Τα Κάλαντα στην Ελλάδα και η ιστορία τους!
Αλήθεια, ποιος δεν βγήκε, παιδί, τις γιορτές να τραγουδήσει τα κάλαντα; Ποιος δεν ξύπνησε πρωΐ –καμμιά φορά και νύχτα ακόμη, αξημέρωτα– ντυμένος με τόσα ρούχα που δεν έκλειναν τα χέρια στις μασχάλες, διπλωμένος στο κασκόλ και το σκουφί, να μην πήρε σβάρνα δρόμους και καλντερίμια!
Έστω για τις πόρτες τις συγγενικές και μόνο!.. Είναι κάποιος που να μην κοίταξε τη νοικοκυρά στα χέρια, μπας και μαντέψει το φιλοδώρημα, πριν το αρπάξει;
Ποιος δεν χάρηκε, ακόμα κι όταν δεν το είχε ανάγκη, το μικροποσό που μόνος είχε από τα κάλαντα μαζέψει, για να το εξαργυρώσει αμέσως κατάλληλα στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς ή του χωριού, άλλωστε τη γκρίνια στο σπίτι ποιος τη λογάριαζε! Το μεταλλικό τριγωνάκι στα γαντοφορεμένα χέρια, κάποτε και το μικρό χάρτινο καράβι στην αγκαλιά, αυτιά και μύτες κατακόκκινα, ξυλιασμένα από την παγωνιά και…
Χριστού την θείαν γέννησιν
να ειπώ, να ειπώ στ΄ αρχοντικό σας.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται
εν φά- εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών
κι ο ποι- κι ο ποιητής των όλων…
Μέσα σε μια βδομάδα καινούργια έξοδος με την ίδια ή άλλη παρέα -σαν μαλώναμε στην μοιρασιά με την προηγούμενη- και…
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
κι αρχή- κι αρχή καλός μας χρόνος…
Άγιος Βασίλης έρχεται,
από- από την Καισαρεία
συ ΄σαι αρχό- συ ΄σαι αρχόντισσα κυρία…
Σε πέντε μέρες, πρωΐ της πρωτάγιασης (παραμονή Θεοφανείων), δώστου ξανά–μανά από την αρχή…
Σήμερα τα φώτα και ο φωτισμός
τι χαρά μεγάλη ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
στέκετ΄ η κυρά μας η Παναγιά
και τον άϊ-Γιάννη περικαλεί…
Το τι σαρδάμ γίνονταν και το τι ανακάτωμα των στίχων με χίλιους δυο σολοικισμούς, δεν περιγράφονται. Καμιά φορά από το στόμα των απτόητων καλαντιστών, δραπέτευαν κάλαντα εντελώς αγνώριστα.
Οι νοικοκυρές γελούσαν, άλλοι μάς δούλευαν ελαφρώς από δίπλα, απλώναμε το χέρι βιαστικά, παίρναμε ό,τι ήταν να πάρουμε, και δρόμο, κουτρουβαλώντας τα καλντερίμια και τσαλαβουτώντας μες στις λάσπες, μπας και προλάβουν άλλοι.
Καμιά φορά καυγάς τρικούβερτος στη μοιρασιά, όμως οι ευχές σταθερές.
– Χρόνια πολλά!
– Χρόνια πολλά παιδιά, καλή πρόοδο!
– Και του χρόνου, να ΄στε καλά!… Να δώκουτε περισσότερα!…
Μα το ξεστόμιζαν χαμηλόφωνα τούτο το τελευταίο. Καλήν ημέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας…
Εθιμικά τραγούδια του λαού, χαρακτηρίζουν τα λεξικά τα κάλαντα, που ψάλλονται από παιδιά, καμιά φορά κι από ενηλίκους. Κι είναι συνδεδεμένα με τις μεγάλες γιορτές του Δωδεκαημέρου. Τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνεια.
Κυρίως εξιστορούν μυθοποιημένα τα ιστορικά γεγονότα των ημερών, αναφέρονται σε μια σειρά εθίμων και δοξασιών του λαού, όπως τα περί καλικατζάρων και άλλα, έχουν όμως και περιεχόμενο ευχητικό προς τον οικοδεσπότη, την κυρά, την οικογένεια, το σπίτι. Εύχονται υγεία, χαρά, καλή σοδειά, και το σπίτι να ΄ναι στέρεο και γερό, για να στεγάζει την ευτυχία και την προκοπή των κατοικούντων.
Είναι το μοναδικό έθιμο που διατηρείται ακόμη ακμαίο και ανθεί σε ολόκληρη την Ελλάδα, αστική και επαρχιακή. Σε αντίθεση με άλλα έθιμα του λαού μας, τοπικά ή γενικότερου χαρακτήρα που φθίνουν αργά μέχρι τελικής εξαφανίσεως, τα κάλαντα ως έθιμο διατηρούνται ζωντανότατο. Συναντώνται μάλιστα σε ολόκληρη την Ελλάδα, ηπειρωτική και νησιωτική, σε αμέτρητες παραλλαγές και αντιστοιχούν στον τοπικό κάθε περιοχής χαρακτήρα.
