Σκέψεις

Πώς είναι να χάνεις τον πατέρα σου

advertisement

Δυτικό αεροδρόμιο, Ελληνικό, αρχές δεκαετίας του ’90: δίπλα στον ιμάντα που φέρνει τις βαλίτσες από τα αεροπλάνα, ένας ξανθός πιτσιρικάς στέκεται μόνος του και κοιτάζει δεξιά και αριστερά. Έχει αφήσει τη μητέρα του, έχει πείσει τον αστυνομικό να περάσει με την αφοπλιστική ατάκα “θέλω να δω τον μπαμπά μου” και περιμένει μια ακόμη επιστροφή από ένα ταξίδι, ένα τουρνουά, ένα παγκόσμιο πρωτάθλημα, δεν έχει καμία σημασία. Αυτά ήταν για τις εφημερίδες. Ο μικρός σπανίως έδινε σημασία στο πού πήγαινε ο μπαμπάς του. Τον ένοιαζε μόνο, πότε θα γυρίσει, μέχρι να φύγει ξανά.

 Πώς είναι να χάνεις τον πατέρα σου

Για να του πει τι έκανε στο σχολείο, να του καταθέσει τα παράπονα του ότι “η μαμά με έβαλε τιμωρία”, να τον πάρει με το μέρος του στις διαφορές που είχε με τον  μεγάλο αδελφό του. Κι όταν τον βλέπει, να βγαίνει από την αίθουσα αφίξεων; Τρέξιμο κατά πάνω του και μετά κολλημένο το χέρι μέχρι το σπίτι. Ποιες βαλίτσες και ποια δώρα. Ούτε να τα φτύσει αυτά (εντάξει, για τις πρώτες ώρες, μετά ωραίες ήταν οι κασέτες του GameBoy). Ο μπαμπάς είχε γυρίσει.

Fast Forward >>> 3 Ιανουαρίου 2010, 21:30, Γλυφάδα: Ο “αγώνας” έχει τελειώσει, έστω και με καθυστέρηση ετών, σε κόντρα των ιατρικών προβλέψεων και εκτιμήσεων, το “θηρίο” έχει νικηθεί και το τέρας της αρρώστιας έχει νικήσει. Ο ξανθός πιτσιρικάς έχει μεγαλώσει (και ούτε καν ξανθός δεν είναι πια), στα 27 του και κάτι, δεν μπορεί ούτε να μιλήσει στον πατέρα του, αφού δεν τον ακούει, το να του κρατήσει το χέρι δεν έχει μεγάλη σημασία, αφού δεν μπορούν να πάνε βόλτες. Το να του πει όσα δεν πρόλαβε, δεν γίνεται, αφού δεν είναι επί της (φαιάς και μη) ουσίας εδώ. Λίγα λεπτά αργότερα, ο μπαμπάς έχει φύγει. Ο “μικρός” συνειδητοποιεί, ότι δεν θα γυρίσει άλλη φορά…

Η απώλεια του πατέρα είναι εντελώς μοναδική για τον καθένα, ξεχωριστή, διαφορετική. Για άλλους είναι πιο γρήγορη, πιο νωρίς από όσο έπρεπε, για λίγους, όπως ο Σταύρος ή ο Αλέξανδρος, πιο νωρίς ακόμη και από αυτό που νόμιζαν ότι έπρεπε. Άλλοι τον χάνουν στα γεράματα, αλλά κλαίνε περισσότερο και από παιδιά που ίσως δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν τι έχασαν. Κάποιοι τον χάνουν, χωρίς να τον θυμούνται, γιατί όταν εκείνος έφευγε, αυτοί ακόμη μπουσουλούσαν. Και ο καθένας έχει μια ιστορία να πει, μια ιστορία να γράψει, ένα κείμενο σαν αυτό. Και ο Ηλίας Ε. ή ο Μάνος Χ. που έγιναν λίγο αργότερα από μένα μέλη, ο Αντώνης ή ο Λευτέρης που έκαναν την αρχή από την παρέα και εγώ έλεγα από μέσα μου “για να μπορούν αυτοί, όταν έρθει η ώρα, κάτι θα κάνω κι εγώ”, ο Ηλίας που είναι φρέσκος και δεν ξέρει τα κόλπα για να διαχειριστεί την κατάσταση και νομίζει ότι ο κόσμος και η ζωή τελείωσε.

advertisement

Μερικά χρόνια και έξι μήνες μετά, μπορώ να πω, τουλάχιστον για την περίπτωση μου, ότι καμία ζωή δεν τελειώνει. Απλώς αλλάζει εντελώς.

