Στα 1.200 μ. υψόμετρο στα βουνά της Ελλάδας οι αρχαιολόγοι βρέθηκαν μπροστά σε μια άγνωστη πόλη
Σε υψόμετρο 1.200 μέτρων (ίσως στην υψηλότερη στην Ελλάδα αρχαιολογική ανασκαφή) στην Πίνδο, οι αρχαιολόγοι βρέθηκαν «αντιμέτωποι» με τα ερείπια μιας άγνωστης πόλης του 4ου π.Χ. Αιώνα.
Ύστερα από 17 και πλέον χρόνια ανασκαφών μιας μικρής ομάδας αρχαιολόγων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) με ιδιαίτερα περιορισμένα τα κονδύλια, που δεν αφορούσαν σε μια «ηχηρή» και εντυπωσιακή αποκάλυψη, οι επιστήμονες κατόρθωσαν να αποφέρουν σημαντικά αποτελέσματα και ευρήματα- όχι όμως και την ταύτισή της με συγκεκριμένη αρχαία πόλη…
Τα σπαράγματα επιγραφών με τα γράμματα «ΙΕΡ…», «ΙΕΡΟ…» που εντοπίστηκαν στο Καστρί –οχυρωμένη ακρόπολη μιας αρχαίας πόλης της χώρας των Τυμφαίων, τμήματος του βασιλείου της Μακεδονίας, του 4ου π.Χ. αιώνα κάνουν τους αρχαιολόγους να εικάζουν πως πρόκειται για μια ιδιαίτερα σημαντική θέση των αρχαίων Μακεδόνων με ναούς και λατρευτικούς χώρους, το ακριβές όνομα όμως των οποίων παραμένουν άγνωστοι…
«Αν και τα ευρήματα είναι πολλά και σημαντικά, εξακολουθούν πεισματικά να μένουν κρυμμένα το όνομα του θεού που λατρεύεται στον ναό και το όνομα της πόλης. Ωστόσο, όλα τα στοιχεία, η γεωγραφική θέση, τα ευρήματα ακόμη και τα χρόνια της ακμής της ακρόπολης στο τέλος του 4ου αι. π. Χ., προδίδουν τη σημασία της μέσα στο ιστορικό πλαίσιο του βασιλείου της αρχαίας Μακεδονίας» τονίζει -μεταξύ άλλων- στην εισήγησή της η επικεφαλής της ανασκαφικής ομάδας – ομότιμη πλέον καθηγήτρια του ΑΠΘ Στέλλα Δρούγου.
«Ο αρχαιολογικός χώρος στο Καστρί (υψ. 1200 μ.) του Δήμου Γρεβενών, στις ανατολικές πλαγιές της Πίνδου, ανάμεσα στα χωριά Πολυνέρι και Αλατόπετρα αποτελεί τα τελευταία χρόνια το αντικείμενο της ανασκαφικής έρευνας μιας μικρής ομάδας αρχαιολόγων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Στους χρόνους αυτούς η ανασκαφή με μικρές χρονικές περιόδους και ακόμη μικρότερες οικονομικές δυνάμεις, που προήλθαν κυρίως από την Τοπική Αυτοδιοίκηση Γρεβενών και το πρώην Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, με τη συμπαράσταση του υπουργείου Πολιτισμού και κάτω από την ομπρέλα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, κατόρθωσε να αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα και ευρήματα. Γρήγορα αποδείχτηκε ότι στο Καστρί υπήρξε η οχυρωμένη ακρόπολη μιας αρχαίας πόλης της χώρας των Τυμφαίων, τμήματος του βασιλείου της Μακεδονίας.
Ποια πόλη; Ποιοι πολίτες; Ποιος θεός ή ποια θεά λατρεύονταν; Ποιος τη διοικούσε; Πότε, πώς και γιατί καταστράφηκε; Στα ερωτήματα αυτά καλούνται να απαντήσουν οι αρχαιολόγοι που τα τελευταία χρόνια μελετούν τα ευρήματα, ενώ με ευθύνη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Γρεβενών ο αρχαιολογικός χώρος προστατεύεται, καθαρίζεται και συντηρείται.