Φέρουν το όνομα από τις καλένδες του Ιανουαρίου της Ρωμαϊκής εποχής (πρωτοχρονιά). Από τον 2ο π.Χ. αιώνα η πρωτοχρονιά ξεκίνησε να γιορτάζεται τον Ιανουάριο, ενώ μέχρι τότε γιορταζόταν Μάρτιο. Αργότερα, στο Βυζάντιο, τα κάλαντα διατηρήθησαν ως έθιμο και αφομοιώθησαν από τον Χριστιανισμό.
Η εκκλησία έχει τοποθετήσει στο χρονικό αυτό διάστημα όλες τις μεγάλες γιορτές προκειμένου να εκτοπίσει –κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια– ειδωλολατρικές τελετές και γιορτές των ημερών εκείνων. Έτσι στη συνέχεια τα κάλαντα απέκτησαν μιαν επίφαση χριστιανική, την οποίαν βεβαίως διατηρούν μέχρι και σήμερα.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται
εν Βη- εν Βηθλεέμ τη πόλει…
Εκείνο που έμεινε αμετάβλητο από την αρχαιότητα, όσον αφορά το έθιμο, είναι το φιλοδώρημα. Σήμερα είναι χρηματικό ποσό κυρίως. Παλαιότερα όμως, ή και τώρα ακόμη στην επαρχία, η νοικοκυρά κέρναγε φαγώσιμα τους καλαντιστές. Γλυκά, πίτες, αμύγδαλα, καρύδια, ρόδια. Κάτι που να είναι ή να προέρχεται από καρπό της γης. Και τούτο για να συμβολίσει την αναμενόμενη καλή σοδειά, πράγμα που εύχεται ο καλαντιστής στον νοικοκύρη.
Για τούτο και το έθιμο χαρακτηρίζεται ευετηριακό (ευ+έτος). Τα κάλαντα ως έθιμο είναι παλαιότερα κι από την ονομασία τους ακόμη. Κι αυτό φαίνεται από εκείνα του νέου χρόνου. Πριν από χρόνια στην Ελλάδα οι καλαντιστές κρατούσαν χάρτινο ομοίωμα καραβιού –προσπάθειες επαναφοράς γίνονται σήμερα– και τούτο σε συσχετισμό με το πλοίο των Ανθεστηρίων της αρχαιότητας.
Το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δένδρου με τη φάτνη, συνήθεια ξενόφερτη στην Ελλάδα, αναπτύχθηκε στις καθολικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης και εκτός του ότι είναι αντιοικολογική, μικρή σχέση έχει με την ελληνική πραγματικότητα.
Το καράβι κατά την αρχαιότητα συμβόλιζε τον ερχομό του Διονύσου που ήταν εκτός των άλλων και Θεός της βλάστησης.
Ο Διόνυσος ήταν γιος του Δία και της Σεμέλης, αλλά επειδή η μητέρα του πέθανε πριν γεννηθεί το παιδί, τον πήρε ο Δίας, έμβρυο ακόμη, και τον έβαλε στον μηρό του να κυοφορηθεί, απ΄ όπου και γεννήθηκε.
Με τον συμβολισμό του καραβιού γινόταν επίκληση στον Διόνυσο για βλάστηση της γης, για καρποφορία και καλή σοδειά προς όφελος των καλλιεργητών. Είναι ακριβώς το ίδιο που εύχεται και η Εκκλησία σήμερα δεομένη «υπέρ ευκρασίας των καρπών της γης και καιρών ειρηνικών…»
Άλλο στοιχείο του εθίμου που επιβίωσε σε πολλά μέρη μέχρι τα νεότερα χρόνια είναι το να χτυπιούνται (ελαφρώς βέβαια) οι νοικοκυρές με χλωρά κλαδιά για να μεταδοθεί έτσι σε αυτές η φρεσκάδα, η ανθηρότητα και η καρποφορία των φυτών. Τούτο όμως το στοιχείο τοποθετεί την γέννηση του εθίμου σε εποχή προγενέστερη της αρχαίας Ελλάδας, γιατί η πίστη αυτή συναντάται ιστορικά σε πλήθος λαών και θεωρείται επιβίωση πρωτόγονων και πανάρχαιων δοξασιών που έφθασε μέχρι τις μέρες μας.
