Προσπέρασε βιαστικά ένα κορίτσι που κάθονταν σε ένα παγκάκι. Αλλά κάτι του έλεγε ότι πρέπει να γυρίσει..

Προσπέρασε βιαστικά ένα κορίτσι που κάθονταν σε ένα παγκάκι. Είχε κάτι περίεργα οικείο στο πρόσωπό του. Αν και περπατούσε με γρήγορο βηματισμό, με την άκρη του ματιού του είχε προλάβει να δει ότι από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα. Κάτι τον έκανε να γυρίσει να την δει ξανά αλλά μόλις έστρεψε το βλέμμα του, είδε ότι το κορίτσι είχε εξαφανιστεί.
Αισθάνθηκε άσχημα γιατί ένιωσε ότι δεν έπρεπε να την προσπεράσει. Ότι έπρεπε να σταθεί και να τη ρωτήσει τι της συμβαίνει. Να την παρηγορήσει.
Γύρισε και άρχισε να την ψάχνει. Δεν χρειάστηκε να περπατήσει πολύ. Την είδε να βαδίζει με σκυμμένο κεφάλι και την πλησίασε.
“Τι σου συμβαίνει; Είσαι καλά;” τη ρώτησε.
Το κορίτσι δεν μίλησε. Άφησε όμως να βγει από μέσα της ένας βαθύς αναστεναγμός.
Ο άντρας στάθηκε δίπλα της και κοιτάζοντας το ρολόι του τη ρώτησε ξανά..
“Οι γονείς σου είναι εδώ;”
Το κορίτσι πάλι δεν μίλησε. Σήκωσε μόνο το κεφάλι της προς τα πάνω σαν να του έλεγε όχι.
“Μήπως έχεις χαθεί;”
Κούνησε και πάλι αρνητικά το κεφάλι της.
«Μα τι συμβαίνει; Πες μου. Μπορώ να σε βοηθήσω», συνέχισε να της μιλάει ο άντρας.
Έπειτα από μερικά λεπτά σιωπής το κορίτσι του απάντησε:
“Ο καλύτερος μου φίλος πηγαίνει σε μια συναυλία μαζί με τους άλλους φίλους μας και η μαμά μου δεν με αφήνει να πάω. Δεν είναι δίκαιο.”
“Αυτό είναι;» Είπε ο άντρας ανακουφισμένος. Αυτό ήταν ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να το χειριστεί.
«Η μαμά μου λέει ότι δεν είμαι ακόμη έτοιμη να κάνω τέτοια πράγματα και ότι πρέπει να περιμένω λίγα χρόνια ακόμη. Αλλά όλες οι άλλες μαμάδες τους αφήνουν τους φίλους μου. Η μαμά μου γιατί δεν το κάνει;”
«Μερικές φορές η ζωή δεν είναι δίκαιη”, της είπε ο άντρας.
«Νομίζω ότι τη μισώ”, φώναξε το κορίτσι.
“Τη μαμά σου;”
“Ναι.”
“Μα η μαμά σου προσπαθεί να κάνει το καλύτερο που μπορεί για σένα. Πάω στοίχημα ότι σε ξέρει καλύτερα από τον καθένα σε αυτόν τον κόσμο και γνωρίζει ακριβώς πότε θα είσαι έτοιμη να πας με τους φίλους σου σε συναυλίες. Μπορεί να μην το βλέπεις τώρα αλλά αυτή είναι η αλήθεια”.
“Αυτό πιστεύεις;”
“Ναι, ναι το πιστεύω. Για την ακρίβεια είμαι σίγουρος.”
«Δεν ξέρω … Ίσως … Ας πάω σπίτι καλύτερα. Θα έχει αρρωστήσει από την ανησυχία της. Ήρθα στο πάρκο γιατί εδώ ποτέ δεν με βρίσκει.”
Ο άντρας χαμογέλασε. Στάθηκε για λίγο και κοίταζε το κορίτσι να απομακρύνεται μέχρι που ξαφνικά πετάχτηκε. Θυμήθηκε που έπρεπε να πάει. Γύρισε και ξεκίνησε να βαδίζει πάλι με πιο γρήγορα βήματα αυτή τη φορά.
Όταν έφτασε στο νεκροταφείο, στάθηκε μπροστά από το τάφο της με το πρόσωπο γεμάτο δάκρυα. Με θρησκευτική ευλάβεια έβγαλε τα παλιά λουλούδια από το βάζο και τοποθέτησε μέσα του τα φρέσκα, αυτά που κρατούσε σφιχτά στα χέρια του.
«Ξέρεις, σκεφτόμουν πολύ σοβαρά τις τελευταίες μέρες να έρθω να σε συναντήσω”, ψιθύρισε στη γυναίκα του.
“Αλλά τώρα νομίζω ότι είναι καλύτερα να ακολουθήσω τη δική μου συμβουλή. Εκείνος θα ξέρει ακριβώς πότε θα είμαι έτοιμος».