π. Ανδρέας Κονάνος: Μεγάλο σχολείο το νοσοκομείο. Ακόμα κι αν πας απλή επίσκεψη
Είναι ο ιερέας που τονίζει ότι δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια αλλά προσπαθεί να την αναζητήσει. Ένας άνθρωπος φωτισμένος που όχι απλά διαφέρει από τους περισσότερους κληρικούς, αλλά ξεχωρίζει για κάτι ιδιαίτερα σημαντικό σήμερα: Την απλή λογική.
Ο π. Ανδρέας Κονάνος με τα μηνύματα του στην προσωπική του σελίδα στο Facebook μιλάει την γλώσσα των νέων, συζητάει μαζί τους και τους δίνει πολύτιμες συμβουλές για να ζήσουν καλύτερα την ζωή τους.
“Πήγα σήμερα να δω ένα φίλο μου στο νοσοκομείο.
Το νοσοκομείο, μεγάλο σχολείο. Ακόμα κι αν πας απλή επίσκεψη. Πηγαίνοντας με πήρε τηλέφωνο μια φίλη, να πάμε για ένα καφέ, μα της είπα ότι πάω σε ασθενή. “Μήπως ξέρεις πού είναι η είσοδος στο νοσοκομείο;” τη ρώτησα. “Είσαι τόσο τυχερός που δεν ξέρεις από νοσοκομεία και δεν βρίσκεις την είσοδο! Εμείς τα έχουμε μάθει απ’ έξω, απ’ τις τόσες φορές που έχουμε πάει στη ζωή μας”, μου απάντησε.
Τελικά, παίρνοντας κάτι δαιδαλώδεις διαδρόμους, αλλάζοντας πτέρυγες, ορόφους και ασανσέρ, βρήκα το δωμάτιο 3014. Εκτός απ’ το σχετικό ψυχοπλάκωμα που ένιωσα απ’ το όλο κλίμα, εκτίμησα τι θα πει ζωή, υγεία, ευεξία, δύναμη.
Πόνος. Αδυναμία. Δράμα.
Ξαφνικά, φίλε μου, δυνατέ και όμορφε, όλα αλλάζουν!
Όλη η μαγκιά και δύναμη που διαθέτεις, πάει περίπατο.
Εκεί που χαίρεσαι τη ζωή, τρέχεις, δουλεύεις, διασκεδάζεις, κάνεις
έρωτα, όνειρα και απολαμβάνεις, ξαφνικά, βρίσκεσαι σ’ ένα κρεβάτι
ακίνητος, με φρικτούς πόνους, καλώδια, ορούς, γάζες, γύψους,
σακουλάκια, καθετήρα, και άλλα αξεσουάρ και γκατζετάκια απογοήτευσης.
Στο διπλανό κρεβάτι ένας κύριος, και η γυναίκα του, να τον φροντίζει με άπειρη αγάπη, πολύ ερωτευμένη μαζί του, αν κι είναι χρόνια παντρεμένοι. Ξάπλωσε αυτή στο κρεβάτι του και τον χάιδευε. Του έλεγε να κάνει πιο κει, να χωρέσουν μαζί. Του είπε ότι μάλλον πάχυνε και δεν την σηκώνουν πολύ τα πόδια της. Και ο άντρας της της είπε, “εγώ σε θέλω όπως είσαι, χοντρούλα μου, αγάπη μου!” Δηλαδή, μιλάμε για άλλες καταστάσεις. Αυτός με τα καλώδια και τους ορούς, και αυτή να θέλει να τον φιλάει, να τον αγκαλιάζει, να τον πασπατεύει, και να του βγάζει απίστευτη τρυφερότητα.
Στο δίπλα κρεβάτι, ένα άλλο νέο παιδί, που περίμενε 30 ώρες νηστικό από
φαγητό και νερό, ούτε γουλιά, για να κάνει εγχείριση στο πόδι! Και
περίμενε και περίμενε, και κανείς δεν ήξερε να του πει πότε τελικά θα
εγχειριστεί.
Το πρωί του είπαν ότι θα γίνει η εγχείριση σήμερα, μα
βράδιασε, και ακόμα δεν υπήρχαν νέα. Και περίμενε, και δεν άντεχε, κι
είχαν σπάσει τα νεύρα του και όπου ρωτούσε του έλεγαν δεν έχουμε νέα.