Όλος τούτος ο συμβολισμός των καλάντων φθάνει, έστω κι αν ο κόσμος αγνοεί τις λεπτομέρειες, μέχρι σήμερα. Τους συμβολισμούς των εθίμων συνήθως ο λαός απλά και μόνο τους διαισθάνεται, κανείς δεν του τα εξηγεί και κανείς δεν του τα αναλύει, παρά λειτουργεί άριστα το ένστικτο και το έθιμο τηρείται κατά γράμμα αιώνες τώρα…
Να γιατί, μικρούς, μας καλοδέχονταν όλοι! Να γιατί καμιά νοικοκυρά ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για τη λασπωμένη σκάλα, τα χτυπήματα στην πόρτα αξημέρωτα, τις φωνές και τα γέλια μέσα στα άγριο ξημέρωμα. Να γιατί εκεί κοντά στο μεσημέρι που, αποκαμωμένοι, σταματούσαμε το τρεχαλητό και το τραγούδι από πόρτα σε πόρτα κι από αυλές σε σοκάκια, είχαμε τις τσέπες γεμάτες…
Κάτι τέτοιες μέρες κατανυκτικές κι ευφρόσυνες, είναι τα κάλαντα στους δρόμους και οι βυζαντινοί ύμνοι στην εκκλησία που δίνουν το μέτρο της χαράς και της προσδοκίας. Γιατί τα κάλαντα εκτός από τραγούδια ευχετικά στον νοικοκύρη, είναι και ποιητικότατες αναγγελίες του μεγάλου μηνύματος. Η χαρά της γέννησης του Χριστού υφαίνεται με τη γλυκιά απαντοχή της υγείας, της χαράς, της ευτυχίας, της αφθονίας. Η έλευση του Θεανθρώπου συναρτάται με την καθημερινή ζωή και ο λαός πιστεύει πως η μαγεία των ημερών τον βοηθά να μαντέψει το μέλλον και το προδιαγράφει με τους οιωνούς άριστους.
Τη γλυκιά αυτή προσδοκία τραγουδούν τα παιδιά μέσα από τα κάλαντα, γι’ αυτό και είναι καλοδεχούμενα. Οι πόρτες ορθάνοιχτες για το απαραίτητο κέρασμα και τις ευχές. Κουλούρια, καρύδια, μήλο, πορτοκάλι, χάρτινο καράβι. Και το αστέρι σημάδι ελπίδας!
Τούτο το μήνυμα της χαράς και της ελπίδας φέρνουν τα κάλαντα. Η υγεία να είναι καλή, σαν τα ψηλά βουνά, τα αγαθά άφθονα, το σπίτι να είναι γερό, χαρές γεμάτο.
Σ΄ αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε
πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χίλια χρόνια να ζήσει…
Καμιάφορά μπροστά στις πόρτες που δεν άνοιγαν, ακουγόταν κι η σκαμπρόζικη παραλλαγή, μα πάντα η διάθεση ήταν καλή –οι παιδικές ευχές πάντα συγκινούν– κι η χαρά περίσσευε.
– Και του χρόνου παιδιά!…
Μέρες που είναι, στη μνήμη κλωθογυρίζουν παλιά διαβάσματα κι ανάμεσά τους το χριστουγεννιάτικο διήγημα «Ο Αμερικάνος» του αγίου της νεότερης ελληνικής γραμματολογίας, του γλυκύτατου κυρ΄ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Αφού ο ξενιτεμένος με δόξα και τιμή παντρεύεται πια την καλή του, το Μελαχρώ της Κυρατσώς της Μιχάλαινας, που είκοσι χρόνια μαραζωμένη τον περίμενε στο νησί, η μάνα της που την παραμονή των Χριστουγέννων έδιωχνε τα παιδιά από την πόρτα, «όχι παιδάκια μ΄, τι να τραγ΄δήστε από μας; Έχουμ’ εμείς κανένανε; Καλή χρονίτσα να ΄χετε, κι ΄σύρτε αλλού να τραγ΄δήστε…»
Τώρα… Αλλά ας ακούσουμε τον ίδιο τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη έτσι όπως τον ακούγαμε στα παιδικά διαβάσματα να ψιθυρίζει δίπλα στο τζάκι τις πονεμένες ιστορίες των φτωχών και καταφρονεμένων κι ύστερα να ψάλλει γλυκά το «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει…» κανοναρχώντας τον ρυθμό με το πόδι στα πάτωμα:
«…τῆ Κυριακῆ μετά τήν Χριστοῦ γέννησιν, ἐτελοῦντο ἐν πάσῃ χαρᾶ καί σεμνότητι οἱ γάμοι τοῦ Ἰωάννου Εὐσταθίου Μοθωνιοῦ μετά τῆς Μελαχροινῆς Μιχαήλ Κουμπουρτζή.
Ἡ θειά Κυρατσώ, μετά τόσα ἔτη, ἐφόρεσεν ἐπ΄ ὁλίγας στιγμάς τήν χρωματιστήν πολίτικην μανδήλαν, γιά νά ἀσπασθῆ τά στέφανα. Καί τήν παραμονήν τοῦ Ἁγίου Βασιλεί-ου, τό ἐσπέρας, ἱσταμένη εἰς τόν ἐξωστην, ἠκούσθη φωνούσα πρός τούς διερχομένους ὁμίλους τῶν παίδων.
— ᾿Ελᾶτε, παιδιά, νά τραγ’δῆσ’τε!…
Μετά από ότι διαβάσατε, τι λέτε.. να σας τα πούμε;