. Ο Λούτσιο Μπατίστι είναι αυτός που το έκανε γνωστό το Ιταλικό κοινό το 1972 μέσα από το άλμπουμ του “Umanamente uomo: il sogno”
Στην Ελλάδα τους στίχους έγραψε η Λίνα Νικολακοπούλου και ανέλαβε να το συστήσει στο ελληνικό κοινό ο μεγάλος Βασίλης Παπακωνσταντίνου μέσα από το άλμπουμ “Διαίρεση” το 1984.
Υπέροχοι στίχοι που έχουν το άρωμα της εφηβείας και της μετεφηβείας μας, τα χρώματα και τους ήχους καλοκαιρινών συναυλιών και χειμωνιάτικων μπαρ..
Ακολούθησε μια επανεκτέλεση του τραγουδιού το 1993 από την Ελευθερία Αρβανιτάκη ενώ το έχουν ερμηνεύσει και οι Γιώργος Νταλάρας, Μαρινέλλα, Δημήτρης Ζερβουδάκης, Αναστασία Μουτσάτσου, Μαρίνα Σκιαδαρέση και Ελένη Πέτα.
Το τραγούδι όπως το γνωρίσαμε
“Το τρενάκι γυρνούσε φωτισμένο και αχνό στον αέρα
κάτω η θάλασσα μ’ ένα καράβι το φεγγάρι πιο πέρα
σε θυμάμαι συχνά που φορούσες ένα άσπρο φουστάνι
μου κρατούσες το χέρι ότι ζούμε μου λες δεν μου φτάνει
Στα τραγούδια που λέγαμε οι δυο μας οι φωνές χαμηλώσαν
χαραγμένη καρδιά στο παγκάκι που μετά την προδώσαν
μια φορά μου ‘χες πει δεν μπορεί θα το νιώσανε κι άλλοι
πριν το τέλος πως μοιάζει η σιωπή σαν αγάπη μεγάλη
Σιδερένια η σκάλα και μου ‘λεγες θα μείνουμε λίγοι
πήρε η νύχτα να πέφτει βαθιά κι ο αέρας με πνίγει
μια φορά μου ‘χες πει δεν μπορεί θα το νιώσανε κι άλλοι
πριν το τέλος πως μοιάζει η σιωπή σαν αγάπη μεγάλη
Κι εγώ που ζω για πάντα εδώ κι όλο φεύγω το τέλος πριν να δω
κάθε νύχτα που περνάει γυρίζω ξανά σκοτάδι γίνομαι και παραδίνομαι
στο ρυθμό σου που καίει ακόμα αυτό το σώμα που μένει χρόνια χωρίς σκιά
κάθε νύχτα που περνάει σαν ταινία κι ό,τι ζήσαμε προβάλλεται με φόντο την πλατεία
Κάθε νύχτα που περνάει πάντα εδώ
Κι όλο φεύγω πριν μείνουμε μόνοι το τέλος μη δω”
Και το πρωτότυπο
“Il carretto passava e quell’uomo gridava ” gelati “
al ventuno del mese i nostri soldi erano già finiti
io pensavo a mia madre e rivedevo i suoi vestiti
il più bello era nero coi fiori non ancora appassiti
all’uscita di scuola i ragazzi vendevano i libri
io restavo a guardarli cercando il coraggio per imitarli,
poi sconfitto tornavo a giocar con la mente e i suoi tarli
e la sera al telefono tu mi chiedevi perché non parli.
che anno è, che giorno è
questo è il tempo di vivere con te,
le mie mani come vedi, non tremano più
e ho nell’anima in fondo all’anima
cieli immensi e immenso amore
e poi ancora, ancora amore amor per te,
fiumi azzurri e colline e praterie
dove corrono dolcissime le mie malinconie
l’universo trova spazio dentro me,
ma il coraggio di vivere, quello, ancora non c’e’.
i giardini di marzo si vestono di nuovi colori
e le giovani donne in quel mese, vivono nuovi amori
camminavi al mio fianco e ad un tratto dicesti
” tu muori se mi aiuti, son certa
che io ne verrò fuori “
ma non una parola chiarì i miei pensieri
continuai a camminare lasciandoti attrice di ieri.
che anno è, che giorno è…..”