Μου μίλησαν για τις νοσοκόμες που τους φροντίζουν. “Από όσες περνάνε όλη μέρα εδώ, μόνο τρεις νοσοκόμες έχουν ανθρωπιά. Οι άλλες, σε βλέπουν τελείως ψυχρά και αντί να μαλακώσουν τον πόνο σου, σε κάνουν πιο χάλια. Απελπισία μερικές φορές. Αλλά αυτές οι τρεις που σου λέω, είναι υπέροχες!” Έτσι μου είπαν.
Έφυγα μετά από μία ώρα, τόσο προβληματισμένος, λίγο θλιμμένος, και μπήκα στον ηλεκτρικό για το σπίτι.
Δίπλα μου μια κοπέλα μίλαγε στο κινητό. Μίλαγε αρκετά δυνατά, αναγκαστικά άκουγα.
Έλεγε ότι Κυριακή θα πάνε στα μπουζούκια, μα η φίλη τους δεν θα έρθει,
διότι πρόσφατα χώρισε και πήγε στο γιατρό για χάπια. Το είχε πάθει και
πριν χρόνια σε μια κατασκήνωση ένα καλοκαίρι, και τη μάζευαν απ’ τα
πατώματα. Χριστούγεννα με χωρισμό και κατάθλιψη.
Μετά έλεγε ότι δεν
μπορεί να πάει με την παρέα της Παρνασσό όσο θα ήθελαν, διότι αρχές του
νέου χρόνου θα πρέπει να κάνει μάθημα πιάνου σ’ ένα παιδί, και άρα, δεν
μπορεί να χαρεί ελεύθερα τις διακοπές της όσο θα ήθελε.
Κι ύστερα μπήκε στο βαγόνι ένας ναρκομανής.
Δεν σκόπευα να δώσω κάτι, διότι δεν είχα κέρματα. Μα αυτό το άτομο
μίλαγε τόσο όμορφα, τόσο αληθινά, έλεγε ότι “είμαι σ’ ένα ίδρυμα, μα
είναι πολύ δύσκολος ο αγώνας μου και πολύ δύσκολο αυτό που περνάω, δεν
μπορείτε να με καταλάβετε. Υποφέρω, μα θέλω να το ξεπεράσω”.
Έφυγε
από κοντά μου, προχώρησε, πήγε λίγα βήματα πιο εκεί, και συνέχισε να
μιλάει. Κατάλαβα ότι είχε κάποια καλλιέργεια μορφωτική, φαινόταν απ’ το
ύφος και το λεξιλόγιό του ότι δεν παπαγάλιζε κείμενα που του έδωσαν.
Μου άγγιξε την καρδιά, μου ερχόταν να κλάψω απ’ τη φράση του ¨δεν
μπορείτε να καταλάβετε πόσο δύσκολο είναι να το ξεπεράσω¨. Σκέφτηκα να
σηκωθώ να του δώσω ένα 5€ που είχα στη τσέπη μου, χαρτονόμισμα.
Του το έδωσα, με κοίταζε με έκπληξη, και άρχισε να λέει κάτι ευχές για τα Χριστούγεννα τόσο ανθρώπινες, που με έκανε λιώμα.
Γενικά, κάτι είχαν τα μάτια μου σήμερα και βούρκωναν εύκολα. Κι όταν
γύρισα, με πήρε ένας άλλος φίλος να με ρωτήσει τι φταίει και όλες στο
ίνσταγκραμ τον βλέπουν συνέχεια φιλικά, και δεν έχει προτάσεις πιο
σοβαρές, για κάτι πιο βαθύ και προσωπικό. ¨Εσύ, που βάζεις φωτογραφίες,
πες μου κι εμένα, τι να βάζω, για να τραβάω τον κόσμο;¨ ¨Τι να σου πω,
ρε παιδί μου, ξέρω κι εγώ. Θα γίνει κι αυτό που θες, θα έρθει κάτι ωραίο
στη ζωή σου, μην αγχώνεσαι. Αυτά γίνονται σιγά σιγά και χωρίς να το
περιμένεις, σαν δώρο έρχονται¨.
Γενικά, γεμάτη μέρα. Γεμάτη αληθινές στιγμές.
Κάπως έτσι ζω σ’ αυτή την πόλη.
Αυτά βλέπω και σκέφτομαι, έτσι μαζεύω το υλικό για τις ομιλίες μου, αυτά είναι τα μυστικά μου, και η απάντησή μου στο ερώτημα αρκετών, πού τα ξέρεις όλα αυτά που λες;”