Αν και το όνομα της πόλης που είχε αναπτυχθεί γύρω από την ακρόπολη δεν είναι γνωστό, οι αρχαιολόγοι θεωρούν βέβαιο ότι ήταν «ένα πατρογονικό σημείο μεγάλης σημασίας», όπως αναφέρει στη Voria.gr, η ομότιμη καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας στο Α.Π.Θ. και διευθύντρια της ανασκαφής, Στέλλα Δρούγου, καθώς έλεγχε τρεις δρόμους: προς την Ήπειρο, προς τη Μακεδονία και προς τη Θεσσαλία.
Η ιστορία της ανασκαφής
Το ύψωμα Καστρί βρίσκεται ανάμεσα σε δύο στενές κοιλάδες και ελέγχει μια μεγάλη έκταση ως τις θεόρατες κορυφές της Πίνδου. Η ανεύρεση οικοδομικών λειψάνων, μεγάλης σημασίας στην κορυφή του υψώματος ήταν ένα ανέλπιστο εύρημα, καθώς σήμερα είναι πλέον γνωστό πως ο χώρος έχει δεχτεί απανωτές λεηλασίες από αρχαιοκάπηλους, τόσο στην αρχαιότητα, όσο και στα σύγχρονα χρόνια.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως μεγάλος όγκος λίθων έχει μεταφερθεί για το χτίσιμο σύγχρονων κατοικιών στη γύρω περιοχή, ενώ υπάρχουν ίχνη από τη λειτουργία δύο μεγάλων λάκκων που χρησιμοποιήθηκαν κατά το παρελθόν για την παρασκευή ασβέστη από τα λίθινα οικοδομικά λείψανα.
Μεγάλα θραύσματα δωρικών και ιωνικών κιόνων μαρτυρούν την ύπαρξη ενός δημόσιου οικοδομικού κτηρίου που μαζί με μια δωρική στοά σχημάτιζαν ένα Π στο συγκρότημα. Η μορφή και η λειτουργία του κτηρίου δεν είναι ακόμη γνωστά, ενώ το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων προκαλούν και τα κατάλοιπα του ναού, ο οποίος χρονολογείται στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα.
Σύμφωνα με την κ. Δρούγου η ακρόπολη υπήρχε ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους, δημιουργείται ένα κενό στις μαρτυρίες για τα αρχαϊκά χρόνια και η μεγάλη της ακμή συντελείται στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα, μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Όλα τα κτήρια καταστράφηκαν και η πόλη εγκαταλείφθηκε οριστικά γύρω στο 150 π.Χ. στη διάρκεια μεγάλης πολεμικής σύρραξης -που προφανώς πρέπει να συνδεθεί με την επικράτηση των ρωμαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων – όπως προδίδουν οι πολυάριθμες σιδερένιες αιχμές από βέλη και η αντίστοιχη όψιμη ελληνιστική κεραμική του στρώματος καταστροφής.
Η λατρεία της Αθηνάς ή της μητέρας των Θεών;
Στη δυτική πλευρά του μεγάλου πλατώματος ήρθαν στο φως τα ερείπια ενός άστυλου και πετρόχτιστου ναού, το μήκος του οποίου πρέπει να έφτανε στα 19 μέτρα και το πλάτος του να ξεπερνούσε τα 11 μέτρα.
Στο εσωτερικό του ναού εντοπίστηκαν τα δύο σύγχρονα καμίνια για την παραγωγή ασβέστη από τους λευκούς ασβεστολιθικούς αρχαίους λίθους.
Ο τύπος του ναού, που είναι άστυλος και στο σχήμα μεγάρου είναι γνωστός στον ευρύτερο βόρειο ελλαδικό χώρο ήδη από τον 4ο π.Χ. αιώνα. Το ιερό της Εύκλειας των Αιγών στη Βεργίνα και το ιερό της Δήμητρας στην πόλη του Δίου, είναι τα πιο γνωστά χρονολογικά και γεωγραφικά συγγενικά παραδείγματα.
Η ταυτότητα του θεού ή της θεάς που λατρεύονταν στο Καστρί αποτελεί ένα δύσκολο και σοβαρό ερώτημα της έρευνας.