Σταματάς να είσαι το παιδί του μπαμπά, σταματάς να έχεις την ασφάλεια όταν κάτι πάει στραβά (από ένα τρακάρισμα μέχρι το ότι θα ξυπνήσει πρωί, για να πάει αυτός το αμάξι για service λες και είσαι ο πρίγκιπας του Μονακό και πρέπει να το βρεις, έτοιμο με καινούρια μπουζί όταν ξυπνήσεις για τη δουλειά), σταματάς να πετάς τις ευθύνες αλλού και κοιτάς να τις μαζέψεις πάνω σου, σταματάς να είσαι μικρός και μεγαλώνεις. Αν με ρωτήσεις, δηλαδή, τι άλλαξε από τις 3 Ιανουαρίου 2010 μέχρι τώρα στη ζωή μου, αυτό θα σου πω: μεγάλωσα. Μυαλό δεν πολυέβαλα, αλλά αυτό είναι διαφορετική κουβέντα, μην την κάνουμε τώρα.

Και προς Θεού, μην παρεξηγηθούμε, δεν λέω ότι όλα είναι ωραία. Η στενοχώρια είναι εδώ, κανονικά στη θέση της. Με την απουσία πίνεις μέχρι και ποτό, πιάνεις κουβέντα. Κλάμα χωρίς λόγο, απλά επειδή έτσι. Νεύρα χωρίς λόγο, απλά επειδή έτσι. Αναμνήσεις που δεν καλείς εσύ, χωρίς λόγο, απλά επειδή έτσι. Απλώς, με τον καιρό μαθαίνεις να το διαχειρίζεσαι. Δεν μπορείς να είσαι σε πένθος, επ’ αόριστον, στο φινάλε, αν ήταν εδώ, θα ήταν το πρώτο που θα (σου) έλεγε: “έλα ρε βλάκα, πώς κάνεις έτσι; Και τι έγινε;”. Ε κάτσε ρε Τάκη, τι εννοείς και τι έγινε; Κάτσε να βρω λίγο τα πατήματα μου. Αυτά τα “πατήματα” είναι τα όσα τρέχουν και εσύ καλείσαι να προλάβεις. Δουλειές, γυναίκες, φίλοι, η υπόλοιπη οικογένεια αν είσαι τυχερός και έχεις αποθέματα. Να έχεις για παράδειγμα τη μητέρα σου, που αντέχει τα πάντα εκτός από το να χάσει το παιδί της, να έχεις τον αδερφό σου, που συνέχεια ο πατέρας σου έλεγε “ο αδερφός σου είναι πιο σημαντικός από τους γονείς σου, γιατί αυτόν θα έχεις μετά”.

Δεν ξέρω, πάντως, για τον δικό σου πατέρα, αυτόν που έχεις ακόμη ή αυτόν που έχεις χάσει κι εσύ, αλλά ο δικός μου ήταν πολύ ωραίος τύπος.

Δεν το λέω εγώ, από τους φίλους του το έχω ακούσει και αν θυμάμαι καλά (γιατί δεν θυμάμαι και πολλά), την ημέρα της κηδείας ήταν γύρω στα 1000 άτομα πάνω στο Πανόραμα Βούλας και τώρα που πέρασε ο καιρός, έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι μήπως είχε εκλεγεί πρωθυπουργός σε καμία από τις χώρες που ταξίδευε και δεν το πήραμε ποτέ χαμπάρι. Θα μου πεις, επειδή ήρθαν πολλοί, σημαίνει ότι ήταν ωραίος τύπος; Δεν ξέρω, αλλά δεν θα ήθελα στη δική μου να είναι τρεις κι ο κούκος, γιατί μάλλον κάτι δεν θα έχω κάνει καλά. Σε άδειο γήπεδο παίζουν οι ομάδες που δεν έχουν κερδίσει τον κόσμο τους, αυτό έχω μάθει στη δουλειά και στα γήπεδα, οπότε προχωράω με αυτό.

Με αυτό και με μερικά πράγματα που έβλεπα και κόπιαρα καθώς περνούσαν τα χρόνια με εκείνον εδώ. Γιατί, την επομένη της “ήττας” πρέπει να ξαναμπείς στο γήπεδο, να συνεχίσεις την προπόνηση και τα όπλα που έχεις, είναι αυτά που σου άφησε ο “προπονητής” σου (στην περίπτωση μου, ο πατέρας μου ήταν και προπονητής, οπότε μια χαρά μου έκατσε). Οπότε παίρνεις ό,τι μπορείς ή ότι καταφέρεις να υποστηρίξεις και συνεχίζεις. Αν ήταν δίκαιος και δεν ήταν λαμόγιο, είναι μια καλή βάση για να ξεκινήσεις. Αν είχε φίλους και είχε προλάβει να σου μάθει την αξία τους στη ζωή ενός άντρα, προσπαθείς να έχεις κι εσύ. Αν ήταν καλός με τη γυναίκα του, ποιος ο λόγος να γίνεις εσύ μαλάκας; Αν τα παιδιά του λένε ότι ήταν ο καλύτερος, τι πιο ωραίο μπορείς να “διεκδικήσεις” εσύ από τα δικά σου;

Το θέμα είναι, να καταλάβεις ότι η ζωή συνεχίζεται. Το λέω σε σένα, γιατί από κάπου πρέπει να το ακούσω κι εγώ.