Σύμφωνα με την κ. Δρούγου ο ναός αποδίδεται σε κάποια θεότητα που έχει σχέση με τις κορυφές. Θα μπορούσε να είναι ο Δίας ή η μητέρα των Θεών (Ρέα, Γαία, Κυβέλη). Η ποικιλία των αναθημάτων, όπως σιδερένια και χάλκινα δαχτυλίδια, στρέφει την έρευνα προς τη γυναικεία θεότητα και δεν αποκλείει από τις…υποψήφιες, ακόμη και την Αθηνά.
Όσον αφορά την οχύρωση της ακρόπολης, παρότι έχουν βρεθεί τμήματά της μόνο, φαίνεται πως υπήρξε μια καλοσχεδιασμένη και ισχυρή κατασκευή, η οποία ενίσχυε αποτελεσματικά τη φυσική οχυρότητα του υψώματος.
«Έραμαι μέγα» και άλλα εντυπωσιακά ευρήματα
Στο Καστρί έχουν βρεθεί 76 νομίσματα στην πλειονότητά τους χάλκινα και λίγα αργυρά. Το 60% αυτών καλύπτουν χρονικά το β΄μισό του 4ου και το α΄ μισό του 3ου π.Χ. αιώνα, καθώς αποδίδονται σε κοπές του Αλέξανδρου Γ΄, του Κάσσανδρου και του Δημητρίου Πολιορκητή. Μετεγενέστερα είναι ένα που αποδίδεται στον Αντίγονο Γονατά κι ένα στον Φίλιππο Ε΄. Το ενδιαφέρον σύνολο κοσμημάτων περιλαμβάνει ένα χρυσό ενώτιο (σκουλαρίκι) με λεοντοκεφαλή και 15 δαχτυλίδια. Το πλήθος σιδερένιων δαχτυλιδιών, που βρέθηκε στο χώρο του ιερού επιβεβαιώνει τις υποθέσεις ότι στην περιοχή υπήρχαν μύστες.
Το πιο εντυπωσιακό και ενδιαφέρον από άποψη μελέτης εύρημα είναι ένα χάλκινο δαχτυλίδι, το μοναδικό ενεπίγραφο, που φέρει πάνω του τη φράση «έραμαι μέγα» (σε αγαπώ πολύ, σε ποθώ πολύ, είμαι ερωτευμένος). Οι εγχάρακτες επιγραφές στα δαχτυλίδια αναφέρουν συχνά το όνομα του καλλιτέχνη ή του κατόχου. Είναι η πρώτη φορά και η μοναδική ως τώρα που συναντάται η φράση “έραμαι μέγα”, η οποία υπάρχει σε ένα βουκολικό ποίημα του Θεόκριτου με τίτλο «Αιπολικόν και ποιμενικόν» – Ἀλλ᾽ ἐγὼ Εὐμήδευς ἔραμαι μέγα.
Το ανέλπιστο εύρημα μελετάται από αρχαιολόγους και ιστορικούς και μέχρι στιγμής θεωρείται ως προσωπικό δώρο από κάποιον που είχε έντονα συναισθήματα για τον κάτοχό του.
Στο Καστρί έχουν βρεθεί επίσης πήλινοι λύχνοι -κυρίως θραύσματα και λίγοι ακέραιοι ή σχεδόν ακέραιοι- που χρονολογούνται στο τέλος του 4ου-αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα, υπάρχουν ωστόσο και πρωιμότεροι τύποι με καταγωγή στον όψιμο 5ο π.Χ. αιώνα.
«Τα ευρήματα στο Καστρί Γρεβενών προδίδουν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αρχαιολογική θέση, που υπόσχεται για το μέλλον νέα και σημαντικά μνημεία. Ίσως να κατέφυγε εκεί η Ολυμπιάδα μετά τον θάνατο του γιου της, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς ήταν Τυμφαία στην καταγωγή από τον έναν γονιό της. Η μελέτη του υλικού που έχει βρεθεί θα φωτίσει ένα κομμάτι της ιστορίας του μακεδονικού βασιλείου», αναφέρει η κ. Δρούγου, που για πολλά χρόνια πάλευε με τις πέτρες για να φέρει στο φως «μια πόλη στα σύννεφα», όπως την αποκαλεί.