Γιατί, μη νομίζεις, στα τρία χρόνια που έχουν περάσει, η δική μου πρόοδος είναι πολύ μικρή. Και στη διαχείριση της απουσίας και στη διαχείριση της συνέχειας. Να, τώρα που γράφω, δεξιά μου είναι μια φωτογραφία του, όπου καπνίζει ένα ναργιλέ και λογικά –δεν φαίνεται- κάτι τρώει (ήταν πρωταθλητής σε αυτό). Και κάθε φορά που την κοιτάζω, πιστεύω ότι αύριο ή σε μια ώρα θα πάω σπίτι να τον δω, να με δει, να τα πούμε. Καμία σχέση. Το σενάριο αυτό δεν θα το γυρίσει κανείς σκηνοθέτης, άπατο θα πάει. Το γιατί μην το ψάχνεις, το έχουν κάνει άλλοι, πριν από σένα και από μένα και απάντηση δεν πήραν. Οπότε, άσε τα “γιατί;” και ασχολήσου με ερωτήσεις που μπορείς να δώσεις εξήγηση.

Ακόμη καλύτερα ασχολήσου με αυτά που έχεις και όχι αυτόν που έχασες, γιατί το μεγαλύτερο μάθημα που παίρνεις όταν χάνεις τον πατέρα σου, είναι ότι τα δεδομένα είναι απλά μια λέξη που χρησιμοποιείται στα μαθηματικά, όχι στη ζωή σου. Είναι, άλλωστε, κλασική περίπτωση βλάβης λόγω του πένθους, το να σταματάς μετά να δίνεις τη σημασία που πρέπει, στα πρόσωπα που σου έχουν μείνει και συνεχίζεις να κυνηγάς φαντάσματα (#diplis) με καθολική αποτυχία. Αν είσαι τυχερός και στα 20, 30, 50 χρόνια που τον είχες, έκανες αυτά που έπρεπε και ήταν εκείνος που ήθελες, μπορείς να πανηγυρίσεις, γιατί υπάρχουν άλλοι που είτε δεν είχαν τον πατέρα που ονειρεύονταν, είτε δεν ήταν οι γιοι που είχαν υποχρέωση να είναι.

Και όπως λέει ο φίλος μου ο Αντώνης, έχει μεγάλη σημασία, λίγο πριν “φύγει”, να πάρεις κάτι, μια επιβεβαίωση ότι δεν ήσουν κακό παιδί, γιατί αν θυμάσαι το “να είσαι καλό παιδί” που μας λένε όταν είμαστε μικροί, δεν έχει ημερομηνία λήξης και κυρίως στο λένε για να το εφαρμόσεις σε βάθος χρόνου, όχι στα 10 και τα 12 που στην τελική τι κακό μπορείς να κάνεις, πέρα από το να σπάσεις μια λάμπα παραπάνω, επειδή παίζεις μπάσκετ μέσα στο δωμάτιο; Εγώ, νιώθω ότι την πήρα και ίσως για αυτό, τρία χρόνια, να είμαι περισσότερο ήρεμος από όσο περίμενα κι εγώ ο ίδιος. Ναι, οκ, είχα και το υπέρ-ατού ότι είναι πολύ καλύτερα να χάνεις τον πατέρα σου από το να τον βλέπεις να τρώει ξύλο από μια ασθένεια που δεν κοιτάζει ονόματα και διευθύνσεις. Αλλά, κάποιες πληροφορίες που πήρα από τη μητέρα μου (ο Τάκης ήταν ίδιος με μένα, όχι λάθος εγώ είμαι ίδιος με τον Τάκη – δηλαδή δεν εξέφραζε εύκολα συναισθήματα) είναι αυτά που με έκαναν να συνεχίσω όρθιος από εκεί που με άφησε.

Και πλέον με την απόλυτη πίστη ότι καλύτερο πατέρα δεν θα μπορούσα να είχα και με ένα καθαρό όνομα (παρότι το έκανε σε χώρους που εύκολα βρωμίζουν τα ονόματα) και τίποτα περισσότερο σαν κληρονομιά, ετοιμάζομαι πλέον για την επόμενη πίστα.

Εκείνο το βράδυ που έφυγε, καμιά ώρα μετά το σφύριγμα της λήξης, είπα στον εαυτό μου και τη μητέρα μου ότι θέλω να γίνω καλύτερος μπαμπάς από εκείνον.

Αυτό θα είναι το ευχαριστώ μου προς εκείνον. Και αν όλα πάνε καλά, από την επόμενη εβδομάδα, θα πιάσω δουλειά. Και όσο και αν με πονάει που σε κανένα αεροδρόμιο δεν θα γυρίσει ο παλιός, ο νέος Τάκης (Πάνο θα τον φωνάζουμε βέβαια) Μίχαλος θα με κάνει πάλι να κοιτάζω δεξιά και αριστερά, για να δω από πού και πώς θα βγει…

Δεν μου αρέσει να αφιερώνω κείμενα, αλλά επιτρέψτε μου να αφιερώσω αυτό στον αδερφό μου, Νίκο. Για οκτώ χρόνια παίξαμε μαζί στο “ματς” και ό,τι έχασα εγώ, έχασε κι εκείνος.

Μάνος Μίχαλος

advertisement
Back to top button